Ανθεκτικότητα και αισιοδοξία των Ελλήνων εργαζομένων παρά την κρίση της πανδημίας του κορονοϊού, καταδεικνύει έρευνα της Randstad που διενεργήθηκε το τέταρτο τρίμηνο του 2020.
Το 2020, σύμφωνα με την έρευνα, προκάλεσε έντονες πιέσεις στον κόσμο της εργασίας υποχρεώνοντας χωρίς καμία εξαίρεση εργαζόμενους και επιχειρήσεις στην Ελλάδα να λειτουργήσουν με διαφορετικούς τρόπους και να υιοθετήσουν νέα μοντέλα εργασίας στην προσπάθειά τους να εναρμονιστούν με τις συνθήκες που επέβαλε το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, στην Ελλάδα, η εργασιακή ικανοποίηση αγγίζει το 70%, ποσοστό αυξημένο κατά 6 μονάδες σε σχέση με το 2019.
Όπως διαφάνηκε από την εξέλιξη της κρίσης, ο αντίκτυπος μεταφράστηκε σε δύο πολύ βασικά ζητούμενα: τόσο η εξ αποστάσεως εργασία συστήθηκε ως η νέα κανονικότητα, όσο και η διασφάλιση της απασχόλησης και η διακράτηση των εργαζομένων στις υφιστάμενες θέσεις εργασίας, την ίδια στιγμή που οι απολύσεις συνεχίζουν να αποτελούν το μεγάλο «αγκάθι», αποδείχθηκαν εξαιρετικά δύσκολες προκλήσεις για τις επιχειρήσεις. Παράλληλα, οι εργαζόμενοι έχουν μάθει, ή πρέπει να μάθουν, να αναβαθμίζουν τις δεξιότητές τους (upskilling) για να παραμείνουν ανταγωνιστικοί στην πρόσφατα μετασχηματισμένη ψηφιακή οικονομία.
Μέσα σε μόλις έναν χρόνο, οι εργοδότες απέκτησαν μεγαλύτερο δίκτυο ενεργών υποψηφίων εργαζομένων ενώ η ανησυχία σχετικά με επικείμενες απολύσεις είναι διάχυτη ανάμεσα στους εργαζόμενους.
Πριν από το ξέσπασμα της κρίσης Covid-19, οι περισσότεροι εργαζόμενοι κατάφερναν να διαχειριστούν τις απαιτήσεις της εργασίας και της προσωπικής ζωής με προβλέψιμο τρόπο. Ωστόσο, η πανδημία ανέτρεψε εντελώς αυτή τη συνθήκη.
Για ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων εργαζομένων, το άγχος των καθημερινών μετακινήσεων και της εργασίας στο γραφείο αντικαταστάθηκε με τις αυξημένες και διευρυμένες οικογενειακές ευθύνες αλλά και την «εισβολή» της εργασίας στην προσωπική ζωή. Η εργασία από το σπίτι αποτέλεσε ταυτόχρονα για πολλές οικογένειες μια ευεργετική και αγχωτική κατάσταση. Χαρακτηριστικά, οι εργαζόμενοι γονείς χρειάστηκε να φροντίζουν τα παιδιά και τα ηλικιωμένα μέλη της οικογένειας, ενώ παράλληλα έπρεπε να ανταποκριθούν στα επαγγελματικά τους καθήκοντα. Συνεπώς, η εργασία και τα οικογενειακά καθήκοντα αναμίχθηκαν για να δημιουργήσουν μια μακρά συνεχή εργάσιμη ημέρα.
Για εκείνους που δεν μπορούσαν να εργαστούν από το σπίτι, η πανδημία επεφύλαξε ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους. Πολλοί εργαζόμενοι ήρθαν αντιμέτωποι με πιθανή έκθεση στον ιό κάθε φορά που πήγαιναν στη δουλειά. Η συμβολή τους αποδείχθηκε καταλυτική -σε κλάδους όπως η υγειονομική περίθαλψη, το λιανεμπόριο, οι εφοδιαστικές αλυσίδες και οι υπηρεσίες μεταφορών και παραδόσεων- καθώς κατάφεραν να αντιδράσουν στην απειλή της Covid-19 και επέτρεψαν στις αγορές να συνεχίσουν να λειτουργούν. Επιπλέον, όλοι οι εργαζόμενοι με παιδιά κλήθηκαν επίσης να υποστηρίξουν την εκπαίδευση και το σχολείο από το σπίτι, επιδεινώνοντας την ήδη τεταμένη κατάσταση για τους ίδιους.
Ενώ οι περισσότεροι εργαζόμενοι υποστηρίζουν ότι αισθάνονται τη στήριξη από τους εργοδότες τους, πολλοί δηλώνουν επίσης ότι είναι πρόθυμοι να κάνουν υποχωρήσεις για να διασφαλίσουν τη θέση εργασίας τους. Το 63% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα δήλωσαν ότι αισθάνονται ότι υποστηρίζονται συναισθηματικά από τον εργοδότη τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μάλιστα, το 16% των Ελλήνων εργαζομένων δήλωσαν ότι θα ήταν πρόθυμοι να εργαστούν περισσότερες ώρες ακόμη και χωρίς αύξηση της αμοιβής τους μόνο για να διατηρήσουν την εργασία τους. Τέλος, το 45% των Ελλήνων εργαζομένων δήλωσαν ότι θα αναλάμβαναν διαφορετικό ρόλο εντός της εταιρείας, εάν τους ζητηθεί.
Παράλληλα με την ασφάλεια της εργασίας να αποτελεί αναμφίβολα το κύριο ζητούμενο από τους εργαζομένους κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενδιαφέροντα στοιχεία φανερώνουν ότι η προστασία των μισθών αναφέρεται ως το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό που αξιολογείται με ποσοστό 82% μετά το ξέσπασμα της κρίσης Covid-19.
Το 63% των Ελλήνων/ίδων που ρωτήθηκαν, πιστεύει ότι οι εργοδότες συνεχίζουν να δυσκολεύονται στην εύρεση κατάλληλων ταλέντων ακόμη και σε περιόδους υψηλότερης ανεργίας. Φυσικά, πολλές από τις δεξιότητες που αναζητούσαν οι εταιρείες πριν από την έλευση της πανδημίας, εξακολουθούν να έχουν μεγάλη ζήτηση, με ορισμένα ταλέντα να είναι ακόμη πιο σπάνια. Όπως σημειώνει η έρευνα, κάποιες δεξιότητες θα είναι ιδιαίτερα σημαντικές στην μετά Covid-19 οικονομία λόγω της επιτάχυνσης της ψηφιοποίησης.
Οι εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, έχουν προσαρμοστεί στους νέους τρόπους εργασίας. Όπως καθίσταται σαφές από την έρευνα, οι εργαζόμενοι επιθυμούν να περάσουν λίγο χρόνο στο εργασιακό τους περιβάλλον, τόσο για λόγους κοινωνικής αλληλεπίδρασης, όσο και για τον περιορισμό περισπασμών.
Το 81% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι διαθέτουν τον εξοπλισμό και την τεχνολογία που απαιτούνται για να προσαρμοστούν στον ψηφιακό κόσμο, όμως μόνο το 19% δηλώνει ότι προσπαθεί να μάθει νέες δεξιότητες που απαιτούνται σε αυτό το νέο ψηφιακό περιβάλλον. Το 54% των ερωτηθέντων συμφώνησαν ότι τόσο ο εργοδότης όσο και ο εργαζόμενος πρέπει να είναι από κοινού υπεύθυνοι για την ανανέωση των δεξιοτήτων και των ικανοτήτων των εργαζομένων.
Η έρευνα έδειξε ότι το 72% των Ελλήνων εργαζομένων πιστεύει ότι η εταιρεία τους προσφέρει ένα περιβάλλον χωρίς αποκλεισμούς, όπου τα άτομα με κάθε είδους διαφορετικότητα και αναπηρίες αισθάνονται ευπρόσδεκτα και εκτιμώνται για τη συνεισφορά τους. Προς επίρρωση αυτού, όπως διατυπώνεται στην έρευνα, είναι η παροχή εκπαίδευσης στους υπαλλήλους (41,25%) και η δημιουργία συνθηκών ενός περιβάλλοντος εργασίας χωρίς αποκλεισμούς, όπου όλες οι απόψεις μπορούν να εκφραστούν και να ακουστούν (33,63%).
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, στην Ελλάδα, η εργασιακή ικανοποίηση αγγίζει το 70%, ποσοστό αυξημένο κατά 6 μονάδες σε σχέση με το 2019. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό αυτό παραμένει παραδόξως αρκετά σταθερό τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Η επιθυμία για αλλαγή της εργασίας παρέμεινε και το 2020 για τους Έλληνες ερωτηθέντες στην έρευνα. Το 30% δήλωσε ότι αναζητά το τρέχον διάστημα διαφορετικές ευκαιρίες εργασίας, όπως αντίστοιχα είχε αποτυπωθεί και το 2019.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι το 16% των εργαζομένων μετακινήθηκε το 2020, ποσοστό μειωμένο κατά τρεις μονάδες σε σχέση με το 2019. Οι κυριότεροι λόγοι αλλαγής της εργασίας είναι: οι καλύτερες συνθήκες απασχόλησης (38%) και η προσωπική επιθυμία για αλλαγή (33%).
Ποσοστό 29% των ερωτηθέντων της έρευνας ανέφεραν ότι φοβούνται πως θα χάσουν τη θέση εργασίας τους, ποσοστό που παραμένει αμετάβλητο με τα στοιχεία της περυσινής έρευνας.