Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης μετά το τέλος της συνόδου κορυφής απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων αναφέρθηκε αρχικά στη συμφωνία για την αναθεώρηση του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και για τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας: «Καταρχάς επιτρέψτε μου να εκφράσω την ικανοποίησή μου για το γεγονός ότι σχετικά σύντομα καταφέραμε και οι 27 χώρες να συμφωνήσουμε στην αναθεώρηση του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και φυσικά στην παροχή μίας προβλέψιμης και σημαντικής οικονομικής βοήθειας για την Ουκρανία. Θέλω να θυμίσω ότι από το προηγούμενο ευρωπαϊκό συμβούλιο είχαμε συμφωνήσει στο βασικό πλαίσιο της αναθεώρησης και είχαν ληφθεί υπόψη όλες οι ελληνικές θέσεις οι οποίες αποτυπώθηκαν πια και στα οριστικά συμπεράσματα, τα οποία συμφωνήθηκαν σήμερα. Αναφέρομαι στην αύξηση κατά 2 δις ευρώ συνολικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο του φακέλου για την χρηματοδότηση της μετανάστευσης, κάτι το οποίο προφανώς μας αφορά ιδιαίτερα, καθώς η Ελλάδα είναι από τους σημαντικούς αποδέκτες ευρωπαϊκών πόρων από τα ταμεία της μετανάστευσης, στην αύξηση κατά 1,5 δις ευρώ του χρηματοδοτικού εργαλείου για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, αλλά και μια σειρά από πολύ σημαντικές ευελιξίες που αφορούν τα ταμεία συνοχής, το ΕΣΠΑ δηλαδή, που μας επιτρέπουν να έχουμε ένα σημαντικό θετικό δημοσιονομικό όφελος από αυτές τις αναθεωρήσεις. ‘Αρα ναι, παρότι μας πήρε μια σύνοδο παραπάνω από αυτό το οποίο είχαμε προγραμματίσει, το γεγονός ότι και οι 27 χώρες κατάφεραν και συμφώνησαν και σχετικά γρήγορα, νομίζω ότι είναι μια θετική εξέλιξη για την ευρωπαΐκή ένωση».
Ερωτηθείς για το ενδεχόμενο να αλλάξει ο τρόπος αποφάσεων σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε τα εξής: «Καταρχάς υπάρχει ήδη ένα πλαίσιο πολύ συγκεκριμένο για λήψη αποφάσεων με ενισχυμένη πλειοψηφία, το γνωρίζετε αυτό. Όχι σε επίπεδο ευρωπαϊκού συμβουλίου, αλλά σε επίπεδο συμβουλίων. Νομίζω ότι αυτή η συζήτηση ξεκινάει, μεν, τώρα, αλλά έχει πολύ δρόμο να διανύσει διότι θέλω να θυμίσω ότι για την αλλαγή του καθεστώτος ενισχυμένης πλειοψηφίας απαιτείται καταρχάς ομοφωνία στο ίδιο το ευρωπαϊκό συμβούλιο, κάτι το οποίο δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή πολύ πιθανό. Τώρα για την στάση του κυρίου Όρμπαν θα πω μόνο ότι είδατε τελικά ότι μπορέσαμε να βρούμε μία συμφωνία, έστω κι αν χρειάστηκε να εξηγήσουμε ότι είμαστε διατεθειμένοι να προχωρήσουμε και οι 26 χωρίς κατ΄ ανάγκη τη σύμφωνη γνώμη του 27ου, άρα είναι πάντα προτιμότερο να προχωράμε και οι 27, πράγμα το οποίο τελικά, όπως σας είπα, έστω κι αν χρειαστεί λίγο παραπάνω χρόνος καταφέραμε να το πετύχουμε».
Επιπρόσθετα ο Πρωθυπουργός δήλωσε ότι «η Ελλάδα θα πάρει την μερίδα που της αναλογεί από τα πρόσθετα κονδύλια τα οποία θα εκταμιευθούν».
Και συνέχισε: «Αλλά στην περίπτωση του προσφυγικού μεταναστευτικού έχουμε πολύ μεγάλη συμμετοχή στα ταμεία αυτά, καθώς έχουμε πολλές δομές υποδομής οι οποίες πχ χρηματοδοτούνται και πρέπει να εξακολουθούν να χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκούς πόρους, καθώς κάνουμε μία ευρωπαΐκή δουλειά στα σύνορα της πατρίδας μας με την Τουρκία, η οποία απαιτεί και ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Επίσης, να τονίσω ότι και από το ταμείο αλληλεγγύης όσον αφορά τον πρωτογενή τομέα, καταφέραμε και αποσπάσαμε πρόσθετους πόρους για αποζημιώσεις οι οποίες αφορούν ζημιές οι οποίες έγιναν στην Θεσσαλία. Όμως, η μεγάλη πλειοψηφία των ποσών για τις αγροτικές αποζημιώσεις θα προέρχονται πάντα από τον κρατικό προϋπολογισμό και θέλω να θυμίσω εδώ πέρα ότι έχουν εκταμιευθεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια παραπάνω από 1 δις ευρώ από τον ΕΛΓΑ σε ενισχύσεις σε αγρότες για αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών και ζημιών από έκτακτα καιρικά φαινόμενα. Το έχω πει πολλές φορές και το επαναλαμβάνω ότι το ποσό αυτό είναι το διπλάσιο από το ποσό που αντιστοιχεί στις εισφορές που πλήρωσαν οι αγρότες για να ασφαλιστούν έναντι φυσικών καταστροφών έναντι του ΕΛΓΑ. Αυτό σημαίνει ότι ο κρατικός προϋπολογισμός, ο Έλληνας φορολογούμενος, είχε τη δυνατότητα και καλά έκανε προφανώς, καλά κάναμε ως κυβέρνηση, να υποστηρίξουμε τους αγρότες μας με σημαντικούς πρόσθετους πόρους. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι δεν πρέπει να πάμε σε μία αναθεώρηση του κανονισμού του ΕΛΓΑ που να ανταποκρίνεται πια με μεγαλύτερη θα έλεγα ακρίβεια στα νέα κλιματολογικά δεδομένα. Όμως αυτά επιτρέψτε μου να τα συζητήσουμε αύριο πιο αναλυτικά στη Βουλή. Πάντως εν κατακλείδι η Ελλάδα βγαίνει πολύ ωφελημένη και όλα τα ελληνικά αιτήματα τα οποία κατατέθηκαν στα πλαίσια της αναθεώρησης τελικά έγινα δεκτά».
Για το ζήτημα των αιτημάτων των αγροτών στην Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε τα εξής: «Ναι, με πρωτοβουλία κάποιων χωρών συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδος, το θέμα συζητήθηκε έστω και ακροθιγώς στο ευρωπαϊκό συμβούλιο και αυτό αποτυπώνεται και στα συμπεράσματά του συμβουλίου. Προφανώς είναι ένα σύνθετο ζήτημα, το οποίο, όπως βλέπετε, αφορά πολλές ευρωπαϊκές χώρες και όχι μόνο την Ελλάδα. Και θέλω να τονίσω ότι οι ανησυχίες τις οποίες ακούμε πολύ συχνά και στην πατρίδα μας για την αύξηση του κόστους παραγωγής, για το γεγονός ότι οι τιμές μπορεί να συμπιέζονται από τον ευρωπαϊκό ή τον παγκόσμιο ανταγωνισμό είναι προβληματισμοί που θα έλεγα βρίσκουν ανταπόκριση σε αγρότες σ’ ολόκληρη την ευρωπαΐκή ένωση, άρα το ζήτημα δεν είναι μόνο ελληνικό. Θέλω καταρχάς να χαιρετίσω τις πρωτοβουλίες της ευρωπαΐκής επιτροπής, για τις οποίες θέλω να τονίσω ότι η Ελλάδα αγωνίστηκε παρασκηνιακά για να υπάρξουν τροποποιήσεις το 2024 σχετικά με όσα ξέρουμε για το καθεστώς αγρανάπαυσης το οποίο είχε επιβληθεί από την κοινή αγροτική πολιτική ήδη από το 2020. Αυτό τι σημαίνει στην πράξη; Ότι πάνω από 1 εκατομμύριο στρέμματα απελευθερώνονται για Έλληνες αγρότες για συγκεκριμένες καλλιέργειες, αυτό σημαίνει πρόσθετο εισόδημα, αλλά φυσικά και συνδεδεμένες ενισχύσεις για τα στρέμματα αυτά τα οποία θα καλλιεργηθούν. Επίσης θέλω να χαιρετίσω το γεγονός ότι ξεκινάει σε επίπεδο ευρωπαϊκής επιτροπής ένας βαθύς και στρατηγικός διάλογος για δομικά ζητήματα, τα οποία έχουν να κάνουν με τον τρόπο με τον οποίο είναι οργανωμένη η κοινή αγροτική πολιτική και για τους σημαντικούς περιορισμούς που αυτή επιβάλλει στην προσπάθεια την οποία κάνουμε για την πράσινη μετάβαση.
Πιστεύω ότι είναι μια ευκαιρία ενδεχομένως να εντοπίσουμε ατέλειες και να διορθώσουμε κάποιες απορίες που έχουμε χαράξει, λαμβάνοντας υπόψη και την πραγματικότητα όπως αυτή αποτυπώνεται πια σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από κει και πέρα θα έχω την ευκαιρία αύριο να μιλήσω στη Βουλή απαντώντας σε ερώτηση του προέδρου της Νέας Αριστεράς για το τι συμβαίνει στην Θεσσαλία και να αναπτύξω πιο αναλυτικά κάποιες σκέψεις μας για το πως σκοπεύουμε να ενισχύσουμε περαιτέρω τον πρωτογενή τομέα αλλά κάντε λίγο υπομονή, θα τα πούμε αυτά με περισσότερη άνεση αύριο στην Βουλή».
Σε επόμενη σχετική ερώτηση ο Πρωθυπουργός πρόσθεσε: «Να αποσαφηνίσουμε ότι το 1/3 του προϋπολογισμού της ευρωπαϊκής ένωσης πηγαίνει για την κοινή αγροτική πολιτική. Αν δεν υπήρχε η κοινή αγροτική πολιτική δε νομίζω ότι θα υπήρχε σήμερα αγροτικός τομέας στην ευρωπαΐκή ένωση έτσι όπως τον ξέρουμε. ‘Αρα δίνουμε, δαπανούμε, πολλά χρήματα για την κοινή αγροτική πολιτική. Όμως υπάρχουνε προβλήματα, προβλήματα τα οποία έχουν να κάνουν και με το πως οι ευρωπαίοι αγρότες και κατ’ επέκταση και οι Έλληνες αγρότες είναι εκτεθειμένοι στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, τα οποία πρέπει να συζητηθούν. Παραδείγματος χάριν η συμφωνία ελεύθερου εμπορίου. Ζητάμε από τους ευρωπαίους παραγωγούς να προσαρμοστούν σε αυστηρές προδιαγραφές, κάτι το οποίο φυσικά αυξάνει το κόστος παραγωγής. Δεν πρέπει όμως να ζητάμε και από τις χώρες οι οποίες εισάγουν στην ευρωπαΐκή ένωση στα πλαίσια μιας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου να έχουν τους ίδιους και αυτοί περιορισμούς ώστε να μην έχουν ένα φυσικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα προς τα κοστολόγια τους; Ένα παράδειγμα μόνο από τα θέματα τα οποία έρχονται και πάλι στην επιφάνεια. Θέλω να τονίσω όμως ότι τα θέματα του πρωτογενούς τομέα είναι μεν ευρωπαϊκά κάποια όμως είναι θέματα που έχουν και εθνικό ή και περιφερειακό χαρακτήρα. Αύριο θα συζητήσουμε παραδείγματος χάρη για την Θεσσαλία, για το τι έχουμε κάνει, για το τι μπορούμε να κάνουμε περισσότερο για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών. Και αυτό έχει μια ευρωπαΐκή διάσταση. Αν δεν είχαμε καταφέρει να διαπραγματευτούμε πχ την χρήση πόρων από το ταμείο ανάκαμψης, αλλά και από το παλιό ΕΣΠΑ, δεν θα μπορούσαμε να είχαμε την ίδια δύναμη πυρός για να στηρίξουμε σήμερα την ανακατασκευή των υποδομών στην Θεσσαλία. Θα τα κουβεντιάσουμε όμως όλα αυτά αύριο. Θέλω να το ξαναπώ για μία ακόμη μια φορά ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει αποδείξει ότι βρίσκεται έμπρακτα κοντά στους αγρότες, στους κτηνοτρόφους και στους αλλιείς με μία σειρά από πολιτικές τις οποίες έχουμε εφαρμόσει. Το ίδιο κάνουμε και τώρα στα πλαίσια των δημοσιονομικών περιορισμών που προφανώς υπάρχουν και πιστεύω, όταν ξεδιπλώσουμε πλήρως τις πρωτοβουλίες μας, θα αντιληφθούν και οι αγρότες μας και κτηνοτρόφοι μας ότι κάνουμε πραγματικά το καλύτερο δυνατό για να αντιμετωπίσουμε μία αντικειμενικά δύσκολη κατάσταση».
Επίσης ο Πρωθυπουργός σημείωσε: «Για την κοινή αγροτική πολιτική να πούμε ότι αυτή έχει συμφωνηθεί ουσιαστικά από το 2020 σε μια εποχή που είχε προηγηθεί της πανδημίας, των μεγάλων γεωπολιτικών εξελίξεων απότοκο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Πιστεύω, νομίζω, ότι έχει έρθει η ώρα, χωρίς να θέτουμε σε αμφισβήτηση τον πυρήνα αυτής της πράσινης μετάβασης, να ξανασυζητήσουμε ενδεχομένως κάποιες προσαρμογές, οι οποίες να λάβουν υπόψη νέες πραγματικότητες, τις οποίες δεν μπορούμε πολύ απλά να αγνοήσουμε. Και θέλω να τονίσω ότι πολλές από τις ενστάσεις των αγροτών μου φαίνονται κατανοητές και σε ένα βαθμό δικαιολογημένες. Θεωρώ λοιπόν το ζήτημα αυτό θα επανέλθει στην ατζέντα των συζητήσεων, δε νομίζω ότι είναι απλά μία φωτοβολίδα η οποία θα σβήσει τόσο γρήγορα και νομίζω θα μας απασχολήσει και πάλι και σε επίπεδο ευρωπαϊκού συμβουλίου».
Για το γεγονός ότι δεν υπάρχει αναφορά στα συμπεράσματα στο θέμα της Μέσης Ανατολής ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε: «Τώρα, κοιτάξτε, εγώ δεν μάσησα τα λόγια μου στο ευρωπαϊκό συμβούλιο, δεν περιποιεί τιμή στην ευρωπαΐκή ένωση το γεγονός ότι δεν μπορέσαμε να καταλήξουμε για ακόμα μία φορά στα συμπεράσματα για την μέση Ανατολή. Και αυτό είναι κάτι το οποίο αδυνατίζει το ρόλο της ευρωπαϊκής ένωσης συνολικά σε μία εποχή όπου πολλοί άλλοι παίκτες φιλοδοξούν να παίξουν κάποιο ρόλο σε μια νέα ειρηνευτική προσπάθεια. Δυστυχώς έχουμε αποκλίνουσες απόψεις μεταξύ των κρατών μελών όμως και με δική μου επιμονή πιστεύω ότι θα επανέλθουμε στο ζήτημα αυτό και στο επόμενο ευρωπαϊκό συμβούλιο θέλω να πιστεύω ότι θα έχουμε συμπεράσματα τα οποία θα προχωρούν πέρα από αυτά τα οποία είπαμε τον Οκτώβριο. Είχαμε συμπεράσματα τον Οκτώβριο, αλλά τώρα είμαστε αρχές Φεβρουαρίου και πολλά πράγματα άλλαξαν και προφανώς πρέπει κι εμείς να μπορούμε να προσαρμόσουμε την θέση μας και να παίζουμε ως ευρωπαΐκή ένωση ένα πιο ενεργό ρόλο. Από κει και πέρα η Ελλάδα ως Ελλάδα, ως μια χώρα με αξιοπιστία στην ευρύτερη περιφέρεια, θα εξακολουθεί να κάνει αυτό το οποίο μπορεί για να συνεισφέρει σε μία ειρηνική επίλυση αυτής της τραγικής κατάστασης η οποία επικρατεί σήμερα στη Λωρίδα της Γάζας, αλλά να θέτει και μετ’ επιτάσεως το ζήτημα της τελικής πολιτικής διευθέτησης του προβλήματος αυτού που δεν μπορεί να είναι άλλη από μια λύση δύο κρατών, όπως πολλές φορές έχουμε εξηγήσει».
Τέλος σχετικά με το νόμο για την ίδρυση μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και τη στάση του Πανεπιστημίου της Πάτρας για τις εξ αποστάσεως ψηφιακά εξετάσεις ανέφερε: «Όλοι θα τεθούν προ των ευθυνών τους και το νομικό πλαίσιο είναι πολύ σαφές. Και το υπουργείο θα κάνει τη δουλειά του, ώστε να επισημάνει στις ηγεσίες των πανεπιστημίων τι πρέπει να κάνουν για να συμμορφωθούν με το νόμο για να υπηρετήσουμε πιστεύω αυτό το οποίο όλοι θέλουμε σε πρώτη φάση να μη χαθεί η εξεταστική. Και χαίρομαι γιατί σχεδόν όλα τα πανεπιστήμια κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση και γιατί φαίνεται να υπάρχει μία εκτόνωση και σε αυτό το κύμα των καταλήψεων. Από εκεί και πέρα η ίδρυση μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων αποτελούσε κορωνίδα του προγράμματος της νέας Δημοκρατίας. Κανένας δεν πρέπει να εκπλήσσεται γιατί νομοθετούμε σε αυτή την κατεύθυνση. Δεν θα κάνουμε πίσω, το σχέδιο νόμου θα γίνει νόμος του κράτους μέχρι το τέλος του μήνα Φεβρουαρίου. Θα τεθεί σε δημόσια διαβούλευση πολύ σύντομα. Προφανώς θα ακούσουμε, θα διαβουλευτούμε, θα προσαρμόσουμε διατάξεις του νομοσχεδίου, όμως ο βασικός πυρήνας δεν αλλάζει και θέλω να επαναλάβω ότι το νομοσχέδιο αυτό δεν αφορά μόνο τα μη κρατικά μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια, αφορά και το ίδιο το δημόσιο πανεπιστήμιο το οποίο επί ημερών Νέας Δημοκρατίας έχει ενισχυθεί σημαντικά. Και σε αυτή την κατεύθυνση θα εξακολουθούμε να κινούμαστε».