Στους 2.500 ανέρχονται οι ακρωτηριασμοί στα κάτω άκρα που γίνονται κάθε χρόνο στη χώρα μας λόγω των επιπλοκών του σακχαρώδη διαβήτη. Από αυτούς, το 50% είναι μείζονες, δηλαδή άνω του γονάτου ή κάτω του γονάτου, ενώ γίνονται και μικρότεροι ακρωτηριασμοί, όπως π.χ. ενός δακτύλου.
Σήμερα, το 6-8% του γενικού πληθυσμού των ενηλίκων παγκοσμίως έχει σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και σύμφωνα με εκτιμήσεις, το ποσοστό αυτό τα επόμενα 10-15 χρόνια θα αυξηθεί σε 10%. Το 50% των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη είναι αδιάγνωστοι και όταν διαγιγνώσκονται, βρίσκονται ήδη σε φάση επιπλοκής. Εξάλλου, το 30% των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη κάποια στιγμή θα παρουσιάζουν κάποια ιστική βλάβη, δηλαδή θα έχουν σύνδρομο διαβητικού ποδιού. Το διαβητικό πόδι και κατ’ επέκταση το σύνδρομο διαβητικού ποδιού είναι μια από τις πιο επικίνδυνες επιπλοκές τους σακχαρώδους διαβήτη και είναι η πιο συχνή αιτία νοσηλείας σε νοσοκομεία και νοσηλευτικές μονάδες. Το κλειδί για την αντιμετώπιση είναι η πρόληψη.
Τα παραπάνω επισήμανε ο καθηγητής αγγειοχειρουργικής ΑΠΘ, Κυριάκος Κτενίδης, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ στο περιθώριο εκδήλωσης για το κοινό, με θέμα την πρόληψη και την αντιμετώπιση του συνδρόμου του διαβητικού ποδιού, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της επιστημονικής διημερίδας «Αγγειακές Ημέρες 2023».
Τι είναι το σύνδρομο του διαβητικού ποδιού
«Υπάρχει το σύνδρομο του διαβητικού ποδιού, υπάρχει και το διαβητικό πόδι. Εξ ορισμού είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Οποιαδήποτε λειτουργική ανατομική διαταραχή στο πόδι ενός διαβητικού, χωρίς κάποιος μη ειδικός να βλέπει κάτι μακροσκοπικά, χαρακτηρίζεται διαβητικό πόδι.
Όταν όμως εμφανίζονται στο πόδι συμπτώματα, όπως κάποια πληγή ή ένας κάλος ή μια μεταμόρφωση ή παραμόρφωση των οστών, τότε είναι πιο προχωρημένη κατάσταση και μιλάμε για το σύνδρομο διαβητικού ποδιού- δηλαδή για κάτι πιο πολύπλοκο. Αυτά είναι συγγενείς καταστάσεις.
Αυτό που πρέπει να ξέρουμε είναι ότι το σύνδρομο διαβητικού ποδιού είναι πιο πολύπλοκο και πιο δύσκολο στη διαχείριση. Καλό είναι να προλαβαίνουμε τον ασθενή στη φάση του διαβητικού ποδιού και όχι του συνδρόμου, που είναι πιο πολύπλοκη νοσολογική κατάσταση. Το διαβητικό πόδι -και κατ’ επέκταση το σύνδρομο διαβητικού ποδιού- είναι μία από τις πιο επικίνδυνες εξελίξεις στη ζωή του ασθενούς με σακχαρώδη διαβήτη και είναι η πιο συχνή αιτία νοσηλείας σε νοσοκομεία και νοσηλευτικές μονάδες. Στην Ελλάδα γίνονται 2500 ακρωτηριασμοί τον χρόνο. Απ’ αυτούς το 50% είναι μείζονες, δηλαδή άνωθεν ή κάτωθεν του γονάτου, υπάρχει αφαίρεση δακτύλου, μπορεί να υπάρχουν μικροί ακρωτηριασμοί. Μη μας φοβίζει το νούμερο. Γνωρίζουμε ότι το 30% των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη κάποια στιγμή θα έχουν κάποια ιστική βλάβη, δηλαδή θα έχουν σύνδρομο διαβητικού ποδιού. Και πιο είναι το κλειδί; Το κλειδί είναι η πρόληψη», ανέφερε ο κ. Κτενίδης.
Τι πρέπει να γίνει για την πρόληψη
Για την πρόσληψη, όπως ανέφερε ο κ. Κτενίδης, ο ασθενής με σακχαρώδη διαβήτη θα πρέπει να ρυθμίζει το σάκχαρό του και να εξετάζεται τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο από διαβητολόγο. Επίσης θα πρέπει να έχει τακτική φυσική δραστηριότητα κάθε μέρα, να προσέχει τα πόδια, αλλά να μην παραμελεί και τα αλλά όργανα.
«Ο διαβήτης είναι μια ύπουλη νόσος, η οποία δεν πονάει αλλά βλάπτει σιγά σιγά τα μάτια, την καρδιά, τα αγγεία, τα νεφρά, το δέρμα, τα πόδια και ούτω καθεξής. Είναι η πιο συχνή αιτία τύφλωσης στον ασθενή. Το 50% των ασθενών με διαβήτη είναι αδιάγνωστοι και διαγιγνώσκονται στη φάση της επιπλοκής. Υπάρχει κενό στην ενημέρωση των ασθενών, γι’ αυτό κι εμείς, στο πλαίσιο του συνεδρίου που διοργανώνουμε, έχουμε ως κύριο μέλημα την ενημέρωση των ασθενών. Δυστυχώς, τα περιστατικά του διαβήτη αυξάνονται. Ενώ σήμερα το 6-8% του γενικού πληθυσμού των ενηλίκων έχει διαβήτη, υπολογίζεται ότι σε 10-15 χρόνια θα είναι 10% και αυτό οφείλεται στον τρόπο ζωής μας κατά κύριο λόγο. Γι’ αυτό λέμε, όσοι είναι παχύσαρκοι πρέπει από τα 45 τους να μπουν στη διαδικασία να ελέγχονται. Επίσης όσοι έχουν οικογενειακό ιστορικό, πρέπει να ελέγχονται. Δεν πρέπει να περιμένουν να έχουν τα συμπτώματα, τα οποία συχνά στον διαβήτη των ενηλίκων τύπου 2 εμφανίζονται πάρα πολύ καθυστερημένα. Αυτοί που είναι υψηλού κινδύνου πρέπει να ελέγχονται ανά εξάμηνο τον πρώτο χρόνο και μετά ανά χρόνο. Και δεν πρέπει να ελέγχουν μόνο τον διαβήτη, γιατί η εμφάνιση του διαβήτη συμπαρασύρει κι άλλους τρεις τουλάχιστον μείζονες παράγοντες κινδύνου, που είναι σημαντικοί για τον ανθρώπινο οργανισμό. Πρέπει να ελέγχονται από καρδιολόγο, από νεφρολόγο και από τον αγγειολόγο ή αγγειοχειρουργό», επισήμανε ο κ. Κτενίδης.