Ένα οπαδικό επεισόδιο που προηγήθηκε νωρίτερα στο Ωραιόκαστρο, όπου «κάποιοι κυνήγησαν κάποιους δικούς μας» αποτέλεσε το έναυσμα για την άγρια οπαδική επίθεση που εκδηλώθηκε σε βάρος του Άλκη Καμπανού και της παρέας του, όπως ανέφερε ο πρώτος κατηγορούμενος, εκ των συνολικά 12, ανοίγοντας τον κύκλο των απολογιών στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης για το πολύκροτο φονικό επεισόδιο της 1ης Φεβρουαρίου 2022, στην περιοχή της Χαριλάου.
Αποποιούμενος την ενεργό συμμετοχή του στο έγκλημα και επαναλαμβάνοντας ότι «δεν πήγαμε να σκοτώσουμε» παρά μόνο «να κυνηγήσουμε, να χτυπήσουμε κάποιον», ο 24χρονος περιέγραψε το χρονικό της δολοφονικής -όπως εξελίχθηκε- επίθεσης, ζητώντας συγγνώμη για την εμπλοκή του στην «τραγική αυτή ιστορία», όπως είπε. «Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, να τα έκανα όλα αλλιώς, να μην βρεθώ σε ομάδες και συνδέσμους, αλλά είναι αργά» είπε ξεκινώντας την απολογία του.
Ξετυλίγοντας το κουβάρι των γεγονότων, ο κατηγορούμενος – οδηγός του πρώτου από τα τρία αυτοκίνητα που κινήθηκαν προς την Χαριλάου, ανέφερε στην αρχή ότι είναι οπαδός του ΠΑΟΚ κι ότι από βραδύς βρέθηκε στο κλειστό γήπεδο της Πυλαίας («Παλατάκι»), όπου παρακολούθησε αγώνα βόλεϊ της ομάδας του. Είπε ότι ξεκίνησε από τον σύνδεσμο που βρίσκεται στην οδό Παλαιών Πατρών Γερμανού και πρόσθεσε: «πήρα κάποια λάβαρα και πήγα να δω τον αγώνα». Μετά την αναμέτρηση, επέστρεψε στον σύνδεσμο, όπου βρισκόταν 4 με 5 εκ των συγκατηγορουμένων του.
«Υπήρχε η συζήτηση ότι κάτι έγινε στο Ωραιόκαστρο και ότι κάποιοι κυνήγησαν κάποιους δικούς μας. Συζητήσαμε να πάμε προς τη Χαριλάου να κάνουμε οπαδικό επεισόδιο. Να κυνηγήσουμε, να χτυπήσουμε κάποιον, αλλά όχι να γίνει αυτό που έγινε. Έτσι μας ήρθε εκείνη τη στιγμή. Ήταν απόφαση όλων» σημείωσε και συμπλήρωσε ότι κάποιους από τους υπόλοιπους 11 τους γνώριζε παραπάνω, άλλους λιγότερο, τον δε τελευταίο καθόλου.
«Ψάχναμε οπαδούς του Άρη»
«Πηγαίναμε αργά, ψάχνοντας παρέες οπαδών του Άρη» ανέφερε, επισημαίνοντας ότι βρέθηκε επικεφαλής της πορείας των τριών αυτοκινήτων, επειδή γνώριζε καλύτερα την περιοχή της ανατολικής Θεσσαλονίκης. Ερωτηθείς για το τι όπλα είχαν μαζί τους, ο 24χρονος απάντησε πως «καθένας πήρε μαζί του ό,τι ήθελε» κι ότι ο ίδιος ήταν άοπλος.
Περιγράφοντας τη στιγμή που εντόπισαν την παρέα του Άλκη, είπε: «Περνώντας από κατάστημα take-away καφέ, είδαμε δυστυχώς την παρέα του Άλκη. Σταμάτησα, άναψα αλάρμ, σταμάτησε και το όχημα που ήταν από πίσω, το τρίτο έστριψε. Κατέβηκαν τρία άτομα από το αμάξι μου και πήγανε προς το σημείο. Εγώ δεν κατέβηκα, περίμενα να δω τι θα γίνει. Από το πίσω αμάξι δεν κατέβηκε κανένας. Μετά ήρθαν άλλοι τρεις από το τρίτο αυτοκίνητο».
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στην επίθεση όπως την αντιλήφθηκε ο ίδιος, καθώς, όπως είπε, δεν είχε καθαρό οπτικό πεδίο από το σημείο όπου βρισκόταν. «Έγινε μία συνομιλία, ρωτήθηκαν (τα θύματα) τι ομάδα είστε και απάντησαν: “Αρειανάρα ρε…”. Ξεκίνησε η μανούρα. Έβλεπα κλωτσιές και μπουνιές. Ένα άτομο από την παρέα του Άλκη έτρεξε προς την Πλαστήρα, τον κυνήγησε ο 4ος κατηγορούμενος. Πήγα να βγω από το αυτοκίνητο, αλλά γύρισα και μπήκα μέσα διότι δεν είχα βάλει χειρόφρενο. Τη δεύτερη φορά που πήγα να βγω, είδα να περνάει ένας φίλος του Άλκη. Έφτασα μέχρι τη μέση του δρόμου αλλά έφυγα προς τα κάτω» ανέφερε.
Τη στιγμή εκείνη, όπως απολογήθηκε, είδε κάποια άτομα να ανεβαίνουν από την οδό Παπαναστασίου και σε συνδυασμό με το όλο σκηνικό που διαμορφώθηκε («άκουγα φωνές, βρισιές, βογγητά) «κοκάλωσε». «Φώναξα πάμε-πάμε, να φύγουμε» πρόσθεσε.
Κληθείς από το δικαστήριο να αναφέρει τι κρατούσε ο καθένας, είπε ότι διέκρινε τον 9ο κατηγορούμενο να κρατάει ένα δρεπάνι, τον 11ο ένα στειλιάρι, τον 2ο ένα μαχαίρι και τον 3ο ένα σφυρί.
«Τους πήραμε…»
Κατά τις καταθέσεις στο στάδιο της ανάκρισης προέκυψε ότι καθώς βρίσκονταν στο αυτοκίνητο και έφευγαν από το σημείο, κάποιος είπε «τους πήραμε», με τον 24χρονο να εξηγεί ότι επρόκειτο για οπαδική αναφορά ότι «τους επιβληθήκαμε».
«Δεν είχαμε καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης». Ο ίδιος πληροφορήθηκε για τον θάνατο του 19χρονου Άλκη λίγες ώρες αργότερα, όταν πήγε στη δουλειά του. «Το πρωί το είδα στο κινητό, όταν το άνοιξα. “Κοκάλωσα”, όταν το διάβασα. Δεν μίλησα με κανέναν εκ των συγκατηγορουμένων μου. Ήθελα να το πω στους γονείς μου αλλά με πρόλαβε η Αστυνομία με τη σύλληψή μου» περιέγραψε.
Η απολογία του ίδιου συνεχίζεται, με τον λόγο να παίρνει η εισαγγελέας της έδρας υποβάλλοντας του ερωτήσεις.