«Η πανδημία προκάλεσε μείωση της ζήτησης στα δημόσια νοσοκομεία κατά 45%-85% ανάλογα με την εμπλοκή τους στην αντιμετώπιση του Covid-19, στην πρωτοβάθμια φροντίδα, στα κέντρα υγείας κατά 75% και στα ιδιωτικά ιατρεία κατά 40%-90%, ανάλογα με την ειδικότητα. Ωστόσο έχει αυξηθεί η τηλεφωνική και ψηφιακή συμβουλευτική υποστήριξης κατά 300%-450%» δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας (ΕΣΔΥ) Γιάννης Κυριόπουλος.
Ο καθηγητής επικαλείται το πρώτο μέρος μελέτης, για το κόστος της νοσηλείας των κρουσμάτων από τον Covid-19 στην Ελλάδα, που εκπονεί ο ίδιος με τους Κώστα Αθανασάκη, γενικό διευθυντή του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας, και Κυριάκο Σουλιώτη αν. καθ. Πολιτικής Υγείας. Το φαινόμενο, λέει ο κ. Κυριόπουλος, «ερμηνεύεται μόνον μερικώς από το φόβο και την επιφύλαξη απέναντι στον Covid-19, ενώ προκαλεί σε χρόνιους ασθενείς το πρόβλημα της μη έγκαιρης και “καθυστερημένης φροντίδας” που οδηγεί στην απορρύθμιση των χρόνιων νοσημάτων (καρδιοπάθειες, διαβήτης, υπέρταση κ.ά.) και αυξάνει τους δείκτες θνητότητας και θνησιμότητας. Με την ευκαιρία αυτή, διάφορες πληροφορίες και γνώμες που εκφράζονται από επιστημονικά στελέχη και συσχετίζουν την πανδημία με την μείωση της νοσηρότητας από νοσήματα του καρδιαγγειακού και των αγγείων του εγκεφάλου, δεν επιβεβαιώνονται, και χρήζουν τεκμηρίωσης». Η μείωση στη ζήτηση τονίζει ο κ. Κυριόπουλος «θα επηρεάσει το επόμενο διάστημα το σχεδιασμό και τη συζήτηση για την ανάγκη αύξησης των τεχνολογικών πόρων στην υγεία, καθώς το πραγματικά επείγον περιστατικό, δεν αναβάλλεται. Kαι θα οδηγήσει σε καλύτερες κρατικές υπηρεσίες δημόσιας υγείας, αλλά και σε αλλαγές προς όφελος της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας».
Στα 3,7 εκατ. ευρώ ανά 1.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα το κόστος κλινικής διαχείρισης των πασχόντων
Σύμφωνα με τα αρχικά αποτελέσματα της μελέτης μας, αναφέρει ο καθηγητής «το κόστος της κλινικής διαχείρισης των πασχόντων με Covid-19 στη χώρα μας, ανέρχεται σε 3,7 εκατομμύρια ευρώ ανά 1.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα. Συνεπώς, το συνολικό κόστος, για τη νοσοκομειακή περίθαλψη για αυτή τη φάση της πανδημίας προσεγγίζει, και ενδεχομένως υπερβαίνει τα 10 εκατομμύρια ευρώ.
Ειδικότερα, το κόστος νοσηλείας για ένα περιστατικό που θα νοσηλευτεί σε θάλαμο γενικής νοσηλείας εκτιμάται σε περίπου 8.800 ευρώ, ενώ το κόστος νοσηλείας για ένα περιστατικό που θα νοσηλευτεί σε ΜΕΘ, εκτιμάται σε περίπου 24.100 ευρώ». Η χώρα μας, τονίζει ο κ. Κυριόπουλος, είναι από τις πρώτες που έλαβαν άμεσα μέτρα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας «με τη διεύρυνση του δημοσιονομικού χώρου που προέκυψε από τα πρόσφατα μέτρα σε επίπεδο ΕΕ, ώστε να υποστηριχθεί η οικονομία. Υπό το πρίσμα αυτό, η κεντρική διοίκηση διέθεσε άμεσα 200 εκατομμύρια ευρώ για την αντιμετώπιση της πανδημίας, καθώς και την πρόσληψη 200 ειδικών επαγγελματιών υγείας στον ΕΟΔΥ. Επιπροσθέτως, κινητοποίησε τις διαδικασίες για την πρόσληψη 2.000 επαγγελματιών υγείας, (γιατρούς και νοσηλευτές) που στη συνέχεια διευρύνθηκε σε 4.200 άτομα. Επιπλέον, ο ΦΠΑ για προϊόντα προσωπικής υγιεινής που προσφέρουν προστασία έναντι του Covid-19 μειώθηκε από 24% σε 6%».
Η εκτίμηση του κόστους, είναι σύμφωνα με τους ειδικούς ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση της πανδημίας έγκαιρα, ώστε να υπάρξει ο αναγκαίος χρόνος προετοιμασίας των συστημάτων υγείας, για μια ταχεία και επιτυχή αντίδραση, έναντι παρόμοιων απειλών στο μέλλον. Το υψηλότερο κόστος για την κοινωνία, είναι το κόστος ευκαιρίας της επιδημίας, σύμφωνα με τον καθηγητή. «Η χωρητικότητα του συστήματος είναι πεπερασμένη, οι πόροι είναι σπάνιοι και έχουν ανταγωνιστική χρήση. Ως εκ τούτου, κάθε κατειλημμένη κλίνη ΜΕΘ, λόγω κακής χρήσης ή αναποτελεσματικής διαχείρισης, σημαίνει μια μη διαθέσιμη κλίνη για έναν ασθενή που έχει άμεση ανάγκη, και αυτό το κόστος είναι αρκετά “ακριβό”, από κοινωνική άποψη».
Επενδυτικό πρόγραμμα τριετίας για αύξηση κλινών ΜΕΘ στον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ
Και το ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι πού θα εστιαστούν μελλοντικά οι επενδύσεις στη δημόσια υγεία. «Αποδείχθηκε με “θορυβώδη” σχεδόν τρόπο, ότι η χώρα αντιμετώπισε επιτυχώς μια μεγάλη κρίση δημόσιας υγείας, με την κινητοποίηση τμήματος του υγειονομικού δυναμικού της, που δεν υπερβαίνει το 25% του συνόλου. Συνεπώς, η μεγαλύτερη και καλύτερη επένδυση πρέπει να κατευθυνθεί στην εκπαίδευση, την έρευνα και την ανάπτυξη του ανθρώπινου και διανοητικού κεφαλαίου του συστήματος υγείας. Η επόμενη προτεραιότητα είναι η αύξηση του αριθμού των κλινών ΜΕΘ στο μέσο όρο των χωρών της ΕΕ, από 6,0 σε 11,5 ανά 100.000 κατοίκους με ένα επενδυτικό πρόγραμμα τριετίας. Η χώρα χρειάζεται μια ισχυρή “κρατική υπηρεσία δημόσιας υγείας” που να στηρίζεται σε ένα καλά εκπαιδευμένο “σώμα λειτουργών δημόσιας υγείας” στην κεντρική διοίκηση και την περιφερειακή και κοινοτική αυτοδιοίκηση. Σε ορίζοντα τριών ετών το προτεινόμενο σχήμα πρέπει να διαθέτει 300 γιατρούς δημόσιας υγείας και 700 τουλάχιστον άλλους επιστήμονες όπως για παράδειγμα επόπτες δημόσιας υγείας, επισκέπτες υγείας, κοινωνιολόγους ψυχολόγους κ.ά. Σχετικά με την πρωτοβάθμια περίθαλψη η χώρα χρειάζεται επίσης ένα μεταρρυθμιστικό πλαίσιο για την συγκρότηση ενός “μεικτού δικτύου πρωτοβάθμιας φροντίδας” υπό την εποπτεία των περιφερειών που να ενσωματώνει τις δημόσιες, ιδιωτικές και κοινωνικές δομές ιατρικής περίθαλψης σε συμπράξεις ολοκληρωμένης φροντίδας».
Από αυτή την περιπέτεια ανακτήθηκε μέρος της αυτοπεποίθησης του ελληνικού λαού
Είναι πολύ σημαντικό ότι από την περιπέτεια αυτή ανακτήθηκε μέρος της αυτοπεποίθησής μας ως λαού, απαντά ο καθηγητής στο ερώτημα πώς θα είναι η επόμενη μέρα για το υγειονομικό σύστημα, μετά την πανδημία. «Είναι περισσότερο σπουδαίο ότι αυτό επετεύχθη χάρις στη σκληρή δουλειά των γιατρών και των νοσηλευτών. Έτσι, στον υγειονομικό τομέα υπάρχει ήδη η προσδοκία μιας προσπάθειας ανασυγκρότησης, που είναι εξαιρετικά δύσκολη. Επειδή δεν είναι εμφανές ένα “καλοδουλεμένο” μεταρρυθμιστικό σχέδιο και ακόμη επειδή οι αντιστάσεις στις αλλαγές είναι πάντα ένα μεγάλο εμπόδιο. Συνεπώς λίγα πράγματα θα αλλάξουν σταδιακά και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για κάποιες βελτιώσεις. Βεβαίως η χώρα έχει ανάγκη για μεταρρυθμίσεις και αυτό συνεπάγεται να υπάρχει τεκμηριωμένο σχέδιο, κοινωνική συναίνεση και πολιτική δέσμευση».