Διάλογο για τις εξελίξεις που αφορούν την πανδημία COVID-19 άνοιξε η Ιατρική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πραγματοποιώντας σήμερα ενημερωτική εκδήλωση, όπου μέλη ΔΕΠ της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, απάντησαν σε ερωτήσεις του κοινού σχετικά με τη νόσο, την πρόληψη και την θεραπεία της.
Είναι μια ήπια ίωση η covid ή όχι; Η νόσος covid δεν είναι το κοινό κρυολόγημα. Περίπου το 80% περνάει τη νόσο ήπια, 15% παρουσιάζει σοβαρή νόσο και 5% εξαιρετικά σοβαρή, είπε η Παγώνα Λάγιου, καθηγήτρια Υγιεινής και Επιδημιολογίας, διευθύντρια Εργαστηρίου Υγιεινής Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής. Η θνητότητα είναι της τάξης του 2,3%.
Πρόσθεσε όμως, ότι υπάρχουν μεγάλες διαφοροποιήσεις, με κυρίαρχη την ηλικία, που είναι ο ισχυρότερος παράγοντας κινδύνου. Επίσης, οι συννοσηρότητες παίζουν μεγάλη σημασία.
Εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας που διαφοροποιεί την βαρύτητα της νόσου είναι το εμβόλιο. Ένας εμβολιασμένος έχει 11 φορές μικρότερη πιθανότητα να νοσηλευθεί και 14 φορές να χάσει τη ζωή του από κάποιον που δεν έχει εμβολιαστεί.
Στα συμπτώματα της covid-19 αναφέρθηκε ο Νικόλαος Σύψας, καθηγητής Παθολογικής Φυσιολογίας-Λοιμωξιολογίας, λέγοντας ότι δεν θα πρέπει να λέμε ότι έχουμε απλό κρυολόγημα, προτείνοντας την διενέργεια αυτοδιαγνωστικού ελέγχου. Πονοκέφαλος, μύτη που «τρέχει», φτάρνισμα, πονόλεμος, κόπωση, είναι συμπτώματα κοινά με το κρυολόγημα, άρα ενόψει και των εορτών ανεξάρτητα του εμβολιασμού ή όχι καλό είναι να κάνουμε τεστ, είπε ο κ. Σύψας.
Το πιο αναγνωρίσιμο σύστημα που προσβάλλεται είναι το αναπνευστικό και η πιο σοβαρή επιπλοκή είναι η πνευμονία και αυτή είναι η αιτία των εισαγωγών στα νοσοκομεία, ανέφερε από την πλευρά του ο Στυλιανός Λουκίδης, καθηγητής Πνευμονολογίας, Β ́ Πνευμονολογική Κλινική, Αττικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο, πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας. Το ζήτημα είναι αν η πνευμονία δίνει κλινικά συμπτώματα αναγνωρίσιμα από τον ασθενή, δύσπνοια στην κόπωση και μετά θα γίνεται ακόμη και στην ηρεμία ή όχι. Υπάρχουν περιπτώσεις που μπορεί κάποιος να έχει «σιωπηλή υποξεγονεμία», δηλαδή ο ασθενής να βιώνει χαμηλό οξυγόνο χωρίς να το αισθάνεται. Εδώ παίζει σημαντικό ρόλο, είπε ο καθηγητής η χρησιμοποίηση του οξυμέτρου, (μέτρηση και στα δύο χέρια στο ίδιο δάχτυλο για 20 δευτερόλεπτα, με όριο 94%), ώστε να βρεθεί έγκαιρα ο ασθενής με πρόβλημα.
Στην αναγνώριση και έκταση της πνευμονίας βασικό εργαλείο ήταν η αξονική τομογραφία. Πρόσθεσε ότι η μετάλλαξη Δέλτα δεν είχε την χαρακτηριστική εικόνα της «σιωπηλής υποξεγονεμίας», όσο στα πρώτα πανδημικά κύματα, όπως φάνηκε κλινικά. Επίσης, ασθενείς έρχονται με επιδείνωση απ΄ ότι στα αρχικά κύματα, κυρίως γιατί οι ίδιοι αισθάνονται ότι μπορούν να παρατείνουν την παραμονή τους στο σπίτι, παρότι βλέπουν ότι η νόσος εξελίσσεται.
Στα παιδιά αναφέρθηκε η Βασιλική Παπαευαγγέλου, καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας, διευθύντρια της Γ΄ Παιδιατρικής κλινικής στο Αττικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο. Μεγάλο ποσοστό παιδιών κάτω των 10 ετών νοσούν ασυμπτωματικά ή με ήπια συμπτώματα που δύσκολα ξεχωρίζουν από ένα κοινό κρυολόγημα. Ακόμα και όταν εμφανίζουν συμπτώματα, έχουν πυρετό, ρινίτιδα, βήχα, πονόλεμο, πονοκέφαλο, μυαλγίες, κόπωση και μπορεί ο πυρετός να απουσιάζει και να εμφανίζουν συμπτώματα από το γαστρεντερικό, διάρροιες και πόνο στην κοιλιά. Ο κορεσμός του οξυγόνου συνήθως είναι φυσιολογικός για τα παιδιά. Τα παιδιά νοσούν ελαφριά και λιγότερο χρειάζονται να νοσηλευθούν, είπε. Στην οξεία φάση μπορεί να παρουσιάσουν υψηλό πυρετό με δύσπνοια και να χρειαστεί εισαγωγή. Σύμφωνα με διεθνή μελέτη, μόλις το 1,2% των παιδιών χρειάστηκε να νοσηλευθούν και μόλις το 6% από αυτά χρειάστηκε εισαγωγή σε ΜΕΘ. Τόνισε ότι αν και τα παιδιά με υποκείμενα νοσήματα έχουν 7 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο νοσηλείας, το 85% των παιδιών που χρειάζονται νοσηλεία είναι υγιή. Άρα, κατέληξε, όλα τα παιδιά είναι ευάλωτα.
Οι ΜΕΘ στην Ελλάδα είχαν διαχρονικά 30-35% θνητότητα. Αυτό, είπε η Αναστασία Κοτανίδου, καθηγήτρια Πνευμονολογίας και Εντατικής Θεραπείας, διευθύντρια της Α ́ Κλινικής Εντατικής Θεραπείας στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός, μάς έφερε σε σχετικά καλή θέση.
Δεν είχαμε ποτέ στην Ελλάδα την πολυτέλεια να αντιμετωπίζουμε περιστατικά μη διασωληνωμένα τα οποία έχουν λιγότερα προβλήματα από τους βαρέως πάσχοντες που νοσηλεύονται στις ΜΕΘ και καταφέραμε στο πρώτο κύμα να «έχουμε εξαιρετικά αποτελέσματα επιβίωσης, τα οποία όμως άρχισαν να επιδεινώνονται», όσο αυξανόταν η πίεση στο σύστημα υγείας. Οι Έλληνες εντατικολόγοι αντιμετωπίζουν την πανδημία με εξαιρετικά καλά αποτελέσματα, παρά την βαριά κλινική εικόνα των ασθενών.
Ο άρρωστος στο σπίτι δεν πρέπει να πάρει φάρμακα, μόνο αντιπυρετικά και καλή ενυδάτωση, είπε η Αντωνία Κουτσούκου, καθηγήτρια Πνευμονολογίας και Εντατικής Θεραπείας, διευθύντρια της Α ́ Πνευμονολογικής Κλινικής στο νοσοκομείο Σωτηρία. Ο ασθενής θα πρέπει να έχει ένα οξύμετρο και θερμόμετρο και να παρακολουθεί την κατάστασή του τρεις φορές την ημέρα. Αν ο κορεσμός παραμένει κάτω από 94 πρέπει να επισκεφτεί νοσοκομείο. Για τις βιταμίνες, είπε ο κ. Σύψας, δεν φαίνεται ότι βοηθούν. Τα νεότερα αντιικά φάρμακα πρέπει να χορηγηθούν 3-5 μέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων.
Αυτή τι στιγμή στην Ελλάδα χρησιμοποιούμε έναν αλγόριθμο για νοσηλευόμενους ασθενείς, ο οποίος είναι αναρτημένος στον ΕΟΔΥ, όπου ο κάθε γιατρός μπορεί να τον δει και να τον χρησιμοποιήσει. Μάλιστα, όπως είπε ο κ. Σύψας, θα αναθεωρηθεί σύντομα.
Σχετικά με τα μονοκλωνικά αντισώματα, ο κ. Λουκίδης είπε ότι δεν δίνονται σε νοσηλευόμενους ασθενείς, αλλά τις πρώτες 5 μέρες σε ασθενείς με θετικό PCR. Αυτή τη στιγμή δίνονται σε συγκεκριμένους ασθενείς, αλλά σύντομα τα κριτήρια θα αλλάξουν.