Ανθεκτικές παραμένουν οι τράπεζες της Ευρωζώνης όπως έδειξαν τα αποτελέσματα του τεστ αντοχής (stress test) στο δυσμενές μακροοικονομικό σενάριο, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Συνολικά συμμετείχαν οι 38 τράπεζες που περιλαμβάνονταν στο δείγμα και 51 ακόμη τράπεζες μεσαίου μεγέθους που εποπτεύονται από την ΕΚΤ.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δημοσίευσε σήμερα τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2021, από τα οποία προκύπτει ότι το τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ είναι ανθεκτικό σε δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις. Ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) των 89 τραπεζών που συμμετείχαν στην εν λόγω άσκηση θα υποχωρούσε από 15,1% σε 9,9%, δηλ. κατά 5,2 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο, εάν οι εν λόγω τράπεζες εκτίθεντο σε τριετή περίοδο ακραίων καταστάσεων χαρακτηριζόμενη από αντίξοες μακροοικονομικές συνθήκες. Ο δείκτης CET1 αποτελεί βασικό μέτρο υπολογισμού της οικονομικής ευρωστίας μιας τράπεζας.
Και οι 89 τράπεζες που καλύπτονται στην έκθεση εποπτεύονται από την ΕΚΤ. Πρόκειται για 38 τράπεζες της ζώνης του ευρώ οι οποίες συμμετέχουν στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ που διενεργεί η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) και 51 ακόμη τράπεζες μεσαίου μεγέθους της ζώνης του ευρώ. Συνολικά αντιπροσωπεύουν ελαφρώς πάνω από το 75% των συνολικών στοιχείων ενεργητικού του τραπεζικού τομέα στη ζώνη του ευρώ.
Στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων δεν υφίσταται θέμα επιτυχίας ή αποτυχίας και δεν τίθεται όριο προκειμένου να καθοριστεί η αποτυχία ή επιτυχία των τραπεζών για τους σκοπούς της άσκησης. Αντιθέτως, τα ευρήματα της άσκησης θα ενσωματωθούν στον συνεχιζόμενο εποπτικό διάλογο.
Οι τράπεζες ήταν σε καλύτερη κατάσταση στην αρχή της άσκησης απ’ ό,τι ήταν τρία χρόνια πριν, όμως η μείωση κεφαλαίου σε επίπεδο συστήματος ήταν υψηλότερη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το σενάριο ήταν πολύ δυσμενέστερο σε σύγκριση με το σενάριο που είχε χρησιμοποιηθεί στην άσκηση του 2018.
Η μέση συνολική μείωση κεφαλαίου ήταν 5,2 ποσοστιαίες μονάδες και αναλύεται ως εξής. Όσον αφορά τις 38 τράπεζες που συμμετείχαν στην άσκηση της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής, ο μέσος δείκτης CET1 υποχώρησε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες, από 14,7% σε 9,7%. H μέση μείωση κεφαλαίου για τις 51 τράπεζες μεσαίου μεγέθους που συμμετείχαν αποκλειστικά στην άσκηση της ΕΚΤ αντιστοιχούσε σε 6,8 ποσοστιαίες μονάδες, ο σχετικός δείκτης δηλαδή υποχώρησε σε 11,3% σε σχέση με το σημείο εκκίνησης (18,1%).
Ο κύριος λόγος για τον οποίο παρατηρείται αυτή η διαφορά στη μείωση κεφαλαίου υπό το δυσμενές σενάριο είναι ότι οι τράπεζες μεσαίου μεγέθους επηρεάζονται περισσότερο από τους χαμηλότερους καθαρούς τόκους-έσοδα, τα χαμηλότερα καθαρά έσοδα από αμοιβές και προμήθειες και τα μειωμένα έσοδα από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών στον τριετή ορίζοντα της άσκησης.
Επίσης, σύμφωνα με τα αποτελέσματα, ο πρώτος βασικός παράγοντας που συνέβαλε στη μείωση του κεφαλαίου ήταν ο πιστωτικός κίνδυνος, επειδή η οικονομική διαταραχή στο δυσμενές σενάριο οδήγησε σε ζημίες από δάνεια. Παρά τη συνολική ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος, εξαιτίας των νέων προκλήσεων που έχουν προκύψει από την πανδημία του κορονοϊού (COVID-19), οι τράπεζες πρέπει να διασφαλίσουν την ορθή μέτρηση και διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου.
Για ένα υποσύνολο τραπεζών, ο δεύτερος βασικός παράγοντας που συνέβαλε στη μείωση του κεφαλαίου ήταν ο κίνδυνος αγοράς. Το γεγονός ότι χρειάστηκε να αναπροσαρμοστεί πλήρως η αξία πολλών χρηματοοικονομικών προϊόντων αποτέλεσε τον μεγαλύτερο μεμονωμένο παράγοντα κινδύνου αγοράς. Αυτό επηρέασε ιδίως τις μεγαλύτερες τράπεζες, καθώς είναι πιο εκτεθειμένες σε διαταραχές όσον αφορά τις μετοχές και τα πιστωτικά περιθώρια. Ο τρίτος βασικός παράγοντας ήταν η περιορισμένη ικανότητα δημιουργίας εσόδων σε δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, καθώς υπό το δυσμενές σενάριο οι τράπεζες βρέθηκαν αντιμέτωπες με σημαντική μείωση των καθαρών τόκων-εσόδων τους, των εσόδων τους από το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και των καθαρών εσόδων τους από αμοιβές και προμήθειες. Ο πιστωτικός κίνδυνος, ο κίνδυνος αγοράς και η ικανότητα δημιουργίας εσόδων αποτελούν τρία κύρια θέματα στα οποία επικεντρώνονται οι επόπτες της ΕΚΤ στο πλαίσιο του καθημερινού εποπτικού έργου τους.
Alpha Bank
H επίδοση της Alpha Bank επιβεβαιώνει τα παραδοσιακά καλύτερα αποτελέσματα της στα εποπτικά τεστ αντοχής σε σχέση με τις υπόλοιπες ελληνικές Τράπεζες, όπως έχει συμβεί και στις παρελθούσες εποπτικές αξιολογήσεις του 2018, 2015 και 2014, αναφέρουν πηγές της τράπεζας, με αφορμή τη δημοσιοποίηση της εποπτική άσκησης προσομοίωσης (stress test) του 2021 της ΕΚΤ.
H Alpha Bank, αναφέρεται, είχε την υψηλότερη παραγωγή εσωτερικού κεφαλαίου, κατά τον τριετή ορίζοντα της άσκησης, μέσω της οργανικής κερδοφορίας (Internal Capital Generation) και ολοκλήρωσε την άσκηση με τον υψηλότερο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας σε βάθος τριετίας (το 2023) έναντι των ανταγωνιστών της.
Ειδικότερα στο Βασικό Σενάριο οι κεφαλαιακοί δείκτες ήταν:
-Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 Capital ratio): 17.4%
-Δείκτης Συνολικού Κεφαλαίου (Total Capital ratio): 18.6%
Στο Δυσμενές Σενάριο
-Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 Capital ratio): 8.4%
-Δείκτης Συνολικού Κεφαλαίου (Total Capital ratio): 9.5%
Πρέπει να σημειωθεί ότι καθώς το τεστ αντοχής του 2021 βασίζεται σε παραδοχές στατικού ισολογισμού (Static Balance Sheet) του τέλους έτους 2020, σημαίνει ότι δεν λαμβάνεται υπόψη η βελτίωση της ποιότητας του ισολογισμού ως αποτέλεσμα των τιτλοποιήσεων (συναλλαγή Galaxy), η αύξηση στους δείκτες Κεφαλαιακής Επάρκειας της Τράπεζας αν υπολογιστεί η έκδοση κεφαλαίου Tier II που έγινε τον Μάρτιο του 2021 και η προσφάτως ολοκληρωθείσα αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (Project Tomorrow)
Αν ληφθούν υπόψη έκδοση κεφαλαίου Tier II και η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου τότε:
-ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET 1) υπό το Δυσμενές Σενάριο σε βάθος τριετίας διαμορφώνεται σε 10.3%
-ο Δείκτης Συνολικού Κεφαλαίου (Total Capital ratio) υπό το Δυσμενές Σενάριο σε βάθος τριετίας διαμορφώνεται σε 12.5%
Σημειώνεται επίσης ότι η Alpha Bank εισήλθε στο (πανευρωπαϊκό) τεστ αντοχής του 2021 με τους υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας μεταξύ των υπολοίπων Ελληνικών Τραπεζών. Συγκεκριμένα, Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 Capital ratio): 17.1%. Δείκτης Συνολικού Κεφαλαίου (Total Capital ratio): 18.2%. Δείκτης Μόχλευσης (Leverage Ratio): 10.7%. Συνολικά, η ποιότητα των κεφαλαίων της Τράπεζας είναι καλύτερη έναντι των ανταγωνιστών της (π.χ. λιγότερο αναβαλλόμενο φόρο στα εποπτικά κεφάλια – DTA και DTC) ενώ παράλληλα έχει την μικρότερη μόχλευση μεταξύ των ελληνικών συστημικών τραπεζών.
Μακροοικονομικές παραδοχές για την Ελλάδα
Η μεθοδολογία του Πανευρωπαϊκού Stress Test 2021 είναι παρόμοια με αυτήν της αντίστοιχης άσκησης του 2018 και είναι κοινή για όλες τις Τράπεζες που συμμετέχουν. Συγκεκριμένα, η άσκηση διεξάγεται με ορίζοντα τριετίας με ημερομηνία έναρξης την 31.12.2020 και λήξης την 31.12.2023, με μακροοικονομικές παραδοχές που καλύπτουν ένα Βασικό και ένα Δυσμενές Σενάριο. Στην άσκηση δεν λαμβάνονται υπόψη εξελίξεις των μεγεθών των τραπεζών μετά την ημερομηνία αναφοράς (static balance sheet assumption).
Οι μακροοικονομικές παραδοχές που υιοθετoύνται για την Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα συντηρητικές στο Δυσμενές Σενάριο και χαρακτηρίζονται από μεγάλη πτώση του δείκτη Επιχειρηματικών Ακινήτων- CRE (-24,2% αθροιστική μείωση σε ορίζοντα τριετίας) και από μεγάλη πτώση του ΑΕΠ (-3,6% αθροιστική μείωση σε ορίζοντα τριετίας συνδυαστικά με τη μείωση του 2020).
Η Άσκηση αξιολογεί την Κεφαλαιακή Επάρκεια των Τραπεζών σε επίπεδο Δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier I – CET 1), Δείκτη Συνολικών Κεφαλαίων (Total Capital Ratio) και Δείκτη Μόχλευσης (Leverage Ratio) σε βάθος τριετίας.
Επίσημα, δεν έχει επικοινωνηθεί κατώτατο όριο (no pass-fail threshold) για την κεφαλαιακή επάρκεια για τους σκοπούς της εν λόγω Άσκησης. Το ανεπίσημο όριο που εφαρμόζει η ΕΚΤ είναι 5,5% για τον Δείκτη CET1.
Εθνική Τράπεζα
Την ολοκλήρωση με επιτυχία της Άσκησης Προσομοίωσης Ακραίων Συνθηκών του 2021, που διενήργησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), σύμφωνα με τους κοινούς μεθοδολογικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) και τις παραδοχές των σεναρίων εξέλιξης μακροοικονομικών δεικτών και συνθηκών αγοράς που δημοσιεύθηκαν στις 29/01/2021, ανακοίνωσε η Εθνική Τράπεζα.
Η άσκηση προσομοίωσης βασίστηκε σε Στατική προσέγγιση του Ισολογισμού, λαμβάνοντας υπόψη τη χρηματοοικονομική και κεφαλαιακή θέση του Ομίλου κατά την 31/12/2020 ως σημείο εκκίνησης, επί του οποίου και πραγματοποιήθηκε προσομοίωση ακραίων συνθηκών βάσει ενός Βασικού και ενός Δυσμενούς σεναρίου με ορίζοντα τριετίας (2021-23).
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, με αφετηρία το δείκτη Κύριων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων με πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9 («CET1 FL») ύψους 12,8% στις 31/12/2020 (15,7% χωρίς την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9), το βασικό σενάριο είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της κεφαλαιακής θέσης κατά 270 μονάδες βάσης σε ορίζοντα τριετίας, με το δείκτη CET1 FL να διαμορφώνεται σε 15,5% το 2023. Υπό το δυσμενές σενάριο, σημειώθηκε μέγιστη αρνητική επίπτωση 6,4% στο δείκτη CET1 FL το 2022, ο οποίος διαμορφώθηκε σε 6,4% το 2023.
Δεδομένης της μεθοδολογίας του Στατικού Ισολογισμού, η Ασκηση Προσομοίωσης Ακραίων Συνθηκών του 2021 δεν λαμβάνει υπόψη τη θετική επίδραση κεφαλαιακών ενεργειών που έπονται της 31/12/2020.
Ο δείκτης CET1 FL του Ομίλου την 31 Μαρτίου 2021 διαμορφώθηκε σε 14% (pro-forma, συνυπολογίζοντας τα κέρδη της περιόδου), υπερβαίνοντας κατά 120 μ.β. αντίστοιχα το επίπεδο εκκίνησης της Άσκησης Προσομοίωσης Ακραίων Συνθηκών. Επιπροσθέτως, δεν λήφθηκε υπόψη η θετική επίδραση στο Συνολικό Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας από την ολοκλήρωση της τιτλοποίησης Frontier και της πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής, συνολικού ύψους περίπου 170 μ.β. Σύμφωνα με τους pro-forma υπολογισμούς της Τράπεζας, λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας αυξάνεται κατά σχεδόν 300 μονάδες βάσης.
Eurobank
Την επιτυχή ολοκλήρωση της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων 2021, η οποία συντονίστηκε και διεξήχθη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε η Eurobank.
Τα παρακάτω μεγέθη, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της τράπεζας, συνοψίζουν τα αποτελέσματα του Ομίλου Eurobank Holdings σε ενοποιημένη βάση, υπό το “βασικό” και υπό το “δυσμενές” σενάριο της άσκησης. Η αφετηρία της άσκησης είναι η οικονομική και κεφαλαιακή θέση του ομίλου στις 31/12/2020. Ο χρονικός ορίζοντας της άσκησης καλύπτει την περίοδο μέχρι το τέλος του 2023.
Υπό το “βασικό” σενάριο, η κεφαλαιακή επάρκεια του ομίλου αυξάνεται κατά 290 μονάδες βάσης (μ.β) κατά τη διάρκεια των 3 ετών, καταλήγοντας σε συνολικό Fully Loaded δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CAD) 17,5% και σε Fully Loaded δείκτη Core Tier 1 (CET 1) 14,9% στο τέλος του 2023 (με βάση την πλήρη εφαρμογή των κανόνων της Βασιλείας ΙΙΙ).
Υπό το “δυσμενές” σενάριο, ο δείκτης Fully Loaded CET 1 μειώνεται κατά 433 μ.β. στο τέλος του 2023 και κατά 517 μ.β. στο έτος με την υψηλότερη επίπτωση (2021). Κατά συνέπεια, ο δείκτης Fully Loaded CET 1 διαμορφώνεται σε 7,6% στο τέλος του 2023 και σε 6,8% στο έτος με την υψηλότερη επίπτωση (2021). Ο μεταβατικός δείκτης CET 1 στο τέλος του 2023 διαμορφώνεται στο 8%.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Φωκίων Καραβίας, δήλωσε: «Είμαστε ιδιαίτερα ικανοποιημένοι με την επίδοση του ομίλου μας στο Stress Test της ΕΚΤ. Ειδικότερα, υπό τις αυστηρές παραδοχές του δυσμενούς σεναρίου, το ποσό της απομείωσης κεφαλαίου, που αποτελεί βασική παράμετρο της άσκησης, επιβεβαίωσε την ανθεκτικότητα της τράπεζας και την ικανότητά της να αντέξει μία σοβαρή οικονομική ύφεση. Ως η πρώτη ελληνική τράπεζα που ολοκληρώνει την εξυγίανσή της από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, εστιάζουμε τις προσπάθειές μας στη χρηματοδότηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, και στη στήριξη της ανάπτυξης σε όλες τις αγορές όπου έχουμε παρουσία».
Τράπεζα Πειραιώς
Την επιτυχή ολοκλήρωση της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2021 που διεξήγαγε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ανακοίνωσε η Τράπεζα Πειραιώς.
Η άσκηση έχει σημείο αναφοράς τα μεγέθη του ισολογισμού της 31ης Δεκεμβρίου 2020, ο χρονικός της ορίζοντας εκτείνεται έως το τέλος του 2023 και αξιολογεί βασικό και δυσμενές σενάριο. Υπό το βασικό σενάριο, ο συνολικός δείκτης εποπτικών κεφαλαίων σε πλήρη εφαρμογή του εποπτικού πλαισίου της Βασιλείας ΙΙΙ ανέρχεται στο 17,1%, ενώ ο δείκτης κεφαλαίων CET1 διαμορφώνεται στο 15,0% στα τέλη του έτους 2023. Το βασικό σενάριο καταλήγει σε αύξηση των κεφαλαιακών δεικτών κατά περίπου 365 μονάδες βάσης έναντι του 2020. Το δυσμενές σενάριο οδηγεί σε μείωση των κεφαλαιακών δεικτών κατά περίπου 480 μονάδες βάσης για την τριετή περίοδο. Η αντίστοιχη μείωση στην άσκηση του 2018 ήταν περίπου 770 μονάδες βάσης. Οι δείκτες κεφαλαίων σε πλήρη εφαρμογή του εποπτικού πλαισίου της Βασιλείας ΙΙΙ για το τέλος του έτους 2023 διαμορφώνονται σε 8,6% για τον συνολικό δείκτη κεφαλαίων και 6,5% για τον δείκτη CET1. Το δυσμενές σενάριο οδηγεί σε μείωση περίπου 610 μονάδων βάσης κατά το έτος με τη μεγαλύτερη επίπτωση (2021). Η άσκηση βασίσθηκε στην παραδοχή στατικού ισολογισμού και δεν λαμβάνει υπόψη πρωτοβουλίες μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2020.
Όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση, στο πλαίσιο του σχεδίου «Sunrise», η Πειραιώς ολοκλήρωσε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου 1,38 δισ. ευρώ και έκδοση ομολόγου AT1 ύψους 0,6 δισ. ευρώ κατά το δεύτερο τρίμηνο 2021. Λαμβάνοντας υπόψιν αυτές τις ενέργειες, οι κεφαλαιακοί δείκτες με πλήρη ενσωμάτωση της Βασιλείας ΙΙΙ κάτω από το δυσμενές σενάριο για το 2023 ανέρχονται σε περίπου 13,5% σε όρους συνολικών κεφαλαίων και περίπου 10% σε όρους κεφαλαίων CET1, σύμφωνα με pro forma υπολογισμούς της Πειραιώς.