«Είμαι εδώ στο δικαστήριο να καταθέσω διότι χάθηκαν 104 άνθρωποι. Θα μπορούσε να είχε διαταχθεί εκκένωση. Θα μπορούσε να γίνει διάσωση με ντουντούκες, αυτό το απλό: να μπουν οι πυροσβέστες στον οικισμό και να μπορέσει ο κόσμος να φύγει» κατέθεσε ο αξιωματικός της Πυροσβεστικής Γιάννης Κώστας που κλήθηκε να διαχειριστεί τη φωτιά που κατέκαψε το Μάτι αφήνοντας πίσω της εκατόμβη νεκρών, στη δίκη για την τραγωδία.
Ο τότε διοικητής του 12ου ΠΣ Αθηνών, αντιπύραρχος Ιωάννης Κώστας, κατέθεσε για τη φωτιά της 23ης Ιουλίου 2018 στην Ανατολική Αττική και για κείνα που δεν έγιναν με αποτέλεσμα μία κατάσταση που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί, να μεταβληθεί σε μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο μάρτυρας είπε στο δικαστήριο πως και ο ίδιος, όπως και ο δικαστικός πραγματογνώμονας επιπυραγός Δημήτρης Λιότσιος, έχει μηνυθεί από κατηγορούμενο για την τραγωδία με στόχο, όπως τόνισε, «να μας φοβίσουν και να μειώσουν την αξιοπιστία μας στο δικαστήριο».
Σύμφωνα με την εκτίμηση του αξιωματικού, η έλλειψη εναέριας συνδρομής, ουσιαστικά άφησε τη φωτιά να γιγαντωθεί: «Αν έρχονταν τρία, τέσσερα εναέρια μέχρι τις πέντε με πέντε και μισή , η φωτιά δεν θα είχε φτάσει ούτε στον Βουτζά» επισήμανε.
Παράλληλα ο αξιωματικός είπε ότι από την προηγούμενη μέρα ήταν σε γνώση της υπηρεσίας του όλα τα στοιχεία της επικινδυνότητας και ως εκ τούτου οφείλαμε, όπως είπε, «να επανδρώσουμε τα οχήματα στον σταθμό μας σε στάδιο αυξημένης ετοιμότητας».
Περιγράφοντας λεπτό προς λεπτό την κατάσταση που κλήθηκε να αντιμετωπίσει, ο κ. Κώστας κατέθεσε ότι μετά την εκδήλωση της φωτιάς στην Κινέτα του ζητήθηκε και έδωσε οχήματα που είχε για επιτήρηση και περιπολία τα οποία ο ίδιος φρόντισε να αντικαταστήσει εγκαίρως.
«Εκείνη την ημέρα είδα από το πρωί ότι δεν υπήρχε κάποιο εναέριο για να κάνει προληπτική εναέρια επιτήρηση λόγω του υψηλού βαθμού επικινδυνότητας. Θα μπορούσε το εναέριο μέσο να εντοπίσει τον καπνό και να χτυπήσει τη φωτιά εν τη γένεση της για να μην γίνει ανεξέλεγκτη…» τόνισε λέγοντας πως ο ίδιος ζητούσε απεγνωσμένα ένα εναέριο να συνδράμει στη φωτιά. Όπως κατέθεσε, έλεγε “Κέντρο χρειαζόμαστε ενισχύσεις σε επίγειες δυνάμεις και εναέρια μέσα. Η πυρκαγιά βρίσκεται στον περίβολο των σπιτιών και πάει στο βουνό” «εις μάτην».
Η εξιστόρηση του μάρτυρα στο δικαστήριο για εκείνες τις πρώτες στιγμές ήταν ενδεικτική για τις παραλείψεις που κόστισαν ζωές: «Εκείνη την ώρα είχα οκτώ εθελοντικά οχήματα και ένα με μόνιμο πυροσβέστη με χωρητικότητα μόνο πεντακόσια λίτρα. Στις 17:07 πήρα τηλέφωνο είπα ότι έχουμε πρόβλημα και χρειαζόμαστε ενισχύσεις. Στις 17:11 ήρθε το εναέριο και έκανε μια βολή και αναθαρρήσαμε γιατί η πυρκαγιά όπως λέμε εμείς στη γλώσσα μας “έκατσε”. Και πιστέψαμε ότι θα την κρατούσαμε. Αρκεί να έρχονταν και άλλα εναέρια μέσα. Δυστυχώς δεν ήρθαν! Στις 17:20 η φωτιά είχε μπει μέσα στο μοναστήρι Παντοκράτορα στο Νταού. Στις 17:30 η φωτιά είχε γίνει πλέον ανεξέλεγκτη. Εναέρια δεν υπήρχαν. Κυρία πρόεδρε, ένα εναέριο ήρθε. Δεν ήρθε ξανά άλλο. Αν έρχονταν τρία, τέσσερα εναέρια μέχρι τις πέντε με πέντε και μισή, η φωτιά δεν θα είχε φτάσει ούτε στον Βουτζά. Η φωτιά ήταν σε εξέλιξη αλλά δεν ήταν ανεξέλεγκτη» είπε ο αξιωματικός που παρέμεινε στο μέτωπο ως το βράδυ της επόμενης μέρας.
Ο μάρτυρας είπε, προκαλώντας αίσθηση στο δικαστήριο, ότι όταν αναζήτησε στοιχεία για να συντάξει δελτίο για την πυρκαγιά, διαπίστωσε ότι υπήρχαν ανακριβή στοιχεία στο σύστημα Engage, το λογισμικό που καταγράφει τη θέση και την κίνηση των οχημάτων της Πυροσβεστικής. Σύμφωνα με τον κ. Κώστα, ενημέρωσε αρμοδίως ότι πρέπει να λάβει γνώση και ο εισαγγελέας για τις ανακρίβειες που υπήρχαν. Ο εισαγγελέας. όμως, όπως κατέθεσε ο αξιωματικός, δεν ενημερώθηκε από τους ανωτέρους του και έτσι «για εμένα ήταν μονόδρομος: το κατήγγειλα στον εισαγγελέα και τον Λιότσιο».