Νέοι και -κατά τα άλλα υγιείς- ενήλικες που πέρασαν σχετικά ελαφριά την Covid-19, χωρίς να χρειαστούν εισαγωγή σε νοσοκομείο, μπορεί παρόλα αυτά να ταλαιπωρούνται στη συνέχεια για καιρό από μακρόχρονα προβλήματα εξαιτίας της λοίμωξης από τον κορονοϊό, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική προδημοσίευση στο medRxiv, μελέτησαν 201 ασθενείς με μέση ηλικία 44 ετών (το 70% γυναίκες και το 30% ιατρικό-νοσηλευτικό προσωπικό), που είχαν αναρρώσει από την Covid-19. Το 90% των ατόμων δεν είχαν άλλα υποκείμενα νοσήματα, όπως διαβήτη, υπέρταση ή καρδιοπάθεια, ενώ μόνο το 18% ήταν αρκετά άρρωστοι για να νοσηλευθούν.
Όμως, κατά μέσο όρο τέσσερις μήνες μετά την εμφάνιση των αρχικών συμπτωμάτων της Covid-19 και παρά την αποδρομή της λοίμωξης στο μεταξύ, το 98% συνέχιζαν να εμφανίζουν κόπωση, το 92% καρδιοαναπνευστικά συμπτώματα, το 88% μυϊκούς πόνους, το 87% δύσπνοια, το 83% πονοκεφάλους και το 73% γαστρεντερικά προβλήματα. Το 42% είχαν τουλάχιστον δέκα συμπτώματα.
Οι βλάβες σε όργανα ήταν συχνότερες σε όσους είχαν χρειαστεί νοσηλεία, όμως δεν περιορίζονταν σε αυτούς, καθώς δύο στους τρεις ασθενείς (66%) είχαν κάποιο πρόβλημα σε τουλάχιστον σε ένα όργανο τους, ενώ το 25% των ασθενών είχαν προβλήματα σε περισσότερα από ένα όργανα. Οι εξετάσεις με μαγνητικές τομογραφίες έδειξαν ήπιες βλάβες πνευμόνων στο 33% των ασθενών, στην καρδιά στο 32%, στα πάγκρεας στο 17%, στα νεφρά στο 12%, στο ήπαρ στο 10% και στη σπλήνα στο 6%.
Οι ερευνητές ανέφεραν, σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερς, πως δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα προβλήματα προκλήθηκαν μόνο από τον κορονοϊό, όμως αναδεικνύεται η ανάγκη να παρακολουθούνται ακόμη και οι χαμηλού κινδύνου ασθενείς της Covid-19 σε βάθος χρόνου μετά την ανάρρωση τους.
Βρετανοί ερευνητές σχεδιάζουν να μολύνουν εθελοντές με τον κορονοϊό
Βρετανοί ερευνητές σχεδιάζουν να μολύνουν εθελοντές με τον νέο κορονοϊό με στόχο να δοθεί ώθηση στις έρευνες για εμβόλια και θεραπείες, ανακοίνωσαν σήμερα οι ίδιοι παρουσιάζοντας τη μελέτη τους ως μια παγκόσμια πρωτιά.
Το πρώτο στάδιο του σχεδίου, το οποίο διευθύνεται από το Imperial College του Λονδίνου, έγκειται στο να διερευνηθεί κατά πόσον είναι εφικτό να εκτεθούν στον SARS-CoV2 υγιείς εθελοντές ηλικίας 18 έως 30 ετών χωρίς υποκείμενους παράγοντες κινδύνου.
Αυτή η αρχική φάση έχει στόχο να προσδιορισθεί η ποσότητα του ιού που προκαλεί συμπτώματα στους ανθρώπους, εξηγεί το Imperial College στον ιστότοπό του. Στη συνέχεια θα μελετηθεί «πώς τα εμβόλια λειτουργούν μέσα στο σώμα για να σταματήσουν ή να εμποδίσουν την Covid-19, θα εξετασθούν εν δυνάμει θεραπείες και θα μελετηθεί η ανοσολογική απάντηση» του οργανισμού.
«Η πρώτη προτεραιότητά μας είναι η ασφάλεια των εθελοντών», υπογράμμισε ο δρ. Κρις Κίου, ο οποίος διεξάγει αυτές τις έρευνες στο τμήμα λοιμωδών νόσων του Imperial College του Λονδίνου υπογραμμίζοντας πως η ομάδα του διεξάγει τέτοιες μελέτες πάνω σε ιούς του αναπνευστικού εδώ και 10 χρόνια.
Οι εθελοντές θα μολυνθούν «από τη μύτη», τη «φυσική οδό» που ακολουθεί ο ιός, δήλωσε στο Radio 4 του BBC ο Πίτερ Όπενσο, καθηγητής πειραματικής ιατρικής στο Imperial College, ο οποίος συν-διευθύνει τη μελέτη.
«Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτών των μελετών σε εθελοντές είναι ότι μπορούμε να δούμε κάθε εθελοντή με πολλή προσοχή, όχι μόνο στη διάρκεια της μόλυνσης, αλλά και πριν από τη μόλυνση και μπορούμε να παρακολουθήσουμε αυτό που συμβαίνει σε κάθε στάδιο, ακόμη και πριν εμφανισθούν τα συμπτώματα», πρόσθεσε.
Οι εθελοντές θα πρέπει να παραμείνουν επί δυόμιση εβδομάδες, «τόσο για να ληφθούν τα δείγματα και να παρακολουθηθεί η κατάστασή τους με πολλή φροντίδα, όσο και για να διασφαλισθεί η ασφάλεια του κοινού», πρόσθεσε.
Οι έρευνες αυτές, οι οποίες αντιπροσωπεύουν μια τεράστια πηγή πληροφοριών, επιτρέπουν στους επιστήμονες να εργασθούν πάνω σ’ έναν πολύ πιο μικρό αριθμό ασθενών σε σχέση με τις κλινικές δοκιμές για τα εμβόλια, στις οποίες συμμετέχουν χιλιάδες εθελοντές.
«Λίγες εκατοντάδες ή μερικές δεκάδες εθελοντών» σου επιτρέπουν να σχηματίσεις μια «πολύ σαφή ιδέα για το αν ένα εμβόλιο θα λειτουργήσει» και «πώς θα λειτουργήσει», προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες για την εξέλιξη της έρευνας, πρόσθεσε ο καθηγητής Όπενσο.
Μόλις καθορισθούν οι παράμετροι του μοντέλου, μια φάση που αναμένεται να διαρκέσει μέχρι τον Μάιο, θα μπορέσουν να γίνουν συγκρίσεις μεταξύ των εμβολίων, συνέχισε.
«Αρκετά αισιόδοξος», ο καθηγητής Όπενσο εκτιμά πως εμβόλια θα είναι διαθέσιμα σε περιορισμένη ποσότητα για τα πιο ευάλωτα άτομα στην αρχή της επόμενης χρονιάς.