H EKT θα συνεχίσει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα κατ’ εξαίρεση μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος πανδημίας ΡΕΡΡ, όπως απεφάσισε σήμερα το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΚΤ, η τράπεζα ολοκληρώνει το πρόγραμμα πανδημίας τον Μάρτιο, ωστόσο στη συνέχεια θα συνεχίσει να επανεπενδύει με μεγάλη ευελιξία τα ομόλογα που λήγουν.
Ειδικά για τα ελληνικά ομόλογα υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά στην απόφαση, η οποία προβλέπει ότι η ΕΚΤ θα μπορεί να αγοράζει περισσότερα ομόλογα από εκείνα που έχει στην κατοχή της και λήγουν. Με την απόφασή της αυτή η ΕΚΤ έχει ως στόχο να αποφευχθούν προβλήματα στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής τα οποία θα μπορούσαν να συμβούν μετά από μία απότομη παύση των αγορών, τη στιγμή μάλιστα που η ελληνική οικονομία ανακάμπτει από τις συνέπειες της πανδημίας.
Με την ίδια απόφασή της η ΕΚΤ προβλέπει ότι η περίοδος της επανεπένδυσης των ομολόγων επεκτείνεται έως το 2025, ενώ οι αγορές στο πλαίσιο του προγράμματος ΡΕPP θα επιβραδυνθούν το πρώτο τρίμηνο του 2023.
Τέλος η ΕΚΤ απεφάσισε ότι οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του PEPP θα μπορούσαν επίσης να επαναληφθούν, εάν είναι απαραίτητο, για την αντιμετώπιση αρνητικών σοκ που σχετίζονται με την πανδημία.
Αναφορικά με το γενικότερο πλαίσιο της λεγόμενης ποσοτικής χαλάρωσης, η ΕΚΤ απεφάσισε να μειώσει σταδιακά τις αγορές ομολόγων που πραγματοποιεί μέσω του προγράμματος ΑΡΡ. Έτσι από το δεύτερο τρίμηνο του 2022 οι μηνιαίες αγορές ομολόγων (στις οποίες δεν περιλαμβάνονται τα ελληνκά) περιορίζονται στα 30 δισ. ευρώ από 40 δισ. ευρώ που είναι σήμερα. Το όριο των 40 δισ. ευρώ θα παραμείενει δηλαδή μέχρι τον Ιούνιο του 2022, ενώ από τον Οκτώβριο του 2022 το όριο περιορίζεται ακόμη περισσότερο στα 20 δισ. ευρώ και για όσο διάστημα είναι απαραίτητο προκειμένου να ενισχύσει τον θετικό αντίκτυπο των χαμηλών επιτοκίων. Το διοικητικό συμβούλιο αναμένει ότι οι καθαρές αγορές θα τερματιστούν λίγο πριν αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ.
Η απόφαση αυτή ελήφθη, παρά την αυξημένη αβεβαιότητα που επικρατεί, υπό το πρίσμα των προβλέψεων της ΕΚΤ τόσο στο μέτωπο της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού όσο και της ανάκαμψης της οικονομίας. «Το διοικητικό συμβούλιο κρίνει ότι η πρόοδος στην οικονομική ανάκαμψη και προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου για τον πληθωρισμό επιτρέπει τη σταδιακή μείωση του ρυθμού των αγορών περιουσιακών στοιχείων του τα επόμενα τρίμηνα. Ωστόσο, απαιτείται νομισματική προσαρμογή για να σταθεροποιηθεί ο πληθωρισμός στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα» αναφέρει η ΕΚΤ.