Μοναδική θεραπεία ίασης στην πλειονότητα των περιπτώσεων κακοήθων αιματολογικών νόσων αποτελεί η μεταμόσχευση μυελού των οστών ή αιμοποιητικών κυττάρων, όπως λέγεται πλέον, η οποία έχει ενδείξεις όχι μόνο για κακοήθεις αλλά και για καλοήθεις νόσους του αίματος. Αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στη θεραπεία παιδιών και ενηλίκων με αιματολογικά νοσήματα και είναι η μοναδική μεταμόσχευση στην οποία η ανοσοκατασταλτική θεραπεία μπορεί να διακοπεί, σύμφωνα με τις ενδείξεις.
Τα κύρια νοσήματα για τα οποία ενδείκνυται είναι οι οξείες λευχαιμίες, όπως η οξεία μυελογενής λευχαιμία και η οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία, νοσήματα όπως είναι τα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα για τους ενήλικες και η απλαστική αναιμία για νεαρότερους ασθενείς. Επίσης έχει περιορισμένη εφαρμογή σε επιλεγμένο πληθυσμό, κυρίως παιδικής ηλικίας, που έχει αιμοσφαιρινοπάθειες.
Τα παραπάνω επισημαίνει η επίκουρη καθηγήτρια Αιματολογίας στο ΑΠΘ Ελένη Γαβριηλάκη, η οποία θα είναι μία εκ των ομιλητών/τριων στην ημερίδα, με θέμα «Εθελοντισμός και μεταμόσχευση μυελού των οστών», που διοργανώνει η Αντιδημαρχία Κοινωνικής Πολιτικής, Αλληλεγγύης και Πρόνοιας του Δήμου Θεσσαλονίκης, από κοινού με τη φοιτητική οργάνωση Θεσσαλονίκης MedAction, την ερχόμενη Κυριακή 3 Μαρτίου, στις 11πμ, στην αίθουσα Μ. Ανδρόνικος του Δημαρχιακού Μεγάρου Θεσσαλονίκης.
Παράλληλα δίνει ένα μήνυμα υπέρ της εθελοντικής αιμοδοσίας και της δωρεάς αιμοποιητικών κυττάρων -και όχι μόνο- σημειώνοντας ότι η αξία της δωρεάς και της προσφοράς πρέπει να εμφυσηθεί από την παιδική ηλικία.
«Η μεταμόσχευση μυελού των οστών ή αιμοποιητικών κυττάρων, όπως λέγεται πλέον, έχει πολλές ενδείξεις- κυρίως για αιματολογικές κακοήθειες αλλά και για άλλες αιματολογικές παθήσεις που θεωρούνται καλοήθεις. Κύρια νοσήματα για τα οποία έχει ένδειξη είναι οι οξείες λευχαιμίες (η οξεία μυελογενής, η οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία) και άλλα νοσήματα, όπως είναι τα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα για τους ενήλικες και η απλαστική αναιμία για νεαρότερους ασθενείς. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων είναι η μοναδική θεραπεία ίασης για την κάθε νόσο. Επομένως αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στη θεραπεία των ασθενών με αιματολογικά νοσήματα, τόσο παιδιών όσο και ενηλίκων» σημειώνει η κ. Γαβριηλάκη.
Αναφερόμενη, δε, στις περιπτώσεις ασθενών με αιμοσφαιρινοπάθειες επισημαίνει: «Η αλλογενής μεταμόσχευση έχει εφαρμογή σε αυτά τα νοσήματα, ωστόσο εφαρμόζεται σε πάρα πολύ καλά επιλεγμένο πληθυσμό ασθενών και κυρίως στην παιδική ηλικία. Επομένως είναι περιορισμένη η εφαρμογή της σε αυτά τα νοσήματα. Οι ενδείξεις γενικά της μεταμόσχευσης βρίσκονται υπό συνεχή αξιολόγηση, δεδομένης και της αύξησης των στοχευμένων θεραπειών που έχουμε και των κυτταρικών θεραπειών. Επομένως, πάντα, από τις διεθνείς ομάδες υπολογίζεται το όφελος και ο αντίστοιχος κίνδυνος της μεταμόσχευσης, ανάλογα και με τον δότη. Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε είναι ότι με τη βελτίωση των τεχνικών της μεταμόσχευσης, τα τελευταία χρόνια, έχουμε πλέον επεκτείνει και τον πληθυσμό των ασθενών που θεωρούνται κατάλληλοι για μεταμόσχευση. Παλαιότερα ήταν μια πιο τοξική, πιο δύσκολη διαδικασία, ενώ πλέον έχουμε νεότερες τεχνικές, που μπορούμε με αυτόν τον τρόπο να κάνουμε μεταμόσχευση και σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας ή σε ασθενείς με συννοσηρότητες».
Η κ. Γαβριηλάκη σημειώνει ότι πριν από τη μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων εφαρμόζεται στον ασθενή ένα σχήμα προετοιμασίας, που περιλαμβάνει χημειοθεραπεία ή ακτινοβολία, προκειμένου αυτό να επιτεθεί εναντίον της νόσου και στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας και τη δράση του αλλογενούς μοσχεύματος, να συνεχιστεί διά βίου αυτή η επίθεση.
«Η μεταμόσχευση είναι μια βαριά ανοσοκατασταλτική θεραπεία γιατί στη συνέχεια γίνονται διάφοροι θεραπευτικοί χειρισμοί ώστε να επιτευχθεί η ισορροπία μεταξύ του οργανισμού και του μοσχεύματος. Επιπλέον χρειάζεται κάποιος χρόνος για να εκπαιδευτεί το μόσχευμα ώστε να δρα στην άμυνα του οργανισμού, όπως δρούσαν τα κύτταρα του ίδιου του ασθενούς. Η μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων είναι η μοναδική μεταμόσχευση, στην οποία η ανοσοκατασταλτική θεραπεία μπορεί να διακοπεί, σύμφωνα φυσικά με τις ενδείξεις και πάντα με στόχο να επιτευχθεί αυτή η ισορροπία».
Στο ερώτημα τι πιθανότητες έχει κάποιος δότης να βρεθεί συμβατός, η κ. Γαβριηλάκη απαντά: «Ουσιαστικά αυτό δεν μπορούμε να το προβλέψουμε. Αυτό που ξέρουμε όμως είναι ότι υπάρχουν μαθηματικά μοντέλα που μας δείχνουν ότι αν έχουμε έναν σημαντικό αριθμό δοτών στην Ελλάδα θα έχουμε πάρα πολύ υψηλές πιθανότητες να βρίσκουμε Έλληνα δότη για κάθε Έλληνα ασθενή. Ουσιαστικά, οι πιθανότητες έχουν σχέση με την καταγωγή μας. Επομένως ένας Έλληνας δότης είναι αρκετά πιθανόν να βρεθεί συμβατός με ένα Έλληνα ασθενή ή έναν άλλον ασθενή καυκάσιας καταγωγής. Θεωρείται ότι, κατά μέσο όρο, θέλουμε κάθε δότης να είναι στη δεξαμενή τουλάχιστον 10 χρόνια, για να υπάρχει η πιθανότητα να βρεθεί συμβατός με κάποιον ασθενή. Δηλαδή, αν σήμερα κάποιος δηλώσει δότης είναι πιθανόν μέσα στα επόμενα 10 χρόνια να βρεθεί συμβατός με κάποιον ασθενή στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, γιατί ουσιαστικά εντάσσεται και στην παγκόσμια δεξαμενή δοτών. Βέβαια, είναι σημαντικό να πούμε ότι όταν βρεθεί, αν βρεθεί, κάποιος συμβατός δότης, τότε ενημερώνεται ξανά από το μεταμοσχευτικό κέντρο που είναι κοντά του, το οποίο θα κάνει και τη συλλογή, και τότε μπορεί να συζητήσει όποιες λεπτομέρειες θέλει για τη διαδικασία και οποιεσδήποτε ανησυχίες έχει. Τότε αξιολογείται και ο δότης, κυρίως αν είναι ασφαλές γι’ αυτόν να δώσει και μετά αν έχει κάποιο νόσημα που μπορεί τυχόν να τον αποκλείει από δότη».
Η κ. Γαβριηλάκη σημειώνει ότι από την ηλικία των 18 ετών μπορεί να γίνει κάποιος δότης και ότι ενώ ως ανώτατο όριο θεωρούνται τα 45 έτη, αυτό το όριο δεν είναι απόλυτο καθώς ο δότης παραμένει στη δεξαμενή για μία δεκαετία και επομένως, στην περίπτωση αυτή, μπορεί να μείνει μέχρι τα 55 έτη. Ωστόσο υπάρχει και το ενδεχόμενο να γίνει δότης και κάποιος ηλικίας 70 ετών εφόσον έχει ασθενή αδελφό, με τον οποίο είναι συμβατός.