Ο Γερμανικός Οίκος αξιολόγησης Scope Raitings με ανακοίνωση που εξέδωσε το βράδυ της Παρασκευής 4/8/2023, αναβάθμισε τις μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε BBB- (επενδυτική βαθμίδα) και αλλάζει το Outlook σε σταθερό. Η ενίσχυση της ευρωπαϊκής θεσμικής στήριξης, η ευνοϊκή τροχιά του δημόσιου χρέους και οι μεταρρυθμίσεις του τραπεζικού τομέα οδήγησαν στην αναβάθμιση της αξιολόγησης. Το υψηλό δημόσιο χρέος, οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι πολιτικής και η αστάθεια του τραπεζικού συστήματος αποτελούν προκλήσεις. Να σημειωθεί ότι η Scope Raitings δεν συγκαταλέγεται στους οίκους αξιολόγησης που είναι επιλέξιμοι από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Όμως, όπως και με την αναβάθμιση προ ημερών από τον Ιαπωνικό οίκο R&I, αποτελεί σημαντικό γεγονός που αποτελεί προάγγελο νέων αναβαθμίσεων από τους οίκους που αναγνωρίζει η ΕΚΤ. Οι σταθερές προοπτικές αντανακλούν την άποψη της Scope ότι οι κίνδυνοι για το αξιόχρεο είναι ισορροπημένοι για τους επόμενους 12-18 μήνες.
Περισσότερα εδώ: https://scoperatings.com/ratings-and-research/rating/EN/174874 και εδώ: https://www.scopegroup.com/ScopeGroupApi/api/analysis?id=097c203b-4b26-4fed-8117-b2086e3afdda
Το σκεπτικό της αναβάθμισης
Συγκεκριμένα, η αναβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας BBB- αντικατοπτρίζει τους ακόλουθους παράγοντες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας:
-Διατήρηση της ευρωπαϊκής θεσμικής υποστήριξης για την Ελλάδα, αντανακλώντας τις αλλαγές μετά την κρίση του Covid-19 για τη στήριξη των ευάλωτων κρατών-μελών της Ευρωζώνης μέσω παρεμβάσεων νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό αντανακλά, από το 2020, καινοτομίες στα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ και χαλάρωση των απαιτήσεων πλαισίου εξασφαλίσεων που έχουν διασφαλίσει την καταλληλότητα για τίτλους ελληνικών κρατικών ομολόγων. Τα μέτρα της ΕΚΤ, σε συνδυασμό με την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας ύψους 30,5 δισ. ευρώ (13,7% του μέσου ΑΕΠ 2021-2026) για την Ελλάδα, παράλληλα με τη δυνατότητα περαιτέρω μακροπρόθεσμης αντιμετώπισης του χρέους από ευρωπαίους εταίρους, υποστηρίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους και δημιουργούν δημοσιονομικό χώρο για την κυβέρνηση να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις.
-Σταθερή τροχιά μείωσης του δημόσιου χρέους, λόγω του υψηλού πληθωρισμού, της πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης πάνω από το δυναμικό, του χαμηλού μέσου κόστους επιτοκίων και της επίτευξης πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Ο λόγος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί στο 160,7% έως το 2023, σημειώνοντας μείωση 46 π.μ. από την κορύφωση του 2020.
-Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που περιόρισαν ουσιαστικά τους δείκτες των υψηλών μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) και ενίσχυσαν τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος παράλληλα με τις πολιτικές που ευθυγραμμίζονται με τη χρηματοδότηση του RRF και κινητοποιούν τις επενδύσεις, ενισχύουν την ανάκαμψη.
Όμως, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας περιορίζονται από ορισμένες προκλήσεις:
-Πρώτον, το υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο αντιπροσωπεύει μια μακροπρόθεσμη ευπάθεια. Ο οίκος θεωρεί περαιτέρω ουσιαστικές μειώσεις του λόγου του χρέους ως κρίσιμες για τη μελλοντική πορεία αξιολόγησης της Ελλάδας. Επιπλέον, η σταδιακή αποδυνάμωση της ισχυρής διάρθρωσης του χρέους, με υψηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης, παράλληλα με τη σταδιακή μετάβαση από τη δημόσια στην ιδιωτική ιδιοκτησία του χρέους, και τη συντομότερη μέση διάρκεια του νέου χρέους, αντικατοπτρίζει μια πρόκληση.
-Δεύτερον, υπάρχουν κίνδυνοι πολιτικής καθώς η Ελλάδα μεταβαίνει από την εξάρτηση από την υπό όρους πίστωση των επίσημων δανειστών στη χρηματοδότηση των αγορών.
-Τρίτον, οι αδυναμίες του τραπεζικού τομέα παραμένουν.
-Τέλος, οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες όπως το μέτριο μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό, η υψηλή ανεργία, ο αδύναμος εξωτερικός τομέας και οι μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές προκλήσεις αποτελούν περιορισμούς.
Το σταθερό οutlook αντιπροσωπεύει τη γνώμη της Scope ότι οι κίνδυνοι για τις αξιολογήσεις εξισορροπούνται τους επόμενους 12-18 μήνες.
Οι μακροπρόθεσμες Αξιολογήσεις/Προοπτικές θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν εάν, μεμονωμένα ή συλλογικά: i) η ονομαστική ανάπτυξη και η δημοσιονομική εξυγίανση διατηρήσουν μια ισχυρή και διαρκή πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους μεσοπρόθεσμα. ii) οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα μειωθούν, μέσω ισχυρότερης κεφαλαιοποίησης, περαιτέρω μειώσεων των μη εξυπηρετούμενων δανείων. και/ή iii) οι διαρθρωτικές οικονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες περιοριστούν, αυξάνοντας το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό και ενισχύοντας τη μακροοικονομική βιωσιμότητα.
Αντίθετα, οι Αξιολογήσεις/Προοπτικές θα μπορούσαν να υποβαθμιστούν εάν, μεμονωμένα ή συλλογικά: i) η στήριξη της Ευρωζώνης για το ελληνικό χρέος περιοριζόταν σημαντικά. ii) οι δημοσιονομικές πολιτικές παραμένουν χαλαρές για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ή επέρχεται πιο σοβαρή οικονομική ύφεση, εμποδίζοντας ή αντιστρέφοντας μια τρέχουσα τροχιά μειώσεων του λόγου δημόσιου χρέους· iii) οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα αυξηθούν εκ νέου. και/ή iv) η βιωσιμότητα της μακροοικονομικής ανάπτυξης εξασθενεί ή/και αυξάνονται οι μακροοικονομικές ανισορροπίες και οι ανισορροπίες του εξωτερικού τομέα.
«Ο πρώτος μοχλός της αναβάθμισης της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα είναι η διαρκής ευρωπαϊκή θεσμική υποστήριξη, την οποία η Scope αναμένει να αντέξει πέρα από τις πρόσφατες κρίσεις, με τις καινοτομίες στη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική να αντικατοπτρίζουν μόνιμα διαθέσιμα μέσα πολιτικής. Αυτό αντανακλά, συγκεκριμένα, μέτρα νομισματικής πολιτικής που επικεντρώνονται στις αγορές περιουσιακών στοιχείων από την ΕΚΤ και στη χαλάρωση των απαιτήσεων πλαισίου εξασφαλίσεων. Επιπλέον, τα δημοσιονομικά προγράμματα της ΕΕ έχουν προχωρήσει, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος ανθεκτικότητας. (…)
Οι καινοτομίες στην πολιτική της ΕΚΤ από την κρίση του Covid-19 αποτέλεσαν άγκυρα για τη διατήρηση της βιωσιμότητας των συνθηκών χρηματοδότησης. Πριν από την κρίση, τα ελληνικά ομόλογα δεν ήταν επιλέξιμα για αγορές περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ ή ως εξασφάλιση, και οι αγορές της ΕΚΤ περιορίζονταν επιπλέον στην ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν ιδιότυπες, ειδικές για κάθε χώρα αδυναμίες. Η Scope υποστηρίζει η επιλεξιμότητα της Ελλάδας και της ευελιξίας των νομισματικών πολιτικών της ΕΚΤ είναι πιθανό να διατηρηθεί. Οι πρόσφατες ανακοινώσεις μετά την κρίση Ρωσίας-Ουκρανίας υποστήριξαν την υπόθεση. Πρώτον, η ΕΚΤ έχει ανακοινώσει ότι, κατά τη φάση επανεπένδυσης του PEPP, που προγραμματίζεται επί του παρόντος τουλάχιστον έως το τέλος του 2024, τα ελληνικά χρεόγραφα θα παραμείνουν διαθέσιμα για αγορά πάνω και πέρα από την ανακύκλωση των εξαγορών, εάν απαιτείται. (…)
Εφόσον η Ελλάδα παραμένει συμμορφωμένη με τους δημοσιονομικούς κανονισμούς και τους κανονισμούς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η Scope θεωρεί ότι το Ευρωσύστημα είναι πιθανό να στηρίξει τις ελληνικές αγορές στο μέλλον υπό δυσμενή σενάρια στις αγορές. Η πολιτική σταθερότητα που εξασφαλίστηκε μετά τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές ενισχύει την ικανότητα της κυβέρνησης για περαιτέρω υιοθέτηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων. Ένα συνετό πλαίσιο πολιτικής για το σύνολο ενισχύει τη σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη, πιθανώς να εδραιώνει την ευρωπαϊκή υποστήριξη για τουλάχιστον τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Εκτός από τη στήριξη της ΕΚΤ, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας βοηθούνται από τις δημοσιονομικές πολιτικές της ΕΕ. Η χώρα επιτυγχάνει τα κύρια ορόσημα του προγράμματος Next Generation EU (NGEU). Η χρηματοδότηση του NGEU για την Ελλάδα ανέρχεται σε 30,5 δισ. ευρώ έως το 2026 (13,7% του μέσου ΑΕΠ 2021-2026 – ένας από τους υψηλότερους τέτοιους δείκτες της ΕΕ), με την πλειονότητα της χρηματοδότησης (17,8 δισ. ευρώ) σε επιχορηγήσεις και τις υπόλοιπες με ευνοϊκούς όρους δάνεια. Η χρηματοδότηση αυτή συνδέεται με μέτρα εκσυγχρονισμού της οικονομίας και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Περίπου το ένα τέταρτο των προγραμματισμένων χρημάτων έχει εκταμιευθεί μέχρι σήμερα και, κατά τον Μάιο του 2023, η Ελλάδα υπέβαλε αίτημα για την τρίτη πληρωμή 1,7 δισ. Ευρώ. (…)
Η ευρωπαϊκή υποστήριξη για την Ελλάδα αντικατοπτρίζει επίσης τη συνεργασία μετά τα προγράμματα Οικονομικής Προσαρμογής των περασμένων ετών παράλληλα με το πλαίσιο Ενισχυμένης Εποπτείας μετά το πρόγραμμα που ολοκληρώθηκε στις 2 Αυγούστου του περασμένου έτους. (…)
Η εποπτεία της ΕΕ μετά τη διάσωση επιδιώκει να διασφαλίσει ότι οι ετήσιες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα παραμείνουν κάτω από το 20% του ΑΕΠ έως το 2060, με το Eurogroup να συμφωνεί να επανεξετάσει, στο τέλος της περιόδου χάριτος του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας το 2032, εάν ενδέχεται να χρειαστούν πρόσθετα μέτρα για το χρέος για να διατηρηθεί η επίτευξη αυτού του στόχου. Δεδομένου του ιστορικού του EFSF στον επαναπροσδιορισμό των αποπληρωμών του ελληνικού χρέους, η Scope αναμένει από το Eurogroup να παράσχει πρόσθετα μέτρα για το χρέος εάν χρειαστεί για να βοηθήσει στη διατήρηση των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας σε βιώσιμα επίπεδα».
Η δεύτερη κινητήρια δύναμη της αναβάθμισης αντανακλά μια σταθερή τροχιά μείωσης του δημόσιου χρέους και αναμενόμενα διατηρούμενα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού.
Μετά από πάνω από μια δεκαετία και πολλές πρωτοβουλίες από ευρωπαίους και διεθνείς εταίρους για την επαναφορά του δείκτη χρέους της Ελλάδας σε βιώσιμη τροχιά, είχε φτάσει σε νέα ρεκόρ όλων των εποχών 206,3% του ΑΕΠ μέχρι το 2020 εν μέσω πανδημίας. Ωστόσο, με στήριξη από την ισχυρή οικονομική ανάκαμψη από το τρίτο τρίμηνο του 2020 (αύξηση 8,4% το 2021, ακολουθούμενη από 5,9% πέρυσι), τον αυξημένο πληθωρισμό (9,3% το 2022, σε σύγκριση με μέσο πληθωρισμό 2012-2021 στο 0,1%), το ακόμη χαμηλό μέσο κόστος τόκων μετά από αναδιαρθρώσεις χρέους του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και προγράμματα δανείων με ευνοϊκούς όρους, την απότομη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 2,3% του ΑΕΠ πέρυσι, το ελληνικό χρέος μειώθηκε κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες σε περίπου 171% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2022.
Η βασική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους της Scope προβλέπει περαιτέρω μείωση αυτού του δείκτη δημόσιου χρέους, αν και με επιβράδυνση, καθώς ομαλοποιείται η οικονομική ανάπτυξη, φθάνοντας στο 160,7% έως το 2023 και στο 141,6% έως το 2028. Αυτό το βασικό σενάριο προϋποθέτει βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη επιβράδυνση στο 2,4% για το 2023, 1,6% το 2024 και 1,3% κατά την περίοδο 2025-2028 (δεν προβλέπεται ύφεση κατά τον προβλεπόμενο ορίζοντα). Επιπλέον, το σενάριο προϋποθέτει διατήρηση πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος από το 2023-2028 –με τα ονομαστικά δημοσιονομικά ελλείμματα να παραμένουν κάτω από τα όρια του Μάαστριχτ του 3% του ΑΕΠ μεταξύ του 2022 και της ολοκλήρωσης του προβλεπόμενου ορίζοντα έως το 2028.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, το χρέος προς το ΑΕΠ επιστρέφει στα χαμηλότερα επίπεδά του από το 2012. Ωστόσο, υπάρχουν και δυσμενή σενάρια, τα οποία ενδέχεται να επιβραδύνουν ή να αντιστρέψουν την πτωτική πορεία του χρέους: i) απότομη οικονομική ύφεση. ii) μια απροσδόκητη επιστροφή σε χαμηλό πληθωρισμό. iii) μια νέα σοβαρή αύξηση των επιτοκίων δανεισμού. και/ή iv) μια απροσδόκητη σημαντική εξασθένηση της δημοσιονομικής θέσης. Για παράδειγμα, κάτω από ένα δυσμενές σενάριο δύο ετών ύφεσης το 2024-25, το ελληνικό χρέος θα μπορούσε να αυξηθεί εκ νέου στο 180% έως το 2025.
Οι αξιολογήσεις της Ελλάδας εδραιώνονται περαιτέρω από ένα ισχυρό προφίλ χρέους που προκύπτει από τη διαχείριση του δημόσιου χρέους των τελευταίων ετών, τα υποστηρικτικά μέτρα των πιστωτών της Ευρωζώνης, παράλληλα με τις παγκόσμιες συνθήκες χαμηλών επιτοκίων πριν από το 2022. Αυτό αντικατοπτρίζεται στο υψηλό μερίδιο του χρέους που κατέχει ο επίσημος τομέας (περίπου 85% του χρέους), αφού συμπεριληφθούν σε αυτό το ποσοστό τα ελληνικά ομόλογα που κατέχει προσωρινά το Ευρωσύστημα. (…) Η κυβέρνηση συγκέντρωσε επιτυχώς 3,5 δισ. ευρώ μέσω ενός 15ετούς ομολόγου τον περασμένο μήνα –η πρώτη έκδοση μετά τις εκλογές. Οι κίνδυνοι αναχρηματοδότησης μειώνονται επιπλέον με το ταμειακό υπόλοιπο 30,6 δισ. ευρώ (14,7% του ΑΕΠ) στο τέλος του 2022.
Ωστόσο, καθώς η Ελλάδα βγαίνει από τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής και τα σχετικά δάνεια με ευνοϊκούς όρους και ελάφρυνση χρέους, η επιδιωκόμενη μετάβαση στην εξάρτηση από τη χρηματοδότηση της αγοράς, ειδικά υπό τις τρέχουσες συνθήκες υψηλότερων επιτοκίων, θα αποδυναμώσει σταδιακά την ισχυρή δομή του χρέους. Εν μέσω υψηλότερων μακροπρόθεσμων επιτοκίων από πέρυσι, η σταθμισμένη μέση διάρκεια του νέου δανεισμού μειώθηκε προσωρινά σε 5,5 έτη το 2022 και 4,6 έτη το 2023. Καθώς η Ελλάδα δανείζεται στις αγορές και το Ευρωσύστημα να επιταχύνει την ποσοτική σύσφιξη, το δημόσιο χρέος θα δοθεί σταδιακά σε ιδιωτικά χέρια. Η Scope αναμένει ότι το μέσο κόστος τόκων του ελληνικού χρέους θα αυξηθεί περαιτέρω στο 2% έως το 2028 – ωστόσο θα παραμείνει αρκετά κάτω από τα επίπεδα από τις αρχές της δεκαετίας του 2010.
Ο τρίτος μοχλός της αναβάθμισης είναι οι πολιτικές που έχουν περιορίσει τους υψηλούς δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων και έχουν ενισχύσει τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.
Το Hercules Asset Protection Scheme ολοκλήρωσε τις τελικές τιτλοποιήσεις τον Οκτώβριο του 2022, μετά την έναρξη τον Δεκέμβριο του 2019, έχοντας διευκολύνει μείωση NPLs ύψους 55 δισ. ευρώ. Αυτό το καθεστώς οδήγησε σε σημαντική μείωση των NPLs στο 8,2% των συνολικών δανείων σε ενοποιημένη βάση έως τον Μάρτιο του 2023, από 49,2% στα επίπεδα Ιουνίου 2017 (και 40% στο τέλος του 2019). Και οι 4 συστημικές ελληνικές τράπεζες πέτυχαν τους στόχους μονοψήφιου δείκτη NPLs μέχρι το τέλος του 2022. Βέβαια, υπογραμμίζει ο οίκος, αυτό οφειλόταν κυρίως στον χαρακτηρισμό πολλών δανείων ως «κρατούμενα προς πώληση» –εν αναμονή της ολοκλήρωσης του συναλλαγές πώλησης μέσω τιτλοποίησης.
Παράλληλα με τη χρηματοδότηση NGEU της ΕΕ, το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, «Greece 2.0», επιδιώκει την κινητοποίηση πρόσθετων 26 δισ. ευρώ σε επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα και σκιαγραφεί τις μεταρρυθμίσεις σε: i) την πράσινη μετάβαση. ii) ψηφιακή μετάβαση. iii) απασχόληση, δεξιότητες και κοινωνική συνοχή. και iv) ιδιωτικές επενδύσεις και οικονομικό μετασχηματισμό.
Οι αρχές αναμένουν ότι το πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0» θα αυξήσει την παραγωγή κατά 4,3% έως το 2026, ενώ, σε συνδυασμό με τις προγραμματισμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η παραγωγή θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 6,9% έως το 2026. Αυτό υποβοηθείται από το ισχυρό ρεκόρ της Ελλάδας στην απορρόφηση κονδυλίων από την ΕΕ, αφού κατέλαβε τη δεύτερη θέση μεταξύ της ΕΕ-27 κατά τη φάση του προϋπολογισμού 2014-2020. Συγκριτικά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η επίδραση του NGEU για την ελληνική ανάπτυξη (χωρίς τον αντίκτυπο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην ανάπτυξη) θα μπορούσε, βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα, να αυξήσει τη βασική ετήσια ανάπτυξη 0,3-0,5 π.μ. κατά την περίοδο 2021-2026.
Τέλος, οι προκλήσεις αξιολόγησης θεωρούν τον μέτριο μακροπρόθεσμο δυνητικό πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης της Ελλάδας περίπου 1%, ο οποίος παραμένει περιορισμένος από τη συρρίκνωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας κατά 0,5% ετησίως από το 2023-28.
Οι περιβαλλοντικές προκλήσεις θα μπορούσαν επιπλέον να επηρεάσουν τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη εάν οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα επηρεάσουν τους κρίσιμους τομείς του τουρισμού και της γεωργίας της Ελλάδας. Επιπλέον, οι περιορισμοί στην οικονομική διαφοροποίηση, οι ακαμψίες στην αγορά εργασίας, το χαμηλό επενδυτικό μερίδιο σε οικονομικό προϊόν (το χαμηλότερο της ΕΕ), η ακόμα υψηλή τελική κατανάλωση σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα και οι αυξημένες καθυστερούμενες οφειλές του ιδιωτικού τομέα αποτελούν προκλήσεις.
Από το πρώτο τρίμηνο του 2023, η ελληνική οικονομία παρέμεινε κατά 23% μικρότερη από ό,τι πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-09 και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι 57% του μέσου όρου της ΕΕ – αντανακλώντας τις συνέπειες των κρίσεων που βιώθηκαν τα τελευταία 15 χρόνια. Ομοίως, η ανεργία παραμένει συγκριτικά αυξημένη στο 11,1% τον Ιούνιο, αν και τα επίπεδα έχουν υποχωρήσει από τις κορυφές του Ιουνίου 2020 κατά 20,2%.
Η φορολογική συμμόρφωση και οι αυξημένες δαπάνες για συντάξεις και μισθούς του δημόσιου τομέα (πάνω από τους μέσους όρους της ζώνης του ευρώ)7 αποτελούν περαιτέρω περιορισμούς στην αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας, αν και έχουν καταβληθεί σημαντικές προσπάθειες για την ενίσχυση της είσπραξης φόρων. Επιπλέον, οι αξιολογήσεις της Ελλάδας περιορίζονται από έναν συγκριτικά αδύναμο εξωτερικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των διαρθρωτικών ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία διαμορφώθηκαν στο 7,9% του ΑΕΠ το έτος έως τον Μάιο του 2023, κάτω από το 9,7% του 2022 αλλά σημαντικά υψηλότερα από το 1,5% του 2019.
Κοιτάζοντας το μέλλον, το ΔΝΤ βλέπει το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών να μετριάζεται σταδιακά στο 3,0% του ΑΕΠ έως το 2028. Λόγω των εξωτερικών ελλειμμάτων, η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδας διαμορφώθηκε στο -141% του ΑΕΠ το 1ο τρίμηνο του 2023 (αν και βελτιώθηκε από -182% στο χαμηλά β’ τριμήνου 2021), παρόλο που οι σχετικοί κίνδυνοι μετριάζονται από ένα υψηλό μερίδιο των υποχρεώσεων σε ευρώ που οφείλονται σε πιστωτές του επίσημου τομέα.