«Έχουμε ακόμη τρεις – τέσσερις δύσκολους μήνες και μετά θα είναι αισθητά καλύτερα. Αλλά κάθε μέρα είναι δύσκολη», δήλωσε η Καγκελάριος ‘Αγγελα Μέρκελ, κατά τη διάρκεια διαδικτυακής συζήτησης που είχε νωρίτερα σήμερα με δέκα εργαζόμενους σε τηλεφωνικές γραμμές στήριξης, από την οποία προέκυψε ότι έχουν αυξηθεί σημαντικά τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, κατάθλιψης και αυτοκτονικών τάσεων. Η ίδια διαβεβαίωσε πάντως ότι η κρατική βοήθεια δεν θα σταματήσει άμεσα, καθώς, όπως σημείωσε, θα χρειαστεί χρόνος μέχρις ότου η οικονομική κατάσταση των πολιτών επανέλθει στα προ πανδημίας επίπεδα.
Μεταξύ των συνομιλητών της Καγκελαρίου ήταν σήμερα εργαζόμενοι σε γραμμές βοήθειας για γυναίκες, ηλικιωμένους, μετανάστες, παιδιά και νέους. Όλοι μετέφεραν στοιχεία αύξησης από 20 έως και 40% στα τηλεφωνήματα που δέχονται, ενώ ανέφεραν αντίστοιχη αύξηση στα περιστατικά βίας κατά των γυναικών και κακοποίησης παιδιών. «Έχει αυξηθεί ο φόβος και η ανησυχία», δήλωσε μία εκ των συμμετεχόντων, ενώ η κυρία Μέρκελ ζήτησε να μάθει εάν παρατηρείται αύξηση περιστατικών ψυχολογικής επιβάρυνσης λόγω του συνεχιζόμενου lockdown. Εκπρόσωπος της «υπηρεσίας κρίσης» του Βερολίνου απάντησε εξηγώντας ότι έχει αυξηθεί κατά πολύ ο αριθμός των ανθρώπων που αισθάνονται μόνοι και εκείνων οι οποίοι εκφράζουν αυτοκτονικές σκέψεις. Επιπλέον, εργαζόμενη σε γραμμή στήριξης ηλικιωμένων επισήμανε στην κυρία Μέρκελ ότι πολλοί από όσους εμβολιάστηκαν εκφράζουν απογοήτευση όταν πληροφορούνται ότι αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούν να επανέλθουν στην κανονική τους ζωή.
«Έχουμε μια ευκαιρία να βγούμε από την παρούσα κατάσταση, αλλά θα υπάρχουν και στο μέλλον μεγάλα προβλήματα για να επιστρέψουμε στην προ πανδημίας κατάσταση», προειδοποίησε η Καγκελάριος. «Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά», της απάντησε χαρακτηριστικά ένας από τους συνομιλητές της, προβλέποντας ότι «έχουμε ακόμη πολύ δρόμο» και πολλοί άνθρωποι βρίσκονται σε «λειτουργία κρίσης» και ακόμη δεν συνειδητοποιούν τι θα αντιμετωπίσουν στο μέλλον, μετά το τέλος της πανδημίας.
Η Καγκελάριος υπέβαλε πολλές ερωτήσεις στους συνομιλητές της, καθώς, όπως είπε, ήθελε να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα για την κατάσταση προκειμένου να τα λάβει υπ’ όψη της στον σχεδιασμό της αντίστοιχης πολιτικής. «Πρέπει να γνωρίζω τι λειτουργεί και τι όχι», δήλωσε.