Σε νέα μεγάλη αύξηση των επιτοκίων, κατά 0,75%, προχώρησε σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μετά από αυτή του Ιουλίου, για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό.
Η επιλογή ήταν μεταξύ μιας αύξησης 50 μονάδων βάσης (μισής ποσοστιαίας μονάδας) και 75 μ.β. (τριών τετάρτων της ποσοστιαίας μονάδας). Η αύξηση κατά 75 μ.β. είναι η μεγαλύτερη που έχει γίνει ποτέ στο επιτόκιο αναφοράς της ΕΚΤ.
Περισσότερες αυξήσεις επιτοκίων αναμένονται τους επόμενους μήνες, καθώς οι πιέσεις στις τιμές ξεπερνούν σταθερά ακόμη και τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις.
Όπως ανακοίνωσε η ΕΚΤ μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού της Συμβουλίου, η κίνηση αυτή συνιστά ένα σημαντικό βήμα με το οποίο επιχειρείται η μετάβαση από το τρέχον εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο των επιτοκίων σε επίπεδα που θα εξασφαλίσουν την έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο της ΕΚΤ 2%.
Με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή του, κατά τις επόμενες συνεδριάσεις το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει να αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια για να μειώσει τη ζήτηση και να προφυλαχθεί από τον κίνδυνο μιας επίμονης ανοδικής μετατόπισης των προσδοκιών για τον πληθωρισμό. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα επαναξιολογεί τακτικά την πορεία της πολιτικής του υπό το φως των εισερχόμενων πληροφοριών και των εξελισσόμενων προοπτικών για τον πληθωρισμό. Οι μελλοντικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τα επιτόκια θα συνεχίσουν να εξαρτώνται από δεδομένα και να ακολουθούν μια προσέγγιση σε κάθε συνεδρίαση.
Το Διοικητικό Συμβούλιο έλαβε τη σημερινή απόφαση και αναμένει να αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια, επειδή ο πληθωρισμός παραμένει πολύ υψηλός και είναι πιθανό να παραμείνει πάνω από τον στόχο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με την προκαταρκτική εκτίμηση της Eurostat, ο πληθωρισμός έφτασε το 9,1% τον Αύγουστο.
Όσον αφορά τις παρεμβάσεις της ΕΚΤ στην αγορά των ομολόγων η Κεντρική Τράπεζα θα συνεχίσει να επεναπενδύει τους τίτλους που λήγουν και βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιο που έχει αποκτήσει στο πλαίσιο του προγράμματος ΡΕΡΡ (πανδημίας) έως το τέλος του 2024.
Επίσης δηλώνει ότι θα χρησιμοποιήσει το εργαλείο για την προστασία της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής (Transmission Protection Instrument) στην περίπτωση που τούτο κριθεί αναγκαίο.
Σημειώνεται ότι οι περισσότεροι αναλυτές προεξοφλούσαν μία αύξηση του βασικού επιτοκίου κατά 0,75%, μετά τη νέα άνοδο που παρουσίασε ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη. Παρά ταύτα αρκετά μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ είχαν υποστηρίξει με δηλώσεις τους, ότι θα ήταν πιο ενδεδειγμένο να ακολουθηθεί μία λιγότερο επιθετική πολιτική στο μέτωπο των επιτοκίων με μικρότερες αυξήσεις.
Αναλυτικότερα το σκεπτικό της σημερινής απόφαση, τα επόμενα βήματα στη νομισματική πολιτική, αλλά και τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας αναμένεται να παρουσιάσει αργότερα η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ στην προγραμματισμένη συνέντευξη Τύπου.
Μετά τις δηλώσεις συντηρητικών μελών του Δ.Σ. της ΕΚΤ υπέρ μίας πιο αυστηρής νομισματικής πολιτικής, οι αγορές βλέπουν τώρα πάνω από 80% πιθανότητα για μία αύξηση 75 μονάδων βάσης. Την ίδια εκτίμηση κάνει και μία μικρή πλειοψηφία των οικονομολόγων που ρωτήθηκαν από το Reuters.
«Με τα ‘γεράκια’ να συνεχίζουν να έχουν το πάνω χέρι, πιστεύουμε ότι η ΕΚΤ θα ανακοινώσει αύξηση 75 μ.β. », δήλωσε νωρίτερα ο οικονομολόγος της BNP Paribas, Paul Hollingsworth, προσθέτοντας: «Αναμένουμε τώρα έναν πιο εμπροσθοβαρή κύκλο σύσφιξης που θα οδηγήσει τελικά το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο 2% μέχρι το τέλος του πρώτου τριμήνου (του 2023)».
Η απόφαση ενέχει ένα δίλημμα πολιτικής. Οι επικαιροποιήσεις των προβλέψεων της ΕΚΤ είναι βέβαιο ότι θα δείξουν σημαντικά υψηλότερο πληθωρισμό αλλά και σημαντικά ασθενέστερη οικονομική ανάπτυξη.
Οι υψηλές τιμές της ενέργειας θα μειώσουν την αγοραστική δύναμη και είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα βυθίσουν την Ευρωζώνη σε ύφεση που θα μπορούσε να επιδεινωθεί από μια επιθετική πολιτική της ΕΚΤ, καθώς μάλιστα το κόστος δανεισμού αυξάνεται για τις κυβερνήσεις την ώρα που αυτές προσπαθούν να στηρίξουν αυτούς που επηρεάζονται περισσότερο.
Μια μεγάλη αύξηση μετά από μια δεκαετία εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων έρχεται επίσης σε αντίθεση με την καθοδήγηση της ΕΚΤ για σταδιακή προσαρμογή των επιτοκίων και αρκετά μέλη του Δ.Σ. της – όπως ο Φάμπιο Πανέτα της Εκτελεστικής Επιτροπής και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας – έχουν επιχειρηματολογήσει υπέρ μιας μικρότερης αύξησης.
Οι κεντρικές τράπεζες είναι επίσης ανίσχυρες έναντι του πληθωρισμού που προκαλείται από διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς και οι αυξήσεις των επιτοκίων τώρα θα επηρεάσουν την οικονομία μετά από χρόνια, όταν ο πληθωρισμός θα υποχωρεί από μόνος του.
Ωστόσο, μία άτολμη κίνηση τώρα θα μπορούσε να ενισχύσει τις μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό από τα ήδη υψηλά επίπεδα που βρίσκονται, αποδυναμώνοντας την αξιοπιστία της ΕΚΤ.
Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη υπερβαίνει το 9%, ενώ ο δομικός ανήλθε στο 4,3%, υπερδιπλάσιος του στόχου της ΕΚΤ, γεγονός που υποδηλώνει ότι όλο και περισσότερο οι πιέσεις από τις αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας διαχέονται ευρύτερα στην οικονομία.
Μια μικρότερη αύξηση των επιτοκίων θα αποδυνάμωνε επίσης περαιτέρω το ευρώ, καθώς η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αυξάνει σαφώς πιο γρήγορα τα επιτόκια, γεγονός που με τη σειρά του θα τροφοδοτούσε περαιτέρω τον πληθωρισμό και θα αύξανε ακόμα περισσότερο το κόστος για τα ενεργειακά προϊόντα που τιμολογούνται στο αμερικανικό νόμισμα.
Το ευρώ κινείται στο επίπεδο απόλυτης ισοτιμίας με το δολάριο, κοντά στο χαμηλό επίπεδο 20ετίας που σημείωσε πρόσφατα.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σχεδόν μισή ντουζίνα μελών του Δ.Σ. της ΕΚΤ έχουν ζητήσει δημόσια να είναι στο τραπέζι η αύξηση των 75 μ.β.
Η επερχόμενη ύφεση συνηγορεί επίσης υπέρ των εμπροσθοβαρών αυξήσεων των επιτοκίων, καθώς όταν επικρατήσει η ύφεση θα είναι δύσκολο να υποστηριχθεί επικοινωνιακά μία επιθετική πολιτική.
Ορισμένα μέλη του Δ.Σ. μπορεί ακόμη και να καλωσορίσουν μια ρηχή ύφεση που – με την αγορά εργασίας της Ευρωζώνης να είναι όλο και πιο σφιχτή – θα μπορούσε να προσφέρει ανακούφιση στις επιχειρήσεις που δυσκολεύονται τώρα να βρουν εργαζόμενους.