Τον κώδωνα του κινδύνου για «υπερβολική χαλάρωση», μετά τη λήξη του αποκλεισμού λόγω της υγειονομικής πανδημίας, «έκρουσε» ο καθηγητής Γενετικής του Πανεπιστημίου της Γενεύης, Εμμανουήλ Δερμιτζάκης, ενημερώνοντας -μέσω τηλεδιάσκεψης- τα μέλη της κοινοβουλευτικής επιτροπής Έρευνας & Τεχνολογίας, με θέμα: «Επιδημιολογικά χαρακτηριστικά της επιδημίας του COVID-19 και η απόκριση της ελληνικής ερευνητικής κοινότητας».
«Είμαι αυστηρός σε ό,τι αφορά τις δηλώσεις του στυλ, ότι “τόσοι μήνες απομόνωσης, ο κόσμος έχει μπουχτίσει”. Δεν το δέχομαι αυτό ως επιχείρημα. [..] Τα προβλήματα είναι πολύ σοβαρά, για να χαλαρώσουμε τόσο πολύ. Ο ρυθμός που θα δώσουμε εμείς ως πολίτες, είναι ο ρυθμός που θα έχουν και οι τουρίστες και όσο υπεύθυνος είναι, τόσο υπεύθυνοι θα είναι και αυτοί, όσο ανεύθυνη είναι η δική μας η πλευρά, τόσο ανεύθυνοι θα είναι και η δική τους συμπεριφορά» προειδοποίησε ο κ. Δερμιτζάκης εν όψει του ανοίγματος της τουριστικής αγοράς.
Ο κ. Δερμιτζάκης, που είναι διευθυντής του Κέντρου Γονιδιώματος Health 2030 και πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας, είπε πως κανείς δεν αγνοεί ότι η εισαγωγή τουριστών είναι ρίσκο, ωστόσο ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να κάνουμε όσα περισσότερα τεστ μπορούμε, «ίσως πιο στοχευμένα, από χώρες που έχουν χειρότερα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά σε σχέση με την Ελλάδα». Θα μπούνε πολλοί φορείς του ιού, αλλά πιστεύω ότι είναι διαχειρίσιμο, με τη λογική, ότι θα υπάρξει συνδυασμός κυβερνητικών και κρατικών οδηγιών, με σοβαρή κοινωνική ευθύνη, των επιχειρηματιών και των ανθρώπων: «Πρέπει ο κόσμος, να πάρει την ευθύνη επάνω του, διότι δεν μπορεί να υπάρχει αστυφύλακας σε κάθε γωνία και να λέει, το τι πρέπει να κάνει ο κάθε πολίτης» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Δερμιτζάκης.
Για την μέχρι τώρα απόκριση της χώρας στην υγειονομική κρίση είπε ότι «ήταν εξαιρετική και πολύ ανώτερη σε πολλά επίπεδα από την απόκριση που είχαν πάρα πολλές χώρες οι οποίες βρίσκονται, υποτίθεται, πάρα πολύ μπροστά από την Ελλάδα σε σχέση με οικονομικά, αλλά και θέματα υποδομών». Αντιθέτως, χαρακτήρισε «απογοητευτική» τη συμμετοχή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ο οποίος «αυτό που κατάφερε ήταν να μπερδέψει και την επιστημονική κοινότητα και τις πολιτικές ηγεσίες για το ποια πρέπει να είναι η αντιμετώπιση».
Ο κ. Δερμιτζάκης εξέφρασε παράλληλα την ικανοποίησή του για τη γρήγορη απόκριση του πρωθυπουργού και του υπουργού Έρευνας κ. Δήμα, τόσο στην πρόταση για την ανάπτυξη τεστ στα ελληνικά ερευνητικά εργαστήρια, όσο και στην πρόταση για την διεξαγωγή γενετικής και ανοσολογικής ανάλυσης των ασθενών από Covid-19 στην Ελλάδα.
Για το θέμα του εμβολίου εξέφρασε την πεποίθηση ότι μέχρι το τέλος του 2020, θα υπάρχουν πολλαπλές επιλογές, από σχετικά αποτελεσματικά έως πολύ αποτελεσματικά εμβόλια, αλλά μετά «τίθεται το θέμα της παραγωγής», η οποία μπορεί να προκύψει με συμφωνίες που θα κάνουν επιμέρους εταιρείες για παραγωγή σε διάφορα άλλα μέρη (του κόσμου). Ο κ. Δερμιτζάκης είπε ότι έχει ήδη θέσει αυτό το θέμα στο γραφείο του πρωθυπουργού, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα συμμετοχής ελληνικών φαρμακευτικών εταιρειών σε τέτοιες συμφωνίες. «Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να είναι έτοιμη και να προσφέρει τη δυνατότητα σε ελληνικές εταιρείες, να παράξουν ένα διεθνές εμβόλιο στα πλαίσια ανταγωνισμού στην Ελλάδα» είπε ο καθηγητής. Όσο για τα φάρμακα, είπε ότι πέραν του επαναπροσδιορισμού της χρήσης γνωστών φαρμάκων, «υπάρχει και ένα δεύτερο κύμα» με την ανάπτυξη του «μονοκλωνιτικού αντισώματος». Αυτό, εξήγησε ο κ. Δερμιτζάκης, «αντικαθιστά το ανοσοποιητικό μας με την εισαγωγή ενός αντισώματος, το οποίο εκθέτει τον ιό πιο πολύ στο ανοσοποιητικό μας σύστημα, ώστε να μπορέσει να αντιμετωπιστεί πολύ πιο γρήγορα». «Υπάρχουν», πρόσθεσε, «αντισώματα, τα οποία, φαίνονται σε εργαστηριακές μελέτες ότι είναι πολύ αποδοτικά. Πιστεύω ότι αυτό θα επιταχύνει τη διαδικασία σε σχέση με πιο πολύπλοκα φάρμακα, τα οποία θα βγουν».
«Πιστεύω ότι του χρόνου θα έχουν ένα καλό συνδυασμό εμβολίου κάποιας αρκετά καλής αποτελεσματικότητας και φαρμάκων, ώστε να αντιμετωπίσουν, όχι μόνο γενικά τον πληθυσμό και δημιουργήσουμε την ανοσία του πληθυσμού, [..] αλλά να βοηθήσουμε και ανθρώπους σε ανοσοκαταστολή ή με αλλεργία στα εμβόλια».
Τέλος, για το εάν θα είμαστε προστατευμένοι στο μέλλον, είπε ότι η συσσώρευση μεταλλάξεων (του κορονοϊού) δεν είναι μεγάλη, ότι ο εμβολιασμός θα γίνεται συχνά, αλλά όχι κάθε χρόνο όπως γίνεται για τη γρίπη.