Σαφής βελτίωση της επιδημιολογικής εικόνας στη Θεσσαλονίκη προκύπτει από τις μετρήσεις συγκέντρωσης του γονιδιώματος του SARS-CoV-2 στα αστικά απόβλητα του πολεοδομικού συγκροτήματος. Το ιικό φορτίο στα λύματα, από τα δείγματα που ελήφθησαν αυτήν την εβδομάδα, συγκρινόμενο με τη μέση τιμή της προηγούμενης εβδομάδας, καταγράφεται μειωμένο κατά περίπου 50% και είναι αντίστοιχο της τιμής του ιικού φορτίου, που είχε μετρηθεί στις 6 Νοεμβρίου. Το ποσοστό αυτό της συγκέντρωσης προέκυψε μετά από τον πολυπαραμετρικό περιβαλλοντικό εξορθολογισμό των μετρήσεων, που ανέπτυξε και εφαρμόζει η διεπιστημονική ομάδα ερευνητών του ΑΠΘ σε συνεργασία με την ΕΥΑΘ.
«Τα μηνύματα είναι θετικά και μπορούμε να το πούμε με βεβαιότητα και ακρίβεια, ακριβώς γιατί η μεθοδολογία που ανέπτυξε η διεπιστημονική μας ομάδα στο ΑΠΘ, διαφέρει σημαντικότατα από μεθόδους που ακολουθούν άλλες ερευνητικές ομάδες στη χώρα και διεθνώς για τη μέτρηση του ιικού φορτίου στα λύματα. Άρα, όταν ακούμε για μείωση του ιικού φορτίου σε περιοχές, μόνον ο περιβαλλοντικός εξορθολογισμός που αποκλειστικά στο ΑΠΘ αναπτύξαμε και εφαρμόζουμε, εγγυάται την αξιοπιστία των μετρήσεων, και γι’ αυτό άλλωστε Παρίσι, Άμστερνταμ και Βρυξέλλες μας εμπιστεύονται τον εξορθολογισμό και των δικών τους μετρήσεων», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρύτανης του ΑΠΘ και επιστημονικά υπεύθυνος του ερευνητικού έργου, καθ. Νίκος Παπαϊωάννου.
Ερωτηθείς γιατί παρά την εφαρμογή αυστηρών περιοριστικών μέτρων η μείωση που καταγράφεται στον αριθμό των κρουσμάτων είναι σχετικά αργή ο πρύτανης του ΑΠΘ απάντησε: «Όλοι θα θέλαμε να δούμε μία ακόμη πιο θεαματική βελτίωση της επιδημιολογικής εικόνας. Όμως, οι δραματικά αυξητικοί ρυθμοί που καταγράφηκαν στη Θεσσαλονίκη από τις 12 Οκτωβρίου και μετά, τόσο στη συγκέντρωση του ιικού φορτίου στα λύματα, όσο και στους αριθμούς των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων, των εισαγωγών σε νοσοκομεία, των διασωληνώσεων, των θανάτων, δε θα μπορούσαν να είναι αντίστοιχα μεγάλοι στην αντίστροφη πορεία βελτίωσης».
«Η μεγάλη διασπορά του ιού στην κοινότητα, η σημαντική επιδημιολογική επιβάρυνση, συνιστά επιβραδυντικό παράγοντα για τη μείωση των κρουσμάτων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα μέτρα δεν αποδίδουν και ότι δε θα συνεχιστεί η αποκλιμάκωση τις επόμενες μέρες», εκτίμησε.
«Όλοι στην ομάδα του ΑΠΘ είμαστε πολύ χαρούμενοι που μπορούμε και ανακοινώνουμε τέτοια καλά νέα. Είναι γνωστό πλέον ότι οι μετρήσεις στα λύματα αποτελούν έναν δείκτη έγκαιρης διάγνωσης της διασποράς του ιού στην κοινωνία, αφού η εικόνα που δίνουν τα λύματα αναφέρεται σε συνθήκες που θα φανούν μερικές μέρες αργότερα στα νοσοκομεία. Οι τελευταίες μετρήσεις μας είναι πολύ ενθαρρυντικές και δείχνουν ότι δεν γίνονται άδικα οι θυσίες μας», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Χημείας του ΑΠΘ και μέλος της ερευνητικής ομάδας, Θεόδωρος Καραπάντσιος.
Στο πλαίσιο αυτό ο καθηγητής επέστησε την προσοχή των πολιτών «στην απλοϊκή γενίκευση, που γίνεται πρόσφατα, σχετικά με τις μεταβολές του ιικού φορτίου στη Θεσσαλονίκη σε σχέση με άλλες πόλεις», καθώς, «μόνο στη Θεσσαλονίκη γίνεται εξορθολογισμός των μετρήσεων ιικού φορτίου με βάση περιβαλλοντικές παραμέτρους των λυμάτων» και «δυστυχώς χωρίς εξορθολογισμό τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται δεν είναι ποσοτικά αξιόπιστα».
«Ελπίζουμε με μεσολάβηση του ΕΟΔΥ να γίνει αυτό πλέον αντιληπτό σε όλους και να μας επιτραπεί να βοηθήσουμε τις ομάδες σε άλλες πόλεις να εξορθολογίζουν τις μετρήσεις τους», τόνισε ο κ.Καραπάντσιος.
Υπενθυμίζεται πως την προηγούμενη Τετάρτη 18 Νοεμβρίου είχε καταγραφεί μία σημαντική επιβράδυνση στον ρυθμό αύξησης του ιικού φορτίου στα λύματα, κάτι που επιβεβαιώθηκε και κλινικά τις επόμενες ημέρες από τις επίσημες ανακοινώσεις για τα κρούσματα. Αυτό που διαφάνηκε ως σταθεροποίηση και αρχή της επιπέδωσης της επιδημιολογικής καμπύλης φάνηκε πιο καθαρά την Παρασκευή 20 Νοεμβρίου, όταν στις αναλύσεις στο δείγμα της 18ης Νοεμβρίου υπολογίστηκε η πρώτη μείωση του ιικού φορτίου, έπειτα από έξι συνεχόμενες ανοδικές εβδομάδες.
Η μεθοδολογία αποτίμησης του κορονοϊού στα αστικά απόβλητα, που ανέπτυξε η ομάδα του ΑΠΘ, εξορθολογίζει τις μετρήσεις συγκέντρωσης του γονιδιώματος του ιού με βάση 24 περιβαλλοντικούς παράγοντες, που δύνανται να αλλοιώσουν τα αποτελέσματα των μετρήσεων. Στην έρευνα συμμετέχουν καθηγητές από 11 διαφορετικά εργαστήρια των Τμημάτων Ιατρικής, Χημείας, Φαρμακευτικής, Κτηνιατρικής, Βιολογίας, Πολιτικών Μηχανικών, Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης του ΑΠΘ.