«Το νομοσχέδιο που έφερε η κυβέρνηση της ΝΔ, με τον βαρύγδουπο τίτλο «Γιατρός για όλους, ισότιμη και ποιοτική πρόσβαση στις υπηρεσίες του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας και στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και άλλες διατάξεις», απορρίπτεται αφού πρόκειται για μία ακόμη επέκταση των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων ενταγμένες στην πολιτική εμπορευματοποίησης της Υγείας» αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Τμήμα Υγείας – Πρόνοιας της ΚΕ του ΚΚΕ.
Η ανακοίνωση σημειώνει στη συνέχεια αναλυτικά τα εξής:
«Όσον αφορά τον ΕΟΠΥΥ, οι επιμέρους ρυθμίσεις για το καθεστώς λειτουργίας του, όχι μόνο δεν αναιρούν, αλλά αντίθετα ενισχύουν τα χαρακτηριστικά του ως «ιδιωτικού ασφαλιστικού οργανισμού» και των παροχών του σε ανταποδοτική βάση. Τα κριτήρια «ποιότητας», που θεσμοθετεί η κυβέρνηση για τις συμβάσεις με τον ΕΟΠΥΥ, δεν πρόκειται να λύσουν τις ελλείψεις των ιατρικών μηχανημάτων στις δημόσιες μονάδες Υγείας, την πλήρη απουσία τους από ορισμένες περιοχές και τον εξαναγκασμό στις επιπλέον πληρωμές από τους ασθενείς. Το βασικό ζήτημα – από την πλευρά των αναγκών των ασθενών – είναι ότι οι παροχές καθορίζονται από τον κανονισμό του ΕΟΠΥΥ και έχουν περικοπεί με άμεσο ή έμμεσο τρόπο. Με άμεσο γιατί, είτε περιορίστηκαν ή και περικόπηκαν τελείως. Με έμμεσο γιατί, ενώ αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ στο Δημόσιο, στην πραγματικότητα οι ασθενείς – λόγω των τεράστιων ανεπαρκειών των δημόσιων μονάδων Υγείας – υποχρεώνονται να πηγαίνουν στον ιδιωτικό τομέα και να ξαναπληρώνουν με τη μορφή της συμμετοχής ή και εξολοκλήρου.
Όσον αφορά την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) ρυθμίζει τον θεσμό του «προσωπικού γιατρού», με τον οποίο πρέπει να συνδεθούν όλοι, ψάχνοντας από ένα συνονθύλευμα «σημείων ΠΦΥ» – από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (ΚΥ – ΤοΜΥ – ιδιώτες κ.λπ.) – υπονομεύοντας τον ενιαίο και επιτελικό χαρακτήρα που πρέπει να έχει το σύστημα Υγείας. Δεν είναι τυχαίο ότι στο συγκεκριμένο σημείο εισάγονται ορισμένες μόνο τροποποιήσεις στον προηγούμενο νόμο του ΣΥΡΙΖΑ για την ΠΦΥ, αφού στη βασική στρατηγική αντίληψη – όσο και να ψάξει κανείς – δεν πρόκειται να βρει ουσιαστικές διαφορές. Ο θεσμός του “προσωπικού” ή “οικογενειακού” γιατρού, από τη στιγμή που συνδέεται με όρους περιορισμού του “κόστους” των ασθενών και χρησιμοποιείται ως “κόφτης” για τις περαιτέρω αναγκαίες εξειδικευμένες ιατρικές πράξεις, χάνει το αναγκαίο και χρήσιμο περιεχόμενο που έχει. Αυτός ο θεσμός μπορεί να λειτουργήσει ουσιαστικά υπέρ της υγείας του λαού, μόνο εφόσον αποτελεί τον βασικό πυρήνα ενός αναπτυγμένου, στελεχωμένου και εξοπλισμένου κρατικού συστήματος ΠΦΥ, που θα έχει ως κριτήριο την έγκαιρη, ασφαλή και αποτελεσματική αντιμετώπιση των λαϊκών αναγκών στην Υγεία, απολύτως δωρεάν σε όλα τα επίπεδα του κρατικού συστήματος Υγείας.
Όσον αφορά τα απογευματινά – επί πληρωμή – χειρουργεία στα δημόσια νοσοκομεία, πρόκειται για ένα ακόμα βήμα προσαρμογής των δημόσιων νοσοκομείων στην επιχειρηματική λειτουργία τους, προκειμένου να αυξήσουν την “αυτοχρηματοδότησή” τους μέσα από τις έμμεσες και άμεσες πληρωμές των ασθενών. Και σε αυτή την περίπτωση ενεργοποιείται παλαιότερος νόμος του ΠΑΣΟΚ, τον οποίο «ξέχασε» να καταργήσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση με προκλητικό τρόπο λέει στον λαό – που έχει χρυσοπληρώσει για την υγεία του, με τις ασφαλιστικές εισφορές, τη φορολογία, τα διάφορα χαράτσια – ότι για να χειρουργηθεί έγκαιρα, πρέπει να βάλει ακόμα πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη. Εάν οι κυβερνήσεις – τωρινή και προηγούμενες – ανησυχούσαν για τις μακροχρόνιες αναμονές για χειρουργεία και τις σοβαρές τους συνέπειες στην υγεία του λαού, θα είχαν προσλάβει όλο το αναγκαίο προσωπικό, θα αύξαναν τους μισθούς, θα είχαν ανοίξει χειρουργικές αίθουσες, κρεβάτια ανάνηψης και ΜΕΘ, ώστε να μπορούν να λειτουργούν τα χειρουργεία και το απόγευμα, χωρίς ο ασθενής να χρειάζεται να πληρώσει τίποτα επιπλέον.
Όσον αφορά την είσοδο των ιδιωτών γιατρών, ώστε να συμβάλλονται με το ΕΣΥ καλύπτοντας κενά και τρύπες, αποτελεί ευθεία ομολογία της κυβέρνησης ότι δεν θα στελεχώσει τα δημόσια νοσοκομεία με το αναγκαίο προσωπικό. Η πείρα της πανδημίας αναποδογυρίζεται, κυριολεκτικά “με τα πόδια πάνω και το κεφάλι κάτω”. Στην πανδημία, αντί να επιστρατευτούν οι ιδιωτικοί όμιλοι Υγείας, οι κλινικές και οι αλυσίδες διαγνωστικών, που θησαύρισαν στις πλάτες των ασθενών, η κυβέρνηση προχώρησε στην απαράδεκτη επιστράτευση μεμονωμένων ιδιωτών γιατρών (ακόμα και 60άρηδων γιατρών που δεν είχαν εργαστεί σε νοσοκομειακό περιβάλλον για χρόνια), κατά τη διάρκεια μεγάλης πίεσης στα νοσοκομεία. Η ζωή έδειξε ότι το μέτρο αυτό ήταν αναποτελεσματικό, επικίνδυνο για τους ασθενείς και ότι αποτελεί όχημα για την εφαρμογή ελαστικών εργασιακών σχέσεων, διείσδυση των ΣΔΙΤ, ομηρία για τη μεγάλη μάζα των αυτοαπασχολούμενων γιατρών».
«Τα παραπάνω είναι μόνο μερικά από τα βασικά σημεία του νομοσχεδίου της κυβέρνησης, που απ’ όπου κι αν το πιάσει κανείς «λερώνεται». Αν κάτι βγαίνει ως βασικό συμπέρασμα είναι πως κάθε αστική κυβέρνηση βάζει και τη δική της «πινελιά», ώστε οι λαϊκές ανάγκες να περιορίζονται στα όρια του άθλιου δημόσιου συστήματος Υγείας και των πετσοκομμένων παροχών του κράτους και του ΕΟΠΥΥ, που από κοινού έχουν διαμορφώσει. Αναδεικνύεται, επίσης, η σαπίλα αυτού του κοινωνικού οικονομικού συστήματος, του οποίου η ανάπτυξη όλο και λιγότερο «χωράει» τις λαϊκές κοινωνικές ανάγκες, αφού όλο και περισσότερο βαθαίνει την αντίθεση ανάμεσα στις τεράστιες σημερινές δυνατότητες της επιστήμης, της τεχνολογίας, του πολυάριθμου υγειονομικού προσωπικού και του βαθμού αξιοποίησής τους από τον παραγωγό του πλούτου, τον λαό» αναφέρει η ανακοίνωση και τονίζει καταλήγοντας: «Όλα αυτά πρέπει να σημάνουν την απόρριψη του νομοσχεδίου από τον λαό και τους υγειονομικούς στο δρόμο του αγώνα, αλλά και της διεκδίκησης για αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης στην Υγεία, μαζικές προσλήψεις υγειονομικών, ανάπτυξη όλων των απαραίτητων υποδομών και τον σύγχρονο εξοπλισμό τους, αύξηση των αποδοχών των υγειονομικών, κατάργηση κάθε πληρωμής και εισφοράς για την Υγεία, κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δράσης».