Η ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ προβλέπεται να σημειώσει πτώση από 2,4% το 2017 σε 2,1%, το 2018, και στη συνέχεια σε 1,9% το 2019 και 1,7% το 2020. Αυτά ανακοίνωσε σήμερα από τις Βρυξέλλες η Ευρωπαΐκή Επιτροπή δίνοντας στην δημοσιότητα τις εκτιμήσεις της για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας κατά την ερχόμενη διετία.
Ως προς τα αλλά οικονομικά μεγέθη η ανεργία θα εξακολουθήσει κατά την Επιτροπή να μειώνεται αλλά με βραδύτερο ρυθμό από ό,τι στο παρελθόν, καθώς η αύξηση της απασχόλησης ενδεχομένως να επηρεαστεί αρνητικά από τις αυξανόμενες ελλείψεις εργατικού δυναμικού και την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης.
Η ανεργία στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να μειωθεί σε 8,4% φέτος, σε 7,9% το 2019 και σε 7,5% το 2020. Στην ΕΕ των 27, το ποσοστό ανεργίας προβλέπεται να ανέλθει σε 6,9% φέτος, και στη συνέχεια να μειωθεί σε 6,6% το 2019 και σε 6,3% το 2020. Αυτό θα είναι το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας αφότου άρχισε η μηνιαία καταγραφή της ανεργίας, τον Ιανουάριο του 2000.
Ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει σε μέτρια επίπεδακαι ειδικότερα να ανέλθει σε 1,8% το 2018 και το 2019 και να μειωθεί σε 1,6% το 2020. Ως προς τα δημόσια οικονομικά τα επίπεδα του χρέους μειώνονται και το συνολικό δημόσιο έλλειμμα στη ζώνη του ευρώ είναι σήμερα μικρότερο από 1%.
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στη ζώνη του ευρώ προβλέπεται να εξακολουθήσει να μειώνεται σε σχέση με το ΑΕΠ φέτος, χάρη στη μείωση των δαπανών για τόκους. Η πτωτική αυτή τάση αναμένεται να σταματήσει το επόμενο έτος, για πρώτη φορά από το 2009, καθώς ο δημοσιονομικός προσανατολισμός αναμένεται να είναι ελαφρώς επεκτατικός το 2019, προτού καταστεί γενικά ουδέτερος το 2020. Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να αυξηθεί από 0,6% του ΑΕΠ το 2018 σε 0,8% το 2019 και να μειωθεί σε 0,7% το 2020. Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στην ΕΕ των 27 αναμένεται να αυξηθεί από 0,6% του ΑΕΠ το 2018 σε 0,8% το 2019 και να μειωθεί σε 0,6 % το 2020. Συνολικά, αναμένεται να σημειωθεί μία από τις πιο σημαντικές βελτιώσεις σε σύγκριση με πριν από δέκα χρόνια, το 2009, όταν το έλλειμμα κορυφώθηκε σε 6,2% στη ζώνη του ευρώ και σε 6,6% στην ΕΕ.
Ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ προβλέπεται να συνεχίσει να μειώνεται στη ζώνη του ευρώ και σχεδόν σε όλα τα κράτη μέλη, χάρη στη συνέχιση της ανάπτυξης και στα πρωτογενή πλεονάσματα που συμβάλλουν στη μείωση του χρέους. Στη ζώνη του ευρώ, ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί από 86,9% το 2018 σε 84,9% το 2019 και σε 82,8% το 2020, σημειώνοντας μείωση από την υψηλότερη τιμή του 94,2% το 2014. Στην ΕΕ των 27, ο λόγος χρέους της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί από 80,6 % του ΑΕΠ το 2018 σε 78,6 % το 2019 και σε 76,7 % το 2020.
Οπως πάντως υπογραμμίζει η Επιτροπή στη σχετική ανακοίνωσή της οι έν λόγω προβλέψεις χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας και υπάρχουν πολλοί αλληλένδετοι κίνδυνοι δυσμενέστερων εξελίξεων. Η εκδήλωση οποιουδήποτε από αυτούς τους κινδύνους θα μπορούσε να ενισχύσει τους άλλους και να μεγιστοποιήσει τον αντίκτυπό τους.
Η υπερθέρμανση της αμερικανικής οικονομίας, που τροφοδοτείται από φιλοκυκλικά μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ταχύτερη από την αναμενόμενη αύξηση των επιτοκίων, γεγονός που θα είχε πολλές αρνητικές δευτερογενείς επιπτώσεις, πέραν των ΗΠΑ, ιδίως στις αναδυόμενες αγορές που είναι ευάλωτες σε αλλαγές των ροών κεφαλαίων και εκτεθειμένες σε χρέος εκφρασμένο σε δολάρια ΗΠΑ. Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε όξυνση των εντάσεων στις χρηματαγορές. Η ΕΕ θα μπορούσε επίσης να θιγεί λόγω των ισχυρών εμπορικών δεσμών της και της έκθεσης των τραπεζών.
Επιπλέον, η αναμενόμενη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ θα μπορούσε να τροφοδοτήσει περαιτέρω εντάσεις στο εμπόριο με την Κίνα, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο κίνδυνος άτακτης προσαρμογής στην Κίνα, δεδομένου του επιπέδου του εταιρικού χρέους και της χρηματοπιστωτικής αστάθειας. Οι αυξημένες εμπορικές εντάσεις θα μπορούσαν επίσης να πλήξουν την ΕΕ μέσω της επίδρασής τους στο κλίμα εμπιστοσύνης και στις επενδύσεις, καθώς και λόγω του υψηλού βαθμού ενσωμάτωσης της Ένωσης στις παγκόσμιες αξιακές αλυσίδες.
Εντός της ΕΕ, οι αμφιβολίες σχετικά με την ποιότητα και τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών στα υπερχρεωμένα κράτη μέλη θα μπορούσαν να επεκταθούν σε εγχώριους τραπεζικούς τομείς, γεγονός που θα προκαλούσε ανησυχίες σχετικά με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και θα δρούσε ανασταλτικά στην οικονομική δραστηριότητα.
Τέλος, εξακολουθούν να υπάρχουν οι κίνδυνοι που συνδέονται με την έκβαση των διαπραγματεύσεων για το «Brexit».
Αναφορικά με τις σημερινές εκτιμήσεις της Επιτροπής ο Βάλντις Ντομπρόβσκις, αντιπρόεδρος της Επιτροπής και επίτροπος αρμόδιος για το Ευρώ και τον Κοινωνικό Διάλογο, καθώς και για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα, τις Χρηματοπιστωτικές Υπηρεσίες και την Ένωση Κεφαλαιαγορών, δήλωσε τα εξής: «Όλες οι οικονομίες της ΕΕ αναμένεται να σημειώσουν ανάπτυξη κατά το τρέχον και το επόμενο έτος, γεγονός που θα δημιουργήσει περισσότερες θέσεις εργασίας. Ωστόσο, η αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι, τόσο εξωτερικοί όσο και εσωτερικοί, αυξάνονται και αρχίζουν να ανακόπτουν τον ρυθμό της οικονομικής δραστηριότητας. Δεν πρέπει να εφησυχάζουμε, αλλά αντίθετα να εντείνουμε τις προσπάθειές μας για να ενισχύσουμε την ανθεκτικότητα των οικονομιών μας. Σε επίπεδο ΕΕ, οφείλουμε να λάβουμε συγκεκριμένες αποφάσεις για την περαιτέρω ενίσχυση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Σε εθνικό επίπεδο, είναι ακόμη πιο επιτακτική η ανάγκη να δημιουργηθούν δημοσιονομικά αποθέματα και να μειωθεί το χρέος, ενώ παράλληλα πρέπει να διασφαλιστεί ότι τα οφέλη της ανάπτυξης θα γίνονται αισθητά και στα πλέον ευάλωτα μέλη της κοινωνίας».
Και ο Πιερ Μοσκοβισί, επίτροπος Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων, Φορολογίας και Τελωνείων, δήλωσε τα εξής: «Η ευρωπαϊκή οικονομία επιδεικνύει ανθεκτικότητα και αναπτύσσεται με ρυθμό που σταδιακά επιβραδύνεται. Προβλέπουμε ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί την επόμενη διετία, καθώς η ανεργία εξακολουθεί να μειώνεται σε επίπεδα που δεν είχαν σημειωθεί από τότε που ξέσπασε η κρίση. Το δημόσιο χρέος στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να συνεχίσει την πτωτική του πορεία, ενώ το έλλειμμα θα παραμείνει πολύ κάτω από το 1% του ΑΕΠ. Σε ένα όλο και πιο αβέβαιο διεθνές περιβάλλον, οι πολιτικοί ιθύνοντες τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στις εθνικές πρωτεύουσες πρέπει να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να διασφαλίσουν ότι η ζώνη του ευρώ θα είναι αρκετά ισχυρή ώστε να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά κάθε ενδεχόμενη μελλοντική πρόκληση.»