Η αναβολή για τις 30 Νοεμβρίου της, προγραμματισμένης αυτό το Σαββατοκύριακο, συνόδου των χωρών του ΟΠΕΚ και των συμμάχων του ( ΟΠΕΚ+) λόγω διαφωνιών που φέρεται να υπήρξαν από ορισμένα μέλη του στον καθορισμό νέων μειωμένων επιπέδων παραγωγής, αναδεικνύει τα όρια του Οργανισμού στον καθορισμό των τιμών του πετρελαίου.
Ο ΟΠΕΚ+ λειτουργεί ουσιαστικά ως ένα διεθνές καρτέλ, τα μέλη του οποίου συμφωνούν το επίπεδο της παραγωγής τους με στόχο να διαμορφώνονται στην παγκόσμια αγορά υψηλότερες τιμές πετρελαίου. Η μείωση της προσφοράς, με δεδομένη τη ζήτηση, τείνει να αυξάνει τις τιμές του πετρελαίου, μεγιστοποιώντας τα έσοδα των χωρών του. Από τις 23 χώρες του ΟΠΕΚ+ οι 13 είναι μέλη του ΟΠΕΚ, με κυρίαρχη λόγω μεγέθους παραγωγής της Σαουδικής Αραβίας, και οι άλλες 10 είναι οι χώρες που συνεργάζονται από το 2017 μαζί τους, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει, επίσης λόγω ύψους παραγωγής, η Ρωσία.
Εκπρόσωποι χωρών του ΟΠΕΚ+ δεν έκρυψαν την περασμένη άνοιξη, όταν αποφάσισαν μία κατά 1,6 εκατ. βαρέλια την ημέρα επιπλέον μείωση της παραγωγής, ότι στόχος τους ήταν οι τιμές να κινούνται κοντά στα 100 δολάρια το βαρέλι. Στο επίπεδο αυτό είχαν κινηθεί οι τιμές του αργού σε μέσα επίπεδα το 2022 αλλά αυτό ήταν κυρίως αποτέλεσμα του αντίκτυπου από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και των κυρώσεων της Δύσης κατά της Μόσχας.
Η προσπάθεια του ΟΠΕΚ+ να διατηρήσει τις τιμές κοντά στα 100 δολάρια το βαρέλι απέτυχε, παρά τη νέα εθελοντική μείωση της παραγωγής το καλοκαίρι κατά 1 εκατ. βαρέλια την ημέρα από τη Σαουδική Αραβία και την εθελοντική μείωση εξαγωγών κατά 300.000 βαρέλια την ημέρα από τη Ρωσία. Η τιμή του πετρελαίου μπρεντ, το οποίο προμηθεύεται η Ευρώπη, υποχώρησε κάτω και από τα 80 δολάρια το βαρέλι, για να ακολουθήσει τον Οκτώβριο ο πόλεμος του Ισραήλ με τη Χαμάς, ο οποίος οδήγησε σε μία νέα άνοδο στις τιμές λόγω των ανησυχιών για επέκτασή του στην ευρύτερη περιοχή. Καθώς, όμως, δεν υπήρξαν ενδείξεις μίας ευρύτερης ανάφλεξης στην περιοχή που θα περιόριζε την παγκόσμια προσφορά πετρελαίου, κυρίως από το Ιράν, οι τιμές υποχώρησαν ξανά κοντά στα επίπεδα των 80 δολαρίων.
Το τεχνητό έλλειμμα προσφοράς του «μαύρου χρυσού» που προκάλεσε φέτος ο ΟΠΕΚ+, μειώνοντας την προσφορά σε επίπεδα χαμηλότερα από την παγκόσμια ζήτηση, δεν είχε το επιθυμητό για τον ίδιο αποτέλεσμα για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, η παγκόσμια οικονομία έχει επιβραδυνθεί σημαντικά, με μεγάλες οικονομίες, όπως η ευρωπαϊκή, να κινούνται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, που έχει ως συνέπεια να περιορίζεται η ζήτηση για πετρέλαιο. Δεύτερον, αυξάνεται η παραγωγή και η προσφορά από χώρες που δεν ανήκουν στο καρτέλ, όπως οι δυτικές. Αυτό ισχύει κυρίως για τις ΗΠΑ, η παραγωγή των οποίων έχει αυξηθεί φέτος κατά 900.000 βαρέλια την ημέρα καθώς αξιοποιείται η τεχνολογία σχιστολιθικής εξόρυξης πετρελαίου.
Με τα δεδομένα αυτά, ο ΟΠΕΚ+ φέρεται να αναζήτησε μία συμφωνία για νέες περικοπές στην παραγωγή για να στηρίξει τις τιμές, αλλά σύμφωνα με πληροφορίες υπήρξαν αντιδράσεις για τις νέες ποσοστώσεις από αφρικανικές χώρες – μέλη του ΟΠΕΚ και συγκεκριμένα τη Νιγηρία και την Αγκόλα. Για τον λόγο αυτό αναβλήθηκε για τις 30 Νοεμβρίου η σύνοδος, η οποία όπως ανακοινώθηκε θα γίνει μέσω τηλεδιάσκεψης.
Δεν είναι γνωστό, αν θα γεφυρωθούν οι διαφωνίες αυτές και ποια θα είναι η απόφαση την ερχόμενη Πέμπτη, αλλά αυτό που γίνεται φανερό είναι ότι ο ΟΠΕΚ+ δεν μπορεί να επιτύχει μαξιμαλιστικούς στόχους, όπως τιμές στα 100 δολάρια το βαρέλι, σε μία περίοδο που η παγκόσμια οικονομία χειμάζεται. Όπως σημείωσε αναλυτής, κάθε προσπάθεια να αυξηθούν οι τιμές θα οδηγεί απλά σε ακόμη μεγαλύτερη της ζήτησης, με αποτέλεσμα αυτές να μειωθούν ξανά.