Με κοινή ανακοίνωσή τους ο Άρειος Πάγος και η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου γνωστοποιούν ότι δεν είναι εφικτό από το Σύνταγμα και την ισχύουσα νομοθεσία να αποστείλουν στη Μόνιμη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας στοιχεία της προκαταρκτικής πειθαρχικής διαδικασίας, που αφορούν «στην άσκηση υπηρεσιακών καθηκόντων της εισαγγελέως κυρίας Β. Βλάχου και την κλήση προς εμφάνιση ενώπιον αυτής, τόσο της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου κυρίας Ελ. Φραγκάκη, Προέδρου του Συμβουλίου Επιθεώρησης των Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων, που αρχειοθέτησε το πόρισμα της προκαταρτικής πειθαρχικής εξέτασης, όσο και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου κ. Ευδ. Πούλου».
Σχετικό αίτημα έχουν υποβάλλει τα κόμματα ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία και ΠΑΣΟΚ.
Συγκεκριμένα, στην κοινή ανακοίνωση, μεταξύ των άλλων υπογραμμίζεται: «Η εκ μέρους των δικαστικών αρχών διαβίβαση εγγράφου ή αναφορά στο περιεχόμενο πειθαρχικής διαδικασίας, πολλώ δε μάλλον, η παροχή εξηγήσεων και πληροφοριών σχετικών με δικαιοδοτική κρίση επί πειθαρχικής διαδικασίας εκ μέρους δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, ενώπιον της ανωτέρω Επιτροπής, ή οποιουδήποτε άλλου πολιτειακού οργάνου είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του Συντάγματος και της νομοθεσίας».
Ειδικότερα, η ανακοίνωση αναφέρει τα εξής:
«Σχετικά με τα από 10/1/2024 αιτήματα, που υπέβαλαν τα κόμματα της Αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία και ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, στη Μόνιμη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας του Κοινοβουλίου για αποστολή στοιχείων της προκαταρκτικής πειθαρχικής διαδικασίας, που αφορούσε στην άσκηση υπηρεσιακών καθηκόντων της εισαγγελικής λειτουργού κ. Β. Βλάχου και την κλήση προς εμφάνιση ενώπιον αυτής, τόσο της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου κ. Ελ. Φραγκάκη, Προέδρου του Συμβουλίου Επιθεώρησης των Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων, που αρχειοθέτησε το πόρισμα της προκαταρτικής πειθαρχικής εξέτασης, όσο και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου κ. Ευδ. Πούλου, που εισηγήθηκε αυτό, επισημαίνουμε προς κάθε κατεύθυνση τα ακόλουθα:
Θεμελιώδης αρχή του Δημοκρατικού Πολιτεύματος είναι η διάκριση των Λειτουργιών του Κράτους, της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής και της Δικαστικής. Ουσιώδης έκφραση της αρχής αυτής είναι η ανεξαρτησία των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και η απαγόρευση των άλλων λειτουργιών να παρεμβαίνουν με οποιονδήποτε τρόπο σε αυτήν.
Στο πνεύμα αυτό ο συνταγματικός και ο κοινός νομοθέτης, ρυθμίζοντας τις σχέσεις των λειτουργιών, μεταξύ άλλων, έχουν καθορίσει ότι ο πειθαρχικός έλεγχος όλων των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών κάθε βαθμίδος δεν μπορεί να αναφέρεται στην δικαιοδοτική τους κρίση και διεξάγεται αποκλειστικά από τα αρμόδια κατά περίπτωση δικαστικά όργανα, με διαδικασία η οποία είναι μυστική έναντι πάντων, με μόνη εξαίρεση την δημόσια συνεδρίαση πειθαρχικών δικαστηρίων.
Στο άρθρο 43Α παρ.1 του Κανονισμού της Βουλής προβλέπεται ότι η Μόνιμη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας μπορεί να καλεί σε ακρόαση τον Πρόεδρο και τους Αντιπροέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον γενικό επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τον γενικό επίτροπο των διοικητικών δικαστηρίων “για θέματα που αφορούν σε λειτουργικά ζητήματα της δικαιοσύνης προς το σκοπό της ενίσχυσης της διαφάνειας”.
Από τη σαφή και ρητή διατύπωση της ανωτέρω διάταξης ουδόλως προκύπτει ότι στα ζητήματα αυτά ανήκει ο εξατομικευμένος πειθαρχικός έλεγχος δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών.
Συνεπώς, η εκ μέρους των δικαστικών αρχών διαβίβαση εγγράφου ή αναφορά στο περιεχόμενο πειθαρχικής διαδικασίας, πολλώ δε, μάλλον, η παροχή εξηγήσεων και πληροφοριών σχετικών με δικαιοδοτική κρίση επί πειθαρχικής διαδικασίας εκ μέρους δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, ενώπιον της ανωτέρω Επιτροπής, ή οποιουδήποτε άλλου πολιτειακού οργάνου είναι αντίθετες προς τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της νομοθεσίας.
Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι ως Εισαγγελέας της Ε.Υ.Π. κατά το άρθρο 5 παρ.3 του ν. 3649/2008 ορίσθηκε με σημερινή απόφαση του αρμοδίου προς τούτο, δυνάμει του άρθρου 48 του Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, Ανωτάτου, Δικαστικού Συμβουλίου ο Αντεισαγγελέας Εφετών κ. Νικ. Ορνεράκης σε αντικατάσταση της Εισαγγελέως Εφετών κ. Β. Βλάχου.
Επιπλέον η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγιου Κ. Ευδ.Πούλου έχει οριστεί ως εισαγγελέας του άρθρου 4 παρ.2 του ν. 5002/2022 και όχι ως εισαγγελέας του άρθρου 5 παρ.3 του ν. 3649/2008.
Από τις ανωτέρω διατάξεις καθίσταται σαφές ότι τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα του Αρείου Πάγου και της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ένα μόνον τρόπο γνωρίζουν για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της Δικαστικής Λειτουργίας: την αυστηρή τήρηση του Συντάγματος και των Νόμων.
Αντίστοιχα, σαφές είναι ότι η αυστηρή τήρηση των ανωτέρω αρχών και κανόνων είναι καθήκον και υποχρέωση όλων».