Ένα δύσκολο ζήτημα, μεγάλου ενδιαφέροντος, αλλά και «υψηλού κινδύνου» είναι αυτό της ευθύνης των εγγυητών σε δανειακές συμβάσεις.
Αυτό σημειώνει η δικηγόρος – συνεργάτης του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθήνας Σουζάνα Κλημεντίδη, σε άρθρο της που δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική σελίδα του επιμελητηρίου στο οποίο εξηγεί σε ποιες περιπτώσεις συντρέχει περίπτωση ελευθέρωσης του εγγυητή από τη σύμβαση εγγύησης.
Αναλυτικά αναφέρονται τα εξής στο άρθρο:
Η σύμβαση εγγύησης είναι μια ετεροβαρής σύμβαση με παρεπόμενο και επικουρικό χαρακτήρα, με την οποία ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στον δανειστή και αντισυμβαλλόμενό του, την ευθύνη ότι η οφειλόμενη από τον πρωτοφειλέτη παροχή, θα καταβληθεί σε εκείνον από τον πρωτοφειλέτη ή από τον ίδιο. Στις περισσότερες περιπτώσεις παρέχεται προσωπική ασφάλεια χαριστικού χαρακτήρα, από τρίτα πρόσωπα, συγγενικά ή απλώς φιλικά, τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την οφειλή, ούτε με το δανειζόμενο κεφάλαιο, μάλιστα δε αγνοούν τις συνέπειες της προσωπικής αυτής εγγύησής τους.
Ο έμμεσος σκοπός της σύμβασης εγγύησης είναι η εξασφάλιση του δανειστή, από τον κίνδυνο μη ικανοποίησής του από τον πρωτοφειλέτη. Ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κυρία οφειλή και ιδίως για τις συνέπειες του πταίσματος ή της υπερημερίας του οφειλέτη. Η απαίτηση του δανειστή εις βάρος του εγγυητή, από τη μεταξύ τους σύμβαση εγγύησης, καθίσταται απαιτητή και ληξιπρόθεσμη, από της υπερημερίας του πρωτοφειλέτη, η οποία επέρχεται και με την παρέλευση της συμφωνηθείσης δήλης ημέρας για την εκπλήρωση της παροχής.
Με βάση το σύνολο της θεωρίας αλλά και της διαμορφωθείσας νομολογίας των Δικαστηρίων, υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας, όπου ο εγγυητής μπορεί να ελευθερωθεί πλήρως από την εγγυητική ευθύνη. Σύμφωνα με το άρθρο 862 του Αστικού Κώδικα, ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Με τη διάταξη αυτή τίθεται ο κανόνας της ελευθερώσεως του εγγυητή, εάν από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Πταίσμα του δανειστή συνιστά όχι μόνο ο δόλος και η βαριά αμέλεια του περί την ύπαρξη της απαιτήσεως, αλλά και η ελαφρά αμέλεια, εκδηλώνεται δε είτε με ενέργειες είτε με παραλείψεις ένεκα των οποίων έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη. Η εφαρμογή της διάταξης αυτής δεν αποκλείεται από τυχόν εκ των προτέρων παραίτηση του εγγυητή εκ του άρθρου 855 ΑΚ δικαιώματος δίζησης.
Εξάλλου, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ανωτέρω ρυθμίσεως, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του θεσπιζόμενου με αυτή ευεργετήματος (ένσταση ελευθερώσεως), όχι όμως για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα καταστεί αδύνατη από δόλο ή βαριά αμέλεια του τελευταίου, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 332 παρ. 1 ΑΚ είναι άκυρη κάθε προηγούμενη συμφωνία που αποκλείει ή περιορίζει την ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια. Εφόσον δε στον Αστικό Κώδικα δεν περιελήφθη ορισμός της βαριάς αμέλειας, στον δικαστή της ουσίας εναπόκειται, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να κρίνει πότε η αμέλεια φέρει βαριά μορφή, η τυχόν δε υπ’ αυτού εσφαλμένη υπαγωγή των γενομένων δεκτών περιστατικών στη νομική έννοια της βαριάς αμέλειας ελέγχεται αναιρετικώς. Βαριά χαρακτηρίζεται η αμέλεια όταν η απόκλιση από το μέτρο της συμπεριφοράς του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου είναι ασυνήθης και ιδιαίτερα μεγάλη, όταν δηλαδή φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα επιζήμια σε βάρος τρίτων αποτελέσματά της.
Την πιο πάνω υπαίτια συμπεριφορά του δανειστή οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ενώπιον του Δικαστηρίου ο εγγυητής. Τέτοια συμπεριφορά συνιστά κατά τις περιστάσεις και η επί μακρόν αμέλεια του δανειστή να επιδιώξει την είσπραξη της απαιτήσεώς του και η εν τω μεταξύ επελθούσα αδυναμία του πρωτοφειλέτη να καταβάλει την οφειλή του. Έτσι ο εγγυητής οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η έγκαιρη ικανοποίηση του δανειστή θα ήταν δυνατή, διότι ο οφειλέτης διέθετε ικανή περιουσία, οπότε θα τελεσφορούσε η κατ’ αυτού εκτέλεση, όπως και ότι η τράπεζα αδικαιολόγητα αμέλησε να λάβει έγκαιρα τα κατάλληλα μέτρα (ενημέρωση, όχληση, αναγκαστική εκτέλεση, ασφαλιστικά μέτρα), ώστε να εξασφαλίσει την ικανοποίησή της και να εισπράξει την οφειλή από τον πρωτοφειλέτη, με αποτέλεσμα κατά το χρόνο που επιδιώκει την ικανοποίησή της από τον εγγυητή, να είναι αδύνατο να ικανοποιηθεί από την περιουσία του πρωτοφειλέτη.
Επομένως, ο εγγυητής μπορεί να ελευθερωθεί από τη σύμβαση εγγύησης, εφόσον η τράπεζα από πταίσμα της, που καλύπτει την ελαφρά και τη βαρεία αμέλεια αλλά και το δόλο, παραλείπει να εισπράξει την απαίτησή της, όταν ο πρωτοφειλέτης καθυστερεί την αποπληρωμή της οφειλής από τη δανειακή σύμβαση. Δηλαδή, ο εγγυητής ελευθερώνεται όταν η τράπεζα δεν επισπεύδει σε βάρος του πρωτοφειλέτη αναγκαστική εκτέλεση, αντ’ αυτού δε επιλέγει να αδρανήσει, εν αγνοία του εγγυητή, με αποτέλεσμα ο πρωτοφειλέτης να καθίσταται αναξιόχρεος. Και τούτο διότι, η συμπεριφορά της τράπεζας, που αδρανεί υπέρμετρα, διά των αρμοδίων υπαλλήλων της, να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησής της, εμφανίζει απόκλιση σημαντική και ασυνήθη από το μέτρο της συμπεριφοράς υπό όμοιες περιστάσεις του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου κατά τις συναλλαγές και εν τέλει θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα του εγγυητή και ως εκ τούτων επιδεικνύει πταίσμα ως προς το αδύνατο της ικανοποίησης της απαίτησής της κατά του πρωτοφειλέτη. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, συντρέχει περίπτωση ελευθέρωσης του εγγυητή από τη σύμβαση εγγύησης.