Το Νταβός γνώρισε ξανά φέτος, μετά από αναγκαστική διακοπή τριών ετών λόγω του κορονοϊού, την αίγλη από τη συνάντηση κορυφαίων πολιτικών, επιχειρηματιών και ακαδημαϊκών από όλον τον κόσμο για τη σύνοδο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ.
Οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας ήταν, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, το βασικό θέμα των συζητήσεων στα πολυάριθμα πάνελ, μαζί με το μόνιμο θέμα της κλιματικής αλλαγής και γεωπολιτικά θέματα, στα οποία φέτος δόθηκε ξεχωριστή έμφαση λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Η φετινή σύνοδος έγινε σε μία δύσκολη περίοδο καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση και ο υψηλός πληθωρισμός έχουν δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στις περισσότερες οικονομίες του κόσμου.
Οι θετικές εξελίξεις, ωστόσο, των τελευταίων 1-2 μηνών, όπως η σημαντική μείωση των τιμών της ενέργειας και ιδιαίτερα του φυσικού αερίου, η ανθεκτικότητα που έδειξε η ευρωπαϊκή οικονομία, η επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των τιμών και η σταδιακή επανεκκίνηση της κινεζικής οικονομίας μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων για τον κορονοϊό, προκάλεσαν μία συγκρατημένη αισιοδοξία για το μέλλον.
Η επικεφαλής της μεγάλης επενδυτικής εταιρείας Fidelity International, Αν Ρίτσαρντς, έδωσε το στίγμα των όσων συζητήθηκαν, λέγοντας ότι όσοι πήγαν στο Νταβός φεύγουν μάλλον με λίγο πιο θετική θεώρηση των πραγμάτων.
Η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, περιέγραψε τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας ως λιγότερο κακές σε σχέση με τους φόβους που υπήρχαν πριν από 1-2 μήνες, αλλά τόνισε ότι «το λιγότερο κακές δεν σημαίνει ότι είναι καλές». Η ίδια υπογράμμισε τις βελτιώσεις που έχουν υπάρξει από τη μείωση του πληθωρισμού και το άνοιγμα της κινεζικής οικονομίας, αλλά πρόσθεσε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας 2,7% που προβλέπεται για το 2023 είναι ο τρίτος χαμηλότερος των τελευταίων δεκαετιών. «Προσοχή να μην πάμε στην άλλη πλευρά του φάσματος, από απαισιόδοξοι να γίνουμε πολύ αισιόδοξοι», είπε.
Στις 31 Ιανουαρίου το ΔΝΤ θα ανακοινώσει τις νέες προβλέψεις του για την παγκόσμια οικονομία, με την αναπληρώτρια γενική διευθύντριά του, Ρίτα Γκόπινατ, να αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο μίας μικρής ανοδικής αναθεώρησης για το 2023 καθώς, όπως είπε, διαφαίνονται προοπτικές ανάκαμψης από το β’ εξάμηνο του έτους.
Για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας μίλησαν η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, και ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Βάλντις Ντομπρόβσκις, με αμφότερους να ξεκαθαρίζουν ότι έχουν φύγει οι μεγάλοι φόβοι.
«Τα νέα είναι πολύ πιο θετικά τις τελευταίες εβδομάδες. Δεν θα είναι μία λαμπρή χρονιά (το 2023) αλλά θα είναι αρκετά καλύτερη απ’ ό,τι φοβόμασταν», δήλωσε η Λαγκάρντ. Ξεκαθάρισε, ωστόσο, ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη παραμένει πολύ υψηλός, παρά τη μείωση τον Δεκέμβριο στο 9,2%, και ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει τις αυξήσεις των επιτοκίων μέσα στο 2023. Οι κεντρικοί τραπεζίτες της Γαλλίας και της Ολλανδίας, Βιλερουά ντε Γκαλό και Κλάας Κνοτ, υπενθύμισαν τις δηλώσεις της Λαγκάρντ στις 15 Δεκεμβρίου ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων θα είναι 50 μονάδων βάσης (μισής ποσοστιαίας μονάδας) και περισσότερες από δύο. Η επανεκκίνηση της κινεζικής οικονομίας, είπε η επικεφαλής της ΕΚΤ, θα είναι θετική για την ίδια την Κίνα και τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά θα ενισχύσει τις πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρώπη, επειδή θα τείνει να αυξήσει τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου λόγω της αυξημένης ζήτησης.
Ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν είπε ότι η ΕΕ πιθανόν θα αποφύγει ακόμη και μία τεχνική ύφεση, δηλαδή δύο συνεχόμενα τρίμηνα με αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης. «Από το φθινόπωρο βλέπουμε κάποιες θετικές ενδείξεις», είπε, «όπως τη μεγαλύτερη από το αναμενόμενο μείωση των τιμών ενέργειας, επειδή οι αποθήκες μας ήταν γεμάτες στην αρχή του χειμώνα», ενώ σημείωσε και τον ήπιο καιρό που βοήθησε στην εξέλιξη αυτή.
Ο Γερμανός καγκελάριος, Ολαφ Σολτς, δήλωσε βέβαιος ότι δεν θα υπάρξει ύφεση στη χώρα του, η οποία θεωρείτο έως πρόσφατα ο αδύναμος κρίκος στην Ευρωζώνη, λόγω της μεγάλης εξάρτησης της από το ρωσικό φυσικό αέριο. Αντίστοιχα, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρουνό Λεμέρ, είπε ότι δεν προβλέπεται ύφεση της γαλλικής οικονομίας.