Σε 714 εκατ. ευρώ ανήλθαν το εννεάμηνο 2021, τα κέρδη μετά από φόρους, από συνεχιζόμενες δραστηριότητες σε επίπεδο ομίλου της Εθνικής Τράπεζας, όπως ανακοινώθηκε. Τα κέρδη μετά από φόρους της περιόδου, διαμορφώθηκαν σε 767 εκατ. ευρώ, ενισχυμένα κατά 66% σε ετήσια βάση.
Σε δήλωση με αφορμή την ανακοίνωση των οικονομικών αποτελεσμάτων της Εθνικής Τράπεζας, ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής, Παύλος Μυλωνάς, επισημαίνει ότι η οικονομία ανακάμπτει από την πανδημική κρίση, με πολύ πιο ταχείς ρυθμούς από ό,τι αναμενόταν. Πληθώρα δεικτών οικονομικής δραστηριότητας έχουν ήδη υπερβεί τα επίπεδα του 2019, ενώ άλλοι, όπως ο τουρισμός, έχουν ξεπεράσει τις προσδοκίες, ιδίως στο τέλος της θερινής περιόδου και στην έναρξη της φθινοπωρινής. Η αβεβαιότητα που επικρατεί πηγάζει από δύο βασικούς παράγοντες: την πρόσφατη έξαρση των κρουσμάτων κορονοϊού και την περιορισμένη ικανότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας που προκαλεί αύξηση του κόστους, ειδικότερα στον τομέα της ενέργειας. Και οι δύο παράγοντες αναμένεται να έχουν προσωρινό χαρακτήρα, ενώ με τη στήριξη των κυβερνητικών μέτρων, δεν προβλέπεται να επηρεάσουν σημαντικά τις προσδοκίες για αύξηση του ΑΕΠ στην Ελλάδα, που με βάση τα νεότερα δεδομένα διαμορφώνονται στο 7,5% για το 2020 και στο 4,3% για το 2022, με τον πληθωρισμό να αναμένεται να υποχωρήσει σύντομα και να επιστρέψει σε επίπεδα της τάξεως του 2,5% κατά μέσο όρο το 2022.
Αναφερόμενος στις οικονομικές επιδόσεις της Εθνικής Τράπεζας, ο Παύλος Μυλωνάς επισημαίνει:
«Τα αποτελέσματα της ΕΤΕ για το Γ’ τρίμηνο 2021, αντικατοπτρίζουν, τόσο τον αντίκτυπο της ισχυρής ανάκαμψης της οικονομίας, όσο και τις πολυετείς προσπάθειες μετασχηματισμού μας, με απτά αποτελέσματα όσον αφορά τον ισολογισμό, την οργανική κερδοφορία και το πλήρως ανανεωμένο μοντέλο λειτουργίας και εξυπηρέτησης της τράπεζας. Από πλευράς ποιότητας δανειακού χαρτοφυλακίου, αξιοσημείωτη υπήρξε η οργανική μείωση του δείκτη Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων που άγγιξε τη μία σχεδόν ποσοστιαία μονάδα το τρίμηνο, με την αρνητική επίπτωση από τους πελάτες που είχαν ενταχθεί σε προγράμματα διευκόλυνσης καταβολής οφειλών (moratoria) και βρίσκονται σε καθεστώς αθέτησης πληρωμών (καθυστέρηση άνω των 90 ημερών), 11 μήνες μετά την ολοκλήρωσή τους, να παραμένει αμελητέα. Αντιθέτως, η αποκατάσταση της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (curings) συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς. Ως αποτέλεσμα, ο δείκτης κάλυψης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων από σωρευτικές προβλέψεις, αυξήθηκε στο άκρως ικανοποιητικό ποσοστό του 70%, με υψηλές εμπράγματες εξασφαλίσεις, κυρίως ακίνητα, παρά τη συνεχιζόμενη σταδιακή αποκλιμάκωση του κόστους πιστωτικού κινδύνου στις 94 μονάδες βάσης το τρίτο τρίμηνο 2021. Συνολικά, ο δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων στην Ελλάδα, διαμορφώθηκε στο 11,9%, με το υπόλοιπο Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων να ανέρχεται σε 3,7 δισ. ευρώ και 1,1 δισ. ευρώ, μετά από προβλέψεις. Όσον αφορά τις συναλλαγές, η τιτλοποίηση Frontier αναμένεται να ολοκληρωθεί σε μερικές εβδομάδες.
Σε επίπεδο κερδοφορίας, η πρόοδος που επιτεύχθηκε στο πρώτο μισό του έτους επιταχύνθηκε κατά το τρίτο τρίμηνο, με τα οργανικά κέρδη να σημειώνουν αύξηση κατά 20% περίπου, για δεύτερο διαδοχικό τρίμηνο, ανερχόμενα σε 134 εκατ.ευρώ., με ισχυρή ανάκαμψη στα έσοδα, καθώς και εντυπωσιακή περιστολή στις λειτουργικές δαπάνες και τις προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις. Κατά συνέπεια, τα οργανικά κέρδη για το εννεάμηνο 2021, κατέγραψαν αύξηση κατά 50% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος και διαμορφώθηκαν σε 8% περίπου επί των ενσώματων ιδίων κεφαλαίων. Σημειωτέων, η καθαρή επέκταση των δανείων για το 2021 μέχρι στιγμής προσεγγίζει το 1 δισ. ευρώ – επίδοση που συγκαταλέγεται μεταξύ των καλύτερων, αν όχι η καλύτερη στον τραπεζικό κλάδο, με τις υψηλές εκταμιεύσεις δανείων να αντισταθμίζουν την πρωτοφανή αναχρηματοδότηση από την αγορά ομολόγων. Η μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων, τόσο από οργανικά μέσα όσο και μέσω συναλλαγών, που είχε θετικό αντίκτυπο στην κεφαλαιακή επάρκεια της ΕΤΕ, σε συνδυασμό με την ισχυρή κερδοφορία, ώθησε τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας σε υψηλότερα επίπεδα: στο 17,8% και 19% περίπου σε επίπεδο CET1 και Συνολικού Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένης της θετικής επίπτωσης από την ολοκλήρωση της τιτλοποίησης Frontier και της πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής.
Έχοντας το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, τα σημαντικά αποτελέσματα που έχουμε επιτύχει από το πρόγραμμα μετασχηματισμού μας και η αναθεώρηση του μοντέλου λειτουργίας και παροχής υπηρεσιών της ΕΤΕ, συμπεριλαμβανομένης της εντυπωσιακής μετάβασης προς τα ψηφιακά κανάλια, συμπίπτουν με μια μοναδική οικονομική συγκυρία, με τη συμβολή πολλών θετικών δυνάμεων: τις δεκαετείς προσπάθειες αναδιάρθρωσης της οικονομίας σε συνδυασμό με τη μακροοικονομική ανάκαμψη παγκοσμίως και την εισροή σημαντικών κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Είμαστε, λοιπόν, σε προνομιακή θέση να στηρίξουμε και να συμβουλέψουμε τους πελάτες μας ως προς την επίτευξη των μελλοντικών τους στόχων, μέσω και του προγράμματος για έργα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Εθνική 2.0», με την Εθνική Τράπεζα στο πλευρό τους: την τράπεζα πρώτης επιλογής».