Ο Ιταλός πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε θα απευθύνει ομιλία στην ολομέλεια της Γερουσίας την ερχόμενη Τρίτη 20 Αυγούστου για την κυβερνητική κρίση που έχει ξεσπάσει από την πρόταση μομφής που κατέθεσε το πρώην συγκυβερνών κόμμα της ακροδεξιάς Λέγκας του Ματέο Σαλβίνι.
Σε μια αρνητική εξέλιξη για τον ηγέτη του ακροδεξιού κόμματος, η Γερουσία ψήφισε σήμερα να μην διεξαγάγει μια απευθείας ψηφοφορία επί της πρότασης δυσπιστίας, αλλά εντούτοις, κερδίζοντας χρόνο, αποφάσισε να επιτρέψει στον Κόντε να απευθύνει ομιλία στην ιταλική άνω βουλή, πριν από την ψηφοφορία.
Η Ιταλία κινδυνεύει να βυθιστεί στην ύφεση σε περίπτωση διεξαγωγής πρόωρων εκλογών το φθινόπωρο, προειδοποίησε σήμερα ο πρώην πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι, καλώντας για το σχηματισμό μιας μεταβατικής κυβέρνησης.
«Αν γίνουν εκλογές (στα τέλη Οκτωβρίου), δεν ξέρω αν το PD (το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα) θα πάρει 25%, αλλά αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι ο ΦΠΑ θα ανέβει στο 25%. Αυτό θα είναι μια καταστροφή για τη χώρα», δήλωσε ο Ρέντσι σε συνέντευξη Τύπου στη Γερουσία.
Με μια αύξηση του ΦΠΑ στο 25% (έναντι 22% που είναι σήμερα), «είναι βέβαιο ότι η Ιταλία θα βυθιστεί σε ύφεση. Ειδικά με τις εμπορικές εντάσεις των ΗΠΑ-Κίνας και όσα συμβαίνουν στην γερμανική οικονομία», εκτίμησε, προκαλώντας μια «εθνική κατάσταση εκτάκτου ανάγκης».
Είναι απολύτως απαραίτητο να «εμποδίσουμε την αναμενόμενη αύξηση του ΦΠΑ», υποστήριξε. Και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με μέτρα του προϋπολογισμού που θα επιτρέψουν να εισέλθουν στα κρατικά ταμεία περισσότερα από 20 δισεκατομμύρια ευρώ που απαιτούνται.
Διαψεύδοντας τις φήμες περί διάσπασης του Δημοκρατικού κόμματος και δημιουργίας δικού του κόμματος, ο Ρέντσι δεσμεύτηκε για ενότητα του PD και επανέλαβε την πρότασή του για το σχηματισμό μιας μεταβατικής κυβέρνησης, μιας κυβέρνησης «χωρίς φόρους», όπως υποστήριξε ο πρώην αρχηγός της κυβέρνησης (2014-2016).
Όπως και όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, η Ρώμη πρέπει να παρουσιάσει τον προϋπολογισμό της για το 2020 έως το τέλος Σεπτεμβρίου, πριν ξεκινήσει τις συνομιλίες με τις Βρυξέλλες, οι οποίες προμηνύονται δύσκολες για την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης.