Η ΕΚΤ χρειάζεται μεγαλύτερη σαφήνεια για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, ώστε η Ελλάδα να μπει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), για να αγοράσει ελληνικά ομόλογα, αναφέρει πηγή της τράπεζας, που μίλησε στο Reuters.
«Ήταν ένα πολύ θετικό βήμα στη σωστή κατεύθυνση, αλλά πρέπει να δούμε περισσότερη σαφήνεια στα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους, για να συμπεριλάβουμε την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης» εξήγησε.
Στο πρώτο σχόλιο της Φρανκφούρτης μετά τη συμφωνία στο Eurogroup, η ΕΚΤ σημείωσε:
«Λαμβάνουμε υπόψη τη συζήτηση στο Eurogroup την οποία βλέπουμε ως πρώτο βήμα στην κατεύθυνση της διασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους».
Υπενθυμίζεται ότι στο χθεσινό Eurogroup η ελληνική πλευρά εξασφάλισε μία πιο μεγάλη δόση απ’ ό,τι αναμενόταν, ύψους 8,5 δισ. ευρώ, και πιο «γενναιόδωρες υποσχέσεις» για το χρέος, χωρίς όμως να διασφαλίζει τη σφραγίδα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, ενώ η συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μεταφέρεται για το μέλλον.
Τα βασικά σημεία της χθεσινής συμφωνίας είναι τα ακόλουθα:
Πρώτον, επέκταση των ωριμάνσεων των τοκοχρεολυσίων του δανείου του EFSF από «καθόλου μέχρι και 15 χρόνια» (0-15 έτη).
Δεύτερον, καθορισμός των πρωτογενών πλεονασμάτων για μετά τη λήξη του προγράμματος, ύψους 3,5%, μέχρι το 2022 και από εκεί και μέχρι το 2060 «ίσα με 2% ή παραπάνω αλλά σίγουρα κοντά», όπως λέει χαρακτηριστικά η δήλωση του Eurogroup.
Τρίτον, αποφασίστηκε η επιστροφή των κερδών από τα ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες (SNP’s και ΑΝFA’s).
Ολα τα παραπάνω μέτρα θα τεθούν σε ισχύ με τη λήξη του προγράμματος το 2018 και αν η Ελλάδα εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που εμπεριέχονται στο πρόγραμμα.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, το Eurogroup χαιρετίζει:
- την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδας και των θεσμών σχετικά με τη δέσμη διαρθρωτικών μέτρων που στοχεύει στην ενίσχυση της ανάπτυξης και στην αντιμετώπιση των διαρθρωτικών ανισορροπιών στα δημόσια οικονομικά και ανοίγει το δρόμο για την επιτυχή ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος του ESM.
- την έγκριση από το ελληνικό κοινοβούλιο των συμφωνημένων προαπαιτούμενων δράσεων για τη δεύτερη αξιολόγηση, και συγκεκριμένα της φιλόδοξης δημοσιονομικής δέσμης για την περίοδο μετά το πρόγραμμα, η οποία αποτελείται από μια μεταρρύθμιση της φορολογίας εισοδήματος που διευρύνει τη φορολογική βάση και τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, συνολικού ύψους 2% του ΑΕΠ
- το πακέτο αντισταθμιστικών μέτρων για την ενίσχυση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και τη βελτίωση του ελληνικού δικτύου κοινωνικής προστασίας που θα εφαρμοστεί με την προϋπόθεση ότι θα επιτευχθούν οι συμφωνηθέντες μεσοπρόθεσμοι στόχοι
Σε ό,τι αφορά την εφαρμογή δράσεων για την τόνωση της ανάπτυξης στην Ελλάδα, το Eurogroup συγχαίρει στην ανακοίνωσή του την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την κινητοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων για την τόνωση των επενδύσεων και την υποστήριξη της απασχόλησης και της ανάπτυξης από τον Ιούλιο του 2015, κάνοντας λόγο για συνολικό ποσό σχεδόν 11 δισεκ. ευρώ. Επίσης, καλεί τις ελληνικές αρχές να συνεργαστούν στενά με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να διασφαλίσουν ότι θα απορροφηθούν πλήρως τα επιπλέον 970 εκατομμύρια ευρώ για την περίοδο 2017-2020, με τη βοήθεια των εμπειρογνωμόνων από τις ευρωπαϊκές χώρες που θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν το σχεδιασμό και την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων μέσω τεχνικής βοήθειας.
Επιπλέον, τονίζεται πως θα πρέπει να διερευνηθούν και άλλες δυνατότητες κινητοποίησης πρόσθετων κονδυλίων από τις εθνικές αναπτυξιακές τράπεζες και άλλους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς (όπως η ΕΤΕπ και η ΕΤΑΑ).
Υπογραμμίζεται επίσης πως η Ευρωομάδα υποστηρίζει τις προσπάθειες των ελληνικών αρχών να συνεργαστούν με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα για τη δημιουργία Εθνικής Τράπεζας Ανάπτυξης.
Σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους η ανακοίνωση περιλαμβάνει τα παρακάτω βασικά σημεία:
- πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και εν συνεχεία μια δημοσιονομική πορεία που θα είναι «σύμφωνη με το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο και η οποία θα επιτευχθεί σύμφωνα με την ανάλυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ ή λίγο μεγαλύτερο κατά την περίοδο από το 2023 έως το 2060».
- Η ετήσια εξυπηρέτηση του χρέους θα πρέπει να είναι κάτω του 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και κάτω από το 20% του ΑΕΠ στη συνέχεια, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι το χρέος μειώνεται σταθερά
- Μια μεσοπρόθεσμη δέσμη μέτρων για το χρέος θα εφαρμοστεί στο τέλος του προγράμματος και στο βαθμό που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των προαναφερθέντων στόχων σύμφωνα με τη δήλωση της Eurogroup της 25ης Μαΐου 2016.
- Στη βάση της τελικής έκθεσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, θα μπορούσε να εφαρμοστεί μια επέκταση των ωριμάνσεων των δανείων και μιας περαιτέρω περιόδου χάριτος από 0 έως 15 έτη.
- Ως μέρος των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους θα συμφωνηθεί ένας μηχανισμός που θα επαναϋπολογίζει τις ανάγκες αναδιάρθρωσης του χρέους με βάση τις διαφορές μεταξύ της πραγματικής απόδοσης της ελληνικής οικονομίας και των εκτιμήσεων στο πλαίσιο των αναλύσεων βιωσιμότητας του χρέους
- Μακροπρόθεσμα, σε περίπτωση απροσδόκητα δυσμενέστερου σεναρίου θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί ένας μηχανισμός έκτακτης ανάγκης για το χρέος, όπως αναφέρεται στη συμφωνία και του Μαΐου 2016
Σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή του ΔΝΤ η ανακοίνωση υπογραμμίζει ότι η διοίκηση του ΔΝΤ σύντομα θα συστήσει στο ΔΣ του την κατ’ αρχήν έγκριση του αιτήματος της Ελλάδας για 14μηνο πρόγραμμα, ενώ εκφράζει την ικανοποίησή του ΔΝΤ για την «περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση των μέτρων για το χρέος» την οποία χαρακτηρίζει «σημαντικό βήμα προς τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους».
Αναφορικά με το ύψος της δόσης, η ανακοίνωση του Eurogroup επισημαίνει ότι θα είναι ύψους 8,5 δισ. ευρώ για την κάλυψη των τρεχουσών χρηματοδοτικών αναγκών, την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών και ενδεχομένως για τη αρχή της δημιουργία ενός κεφαλαιακού αποθέματος.
Τέλος, η ανακοίνωση σημειώνει πως «ενόψει του τερματισμού του τρέχοντος προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, το Eurogroup δεσμεύεται να παράσχει στήριξη στην Ελλάδα για την επιστροφή στις αγορές» επισημαίνοντας ότι οι «μελλοντικές εκταμιεύσεις θα πρέπει να καλύπτουν όχι μόνο την ανάγκη αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών αλλά και τη δημιουργία περαιτέρω αποθεμάτων για την υποστήριξη της εμπιστοσύνης των επενδυτών και τη διευκόλυνση της πρόσβασης στις αγορές».