Οικονόμου: Η κυβέρνηση δεν θα ανεχθεί την παραμικρή σκιά στην υπόθεση Ανδρουλάκη

«Ο πρωθυπουργός στη δήλωσή του θα αναφερθεί πάρα πολύ αναλυτικά στη σοβαρή αυτή περίπτωση και θα περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση προσεγγίζει το ζήτημα και σκοπεύει να το αντιμετωπίσει», ανέφερε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου, σε τηλεοπτική συνέντευξή του, στην εκπομπή Πρωϊνή Ενημέρωση του ΣΚΑΪ, μιλώντας για την υπόθεση της παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ , Νίκου Ανδρουλάκη.

«Είμαστε υπέρ της Εξεταστικής Επιτροπής. Πρόκειται για μια υπόθεση η οποία είναι εξαιρετικά σοβαρή και επιβάλλεται να αποσαφηνιστεί σε όλες της τις πτυχές. Όλοι απαιτούν και δικαιούνται να πάρουν απαντήσεις, ο κ. Ανδρουλάκης πρωτίστως, ο πολιτικός κόσμος, η ελληνική κοινωνία και η κυβέρνηση. Πρώτοι εμείς δεν θέλουμε να μείνει καμία σκιά πάνω σε αυτήν την υπόθεση. Γιατί εδώ, παρά το γεγονός ότι είχαμε μία επισύνδεση, μία παρακολούθηση κινητού, που έγινε όπως ακριβώς ορίζει το θεσμικό και νομικό πλαίσιο, είχαμε ένα γεγονός που πολιτικά δεν είναι ανεκτό. Δεν είναι ανεκτό, δεν είναι κανονικό σε μια Δημοκρατία να παρακολουθείται το κινητό τηλέφωνο από τις Εθνικές Αρχές Ασφαλείας ενός αιρετού εκπροσώπου, ενός ευρωβουλευτή. Αν αυτό είχε τεθεί σε γνώση του πρωθυπουργού, δεν θα συνέβαινε. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο υπήρξε η παραίτηση του διοικητή της ΕΥΠ, γι’ αυτό ακριβώς το λόγο υπήρξε ανάληψη πολιτικής ευθύνης και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο είμαστε εδώ να κάνουμε ό,τι χρειαστεί θεσμικά που να οδηγήσει σε συμπεράσματα και σε απαντήσεις για την υπόθεση αυτή».

 

Οι δύο υποθέσεις σε ό,τι αφορά τις ελληνικές αρχές ασφαλείας δεν συνδέονται

Ο κ. Οικονόμου τόνισε πως δημιουργείται μια σύγχυση και διευκρίνισε: «Πρώτα απ’ όλα έχουμε μία νόμιμη επισύνδεση, κατόπιν παραγγελίας Εισαγγελέως, μέσα από το θεσμικό πλαίσιο που λειτουργεί η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, για το τηλέφωνο ενός πολιτικού και συγκεκριμένα του κ. Ανδρουλάκη την περίοδο που ήταν ευρωβουλευτής και υποψήφιος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Αυτό γίνεται με τον τρόπο που διέπεται η λειτουργία της ΕΥΠ διαχρονικά, με την έγκριση Εισαγγελέως. Μέχρι το 2018 έπρεπε να είναι δύο εισαγγελείς που έδιναν την άδεια. Από το 2018 και μετά βγήκε ο Εισαγγελέας Εφετών και έμεινε ο Εισαγγελέας της ΕΥΠ. Δεύτερον, η υπόθεση αυτή δεν έχει καμία, μα καμία απολύτως σχέση με όλη τη συζήτηση του προηγούμενου διαστήματος με την πρώτη μηνυτήρια αναφορά του κ. Ανδρουλάκη για το predator και τα κακόβουλα λογισμικά. Οφείλουμε αυτό να το ξεκαθαρίσουμε, διότι και εδώ δημιουργείται μία σύγχυση, σκόπιμη από ορισμένους. Επαναλαμβάνω κατηγορηματικά: Οι ελληνικές αρχές ασφαλείας, η ελληνική κυβέρνηση ούτε έχει προμηθευθεί, ούτε καμία κρατική αρχή χρησιμοποιεί, κατά οιονδήποτε τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, αυτά τα περιβόητα κακόβουλα λογισμικά».

Πρόσθεσε επίσης ότι «Το Ελληνικό Δημόσιο, η Ελληνική Πολιτεία δεν έχει προμηθευθεί αυτά τα λογισμικά και καμία αρχή ασφαλείας στην Ελλάδα δεν τα χρησιμοποιεί. Το λέω πάρα πολύ καθαρά, το λέμε πάρα πολύ καιρό. Αυτή είναι η αλήθεια, αυτή είναι η πραγματικότητα και δεν μπορεί να βρεθεί στοιχείο που να την αμφισβητήσει.

Οι δύο υποθέσεις σε ό,τι αφορά τις ελληνικές αρχές ασφαλείας δεν συνδέονται. Οφείλουμε να ψάξουμε να βρούμε ποιοι με κακόβουλα λογισμικά παρακολουθούν Έλληνες πολίτες. Αυτό είναι μια δυσάρεστη πραγματικότητα με την οποία είμαστε αντιμέτωποι και εμείς κι άλλες χώρες στην Ευρώπη. Υπάρχουν ευρωβουλευτές, υπάρχουν πρωθυπουργοί, υπάρχουν πολιτικά πρόσωπα που έχουν πέσει θύματα από αυτή την ιστορία.

Υπάρχουν, τουλάχιστον, έξι-επτά κράτη στην Ε.Ε. που η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών υπάγεται στο Γραφείο του Πρωθυπουργού. Υπάρχουν, τουλάχιστον δύο-τρεις περίοδοι της Ελληνικής Δημοκρατίας που η Κρατική ή η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών ήταν στο Γραφείο του Πρωθυπουργού».

 

Εάν ο πρωθυπουργός είχε ενημερωθεί, αυτού του είδους η επισύνδεση δεν θα γινόταν

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε χαρακτηριστικά: «Με αφορμή αυτή την υπόθεση πάμε στο άλλο άκρο: Από τη συνωμοσιολογία και την κατασκοπία και την αγωνία ορισμένων να κτίσουν αφηγήματα, πάμε να μηδενίσουμε πράγματα και να μπλέξουμε σε περίεργες ατραπούς, μη λαμβάνοντας υπόψιν μας τον κόσμο που ζούμε και την πολύ ουσιαστική συνδρομή που έχει τα τελευταία χρόνια η Ελληνική Υπηρεσία Πληροφοριών, στην αντιμετώπιση πολύ μεγάλων απειλών κατά του Ελληνικού Κράτους και της Ελληνικής Πολιτείας. Συνεπώς, τι προκύπτει από την υπόθεση αυτή; Προκύπτει ότι προφανώς χρειάζονται επιπλέον φίλτρα, προφανώς το σύστημα έχει αδυναμίες.

Εφόσον πρόκειται για πολιτικά πρόσωπα, η δική μας η εκτίμηση είναι ότι οφείλει ο πρωθυπουργός, το Πρωθυπουργικό Γραφείο, στο οποίο υπάγεται η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, να ενημερώνεται. Εάν ο πρωθυπουργός είχε ενημερωθεί, αυτού του είδους η επισύνδεση δεν θα γινόταν σε ό,τι αφορά πολιτικά πρόσωπα. Ακριβώς επειδή ο πρωθυπουργός δεν γνώριζε, ακριβώς επειδή αν γνώριζε, αυτό δεν θα συνέβαινε, υπήρξαν άμεσες αντιδράσεις σε ανάληψη της ευθύνης, όχι μόνο σε λόγια: Υπήρξε η παραίτηση του Διοικητή της Υπηρεσίας και υπήρξε και η ανάληψη πολιτικής ευθύνης, παρά το γεγονός ότι ούτε ο γραμματέας της κυβέρνησης γνώριζε και από τον ίδιο.

Η ΕΥΠ λειτουργεί βάσει ενός συγκεκριμένου νομικού πλαισίου που είναι ίδιο για πολλά χρόνια και που έχει διαχρονικά παθογένειες. Αυτή είναι η πραγματικότητα και μέσα από αυτή την υπόθεση οφείλουμε θεσμικά να δούμε πώς θα τις αντιμετωπίσουμε.

Είναι σημαντικό να αναδειχθούν οι πτυχές αυτής της υπόθεσης σε όλο τους το βάθος, γι’ αυτό από την πρώτη στιγμή είπαμε ότι είμαστε ανοιχτοί σε κάθε θεσμική διαδικασία, εκεί που πρέπει να συζητιούνται. Δεν μπορεί να συζητιούνται με τον τρόπο που έχουμε μάθει να συζητάμε αδυναμίες, αβελτηρίες, προβλήματα, στρεβλώσεις της ελληνικής δημόσιας διοίκησης. Δεν είναι μια οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία ή κρατική Αρχή, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. ‘Αρα, με τον δέοντα τρόπο, με τη θεσμική διαδικασία που απαιτείται, η Κυβέρνηση είναι εδώ, ανοιχτή σε οτιδήποτε μπορεί να προκύψει θεσμικά για να συζητήσουμε σε βάθος αυτή την υπόθεση.

Είμαστε πάντοτε απόλυτα δεκτικοί σε προτάσεις, οι οποίες να είναι προς την κατεύθυνση που να εξυπηρετείται το δημόσιο και το εθνικό συμφέρον. Αυτό που σίγουρα ανακύπτει, με βάση τη συγκεκριμένη συζήτηση, είναι ότι μέσα στο υπάρχον σύστημα απαιτούνται τουλάχιστον καλύτερα φίλτρα ανάλυσης των οποιονδήποτε αποφάσεων παίρνονται. Αυτό που δεν θα επιτρέψουμε σε καμία περίπτωση να συμβεί -και όταν λέω ότι δεν θα επιτρέψουμε, εννοώ μέσα από τη συμμετοχή μας στις θεσμικές διαδικασίες, μέσα από τη συνδρομή μας να τρέξει η έρευνα σε όλο της το βάθος, μέσα από τη συνδρομή μας στο να δοθούν πλήρεις απαντήσεις με βάση την πραγματικότητα και την αληθινή ζωή- να διασύρεται ούτε η χώρα, ούτε προφανώς τα πρόσωπα, ούτε να μηδενίζεται η συνδρομή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, σε ό,τι αφορά πολύ ουσιαστικά ζητήματα εθνικής ασφάλειας στο προηγούμενο διάστημα. Εμείς είμαστε πρώτοι που θέλουμε απαντήσεις γιατί δεν θέλουμε καμία, μα καμία σκιά να μείνει για τίποτα».

 

Δεν θα επιτρέψουμε ένα περιστατικό που είναι πολιτικά μη ανεκτό να αφήσει την οποιαδήποτε σκιά – Δεν πρόκειται να πάμε σε πρόωρες εκλογές

Ο κ. Οικονόμου τόνισε στη συνέχεια: «Δεν φοβόμαστε τίποτα. Είμαστε εδώ για να εγγυηθούμε την πλήρη διαλεύκανση αυτής της υπόθεσης μέσα στα όρια τα θεσμικά που επιβάλλει ο νόμος και το πλαίσιο λειτουργίας. Έχουμε την απόλυτη πεποίθηση ότι με την ίδια σοβαρότητα και υπευθυνότητα θα συμπεριφερθούν και οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις. Είναι μια υπόθεση η οποία πρέπει να διευκρινιστεί. Η κυβέρνηση δεν πρόκειται να ανεχτεί να μείνει η παραμικρή σκιά σε αυτή την ιστορία».

Επίσης απέκλεισε το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, λέγοντας: «Δεν πρόκειται να πάμε σε πρόωρες εκλογές. Από τον περασμένο Δεκέμβριο έχω μετρήσει πάνω από 15 – 20 φορές που ο ΣΥΡΙΖΑ ζητά εκλογές για διάφορους λόγους και αιτίες. Το πιο βαρύ και το πιο ουσιαστικό είναι τα απίστευτα, τα τελείως ανυπόστατα που διατυπώνουν κάποιοι ως κατήγοροι απέναντι στον πρωθυπουργό και στην κυβέρνηση, σε ό,τι αφορά την προσήλωσή του στους θεσμούς και τη δημοκρατική μας ευαισθησία. Δεν θα επιτρέψουμε ένα περιστατικό που είναι πολιτικά μη ανεκτό να αφήσει την οποιαδήποτε σκιά. Το γεγονός ότι εμείς πάντοτε απαντούμε σε τόνους που προάγουν την ηρεμία και τη σοβαρότητα για να διερευνηθεί αυτή η υπόθεση δεν δείχνει αδυναμία. Όταν ολοκληρωθεί η έρευνα θα γίνει και η πολιτική αποτίμηση αυτής της υπόθεσης. Θα προσδιοριστούν απολύτως τα μεγέθη της, θα προσδιοριστεί απολύτως το τι συμβαίνει. Όλοι μας θέλουμε οι διαδικασίες να είναι όσο το δυνατόν πιο γρήγορες, για να καταλήξουμε το ταχύτερο δυνατό, χωρίς πίεση στα αποτελέσματα».