Η συντριπτική πλειονότητα (άνω του 95%) του ιατρικού σώματος σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα έχουν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό τους αναμένοντας τις αποφάσεις για τρίτη επαναληπτική δόση, αναφέρεται σε υπόμνημα που έστειλε στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ο Ιατρικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης και ο πρόεδρος Νίκος Νίτσας. Με αφορμή την επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Θεσσαλονίκη, ενόψει των εγκαινίων της ΔΕΘ, ο κ. Νίτσας, έκανε ένα σύντομο απολογισμό των προσπαθειών του ιατρικού κόσμου της Θεσσαλονίκης, στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, επισημαίνοντας, ταυτόχρονα, ελλείψεις και χρόνιες παθογένειες.
Ο κ. Νίτσας, μεταξύ άλλων, σημειώνει, ότι χάρη στις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών της πόλης, τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα, κατά το 2ο και 3ο κύμα της πανδημίας, δεν υπήρξε πολίτης που να μην έχει λάβει την απαραίτητη φροντίδα υγείας. Επισημαίνει, ότι τους τελευταίους μήνες οι προσπάθειες του ΙΣΘ έχουν ενταθεί, ώστε να πεισθούν να εμβολιασθούν όλοι εκείνοι που αντιμετωπίζουν τον εμβολιασμό κατά της νόσου Covid-19 με φόβο ή σκεπτικισμό και αναφέρει ότι στο πλαίσιο της 85ης Δ.Ε.Θ. θα πραγματοποιηθεί, για 4η χρονιά, η καμπάνια του ΙΣΘ «ΕμβολιάΖΩ 4» με στόχο την ενημέρωση των πολιτών για την ασφάλεια και αναγκαιότητα των εμβολιασμών με ιδιαίτερη έμφαση στον εμβολιασμό κατά της Covid-19.
Οσον αφορά την κατάσταση των νοσοκομείων της πόλης, υπογραμμίζει, ότι είναι επιβεβλημένη η βελτίωση των υποδομών τους και τονίζει ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του ΕΣΥ είναι η υποστελέχωση σε ιατρικό προσωπικό λόγω συνταξιοδοτήσεων. Σημειώνει, δε, ότι η χαμηλή κάλυψη (30-40%) των θέσεων που προκηρύσσονται για γιατρούς του ΕΣΥ οφείλεται κυρίως στις χαμηλές αμοιβές των νοσοκομειακών γιατρών, στην έλλειψη κινήτρων και έχει ως αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία του ΕΣΥ και τη συνεχιζόμενη μετανάστευση των νέων γιατρών στο εξωτερικό, η οποία πρέπει να ανακοπεί. Παράλληλα, επισημαίνει, ακόμη, ότι το καθεστώς των επικουρικών γιατρών, σε Κέντρα Υγείας και Νοσοκομεία, πρέπει να είναι ένα εργαλείο για την κάλυψη θέσεων για μικρό χρονικό διάστημα, υπογραμμίζοντας, ότι « οι περισσότεροι υπηρετούντες επικουρικοί ιατροί σήμερα, καλύπτοντας μόνιμες και διαρκείς ανάγκες βρίσκονται σε καθεστώς εργασιακής ομηρείας που πρέπει να λήξει με την προκήρυξη θέσεων μονίμων γιατρών του ΕΣΥ» .
Αναφέρει, επίσης, ότι θα πρέπει να υλοποιηθεί άμεσα «σύμπραξη του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα για το καλό της δημόσιας υγείας με την ταυτόχρονη αξιοποίηση των επενδύσεων που έχουν γίνει στο ΕΣΥ προς όφελος των πολιτών, όπως γίνεται σε άλλα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας (Γερμανία, Αυστρία)». Σε ότι αφορά την κατάσταση στο χώρο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας ο ΙΣΘ σημειώνει, ότι η χώρα μας αποτελεί ίσως το μοναδικό παράδειγμα χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου δεν υπάρχει ένα αποτελεσματικό και ολοκληρωμένο σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.
Αναφερόμενος στην κατάσταση στο Τμήμα Ιατρικής σχολής ΑΠΘ, θεωρεί απαραίτητη η προκήρυξη νέων θέσεων μελών ΔΕΠ και τεχνικού/διδακτικού προσωπικού (ΕΤΕΠ, ΕΔΙΠ) για την αναπλήρωση των αφυπηρετησάντων. Τέλος, τονιζει, ότι «ο ΕΟΠΥΥ εξακολουθεί να εκμεταλλεύεται τη μονοψωνιακή θέση του στην αγορά υπηρεσιών υγείας λειτουργώντας συχνά αυθαίρετα και σε βάρος των ιατρών» και παράλληλα, χαρακτηρίζει, το αδιανόητο και τιμωρητικό σύστημα του claw back.