Γερμανία: Το Ifo αναθεωρεί την πρόβλεψή του για ανάπτυξη της οικονομίας

Ανάπτυξη μόλις 0,7% προβλέπει για την γερμανική οικονομία κατά το τρέχον έτος το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου, αναθεωρώντας επί τα χείρω την αρχική πρόβλεψή του για αύξηση κατά 0,7%. Παράγοντες της αγοράς εκφράζουν την απογοήτευσή τους για την κατάσταση της οικονομίας και ασκούν κριτική στην κυβέρνηση.

«Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός που εγκρίθηκε από την αρμόδια επιτροπή της Bundestag προβλέπει περικοπές ύψους 19 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά είτε θα δεχθούν μεγαλύτερη πίεση είτε θα λάβουν λιγότερες ελαφρύνσεις και οι δημόσιες δαπάνες θα περιοριστούν», δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ifo Τίμο Βόλμερσχόιζερ, αιτιολογώντας την αναθεώρηση της προηγούμενης πρόβλεψης, η οποία έγινε τον Δεκέμβριο, ενώ ακόμη ήταν ασαφής η δημοσιονομική πολιτική για το επόμενο έτος.

Ακόμη πιο απαισιόδοξη είναι η εκτίμηση του Ινστιτούτου Μακροοικονομικής Πολιτικής (ΙΜΚ), το οποίο προβλέπει για το 2024 ύφεση ύψους 0,3%.

 

– “Η γερμανική οικονομία σε χανγκόβερ” – Τροχοπέδη για την ΕΕ –

 

«Εντελώς λανθασμένη» θεωρεί την οικονομική πολιτική του κυβερνητικού συνασπισμού ο επικεφαλής της Ένωσης Εργοδοτών Ράινερ Ντούλγκερ, ο οποίος, μιλώντας σε δημοσιογράφους, δήλωσε ότι οι επιχειρηματίες έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνηση και προειδοποίησε για τον κίνδυνο η Γερμανία, «από ατμομηχανή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μετατραπεί σε μουσείο ευημερίας». Η χώρα, πρόσθεσε, καθίσταται όλο και περισσότερο τροχοπέδη για την ΕΕ, επειδή η κυβέρνηση αγνοεί τις ανησυχίες της οικονομίας, ενώ ταυτόχρονα μεγαλώνει διαρκώς το γραφειοκρατικό χάος. «Δεν υπάρχουν ελαφρύνσεις, δεν έχουμε ασφάλεια προγραμματισμού, δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη», ανέφερε, για να προσθέσει: «Οι γείτονές μας παρακολουθούν την κατάσταση με μεγαλύτερη ανησυχία από ό,τι εμείς (…) Δεν πίστευα, όταν ανέλαβε αυτή η κυβέρνηση, ότι θα ερχόταν η στιγμή να πω ότι εμείς οι επιχειρηματίες έχουμε χάσει την εμπιστοσύνη μας».

Ο κ. Ντούλγκερ απέδωσε τα προβλήματα της κυβέρνησης στην «ιδεολογική κομματική πολιτική» των κυβερνητικών εταίρων. «Μπορώ όλο και περισσότερο να κατανοήσω κάθε οργισμένο πολίτη», συνέχισε και έκανε λόγο για οικονομική πολιτική «χωρίς πυξίδα». Σύμφωνα με τον ίδιο, έχουν αυξηθεί υπερβολικά οι δαπάνες για κοινωνική πρόνοια, με αύξηση των εισφορών και των φόρων των εργαζομένων. «Τιμωρούνται όσοι εργάζονται και το κράτος πρόνοιας πλησιάζει στα όριά του», εξήγησε και τάχθηκε υπέρ του περιορισμού των κινήτρων για πρόωρη συνταξιοδότηση και της αύξησης των ορίων συνταξιοδότησης σύμφωνα με το προσδόκιμο ζωής.

«Το “διπλό χτύπημα” (όπως είχε περιγράψει ο καγκελάριος το σχέδιό του για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών ενέργειας), ακολουθείται τώρα από ένα χανγκόβερ. Δεν υπάρχει οικονομικό θαύμα. Αντιθέτως, η διάθεση των επιχειρηματιών είναι τώρα χειρότερη από ό,τι εδώ και καιρό. Έχουν κακό προαίσθημα για το τι θα συμβεί στη συνέχεια. Η κυβέρνηση δεν μας ακούει καν με προσοχή. Με πληγώνει να βλέπω πόσο χαμηλά έχει βυθιστεί τα τελευταία χρόνια η γερμανική οικονομία τα τελευταία δύο χρόνια», κατέληξε ο Ράινερ Ντούλγκερ.

Ανησυχία και αβεβαιότητα στις επιχειρήσεις είναι η εικόνα που μεταφέρει και ο νέος πρόεδρος των Γερμανικών Ταμιευτηρίων (DSGV) Ούλριχ Ρόιτερ, ο οποίος κάνει μεταξύ άλλων λόγο για περιορισμένη ζήτηση πιστώσεων, αλλά εκφράζει ελπίδες για ανάκαμψη στο β’ τρίμηνο του έτους. «Η ύφεση επιμένει, υπάρχει ακόμη μεγάλη αβεβαιότητα στις εταιρίες και στους καταναλωτές», δήλωσε ο κ. Ρόιτερ, σε συνέντευξή του στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Ρόιτερς, στο περιθώριο της οικονομικής διάσκεψης που διοργανώνει η εφημερίδα «Welt».

Ο κ. Ρόιτερ, ο οποίος εκπροσωπεί 350 ταμιευτήρια σε όλη τη Γερμανία, εκτιμά ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να βοηθήσει στην τόνωση της οικονομίας, «με αποφάσεις οικονομικής πολιτικής οι οποίες θα αφαιρούν το βάρος από τις εταιρίες και θα τους παρέχουν μεγαλύτερη ασφάλεια σχεδιασμού». Η ύφεση ανέφερε, δεν αφήνει ανεπηρέαστες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα. «Τα ταμιευτήρια αισθάνονται επίσης την απροθυμία στη ζήτηση για δάνεια. Ο κύριος λόγος είναι η αβεβαιότητα για τις περαιτέρω εξελίξεις και ο πληθωρισμός, ο οποίος παραμένει πολύ υψηλός» (σσ.: 3,7% τον Δεκέμβριο 2023, 5,7% κατά μέσο όρο για το 2023).

Ο ίδιος πάντως εκτιμά ότι αυτή η κατάσταση θα εκτονωθεί, καθώς ο ρυθμός του πληθωρισμού πέφτει, όπως και τα επιτόκια. Σύμφωνα με το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών DIW, ο πληθωρισμός θα μπορούσε για το τρέχον έτος να συρρικνωθεί στο 2,4%.