“Η λίστα Πέτσα επιβεβαιώνει ότι τα χρήματα δόθηκαν στα ΜΜΕ χωρίς κανένα ουσιαστικό κριτήριο”, αναφέρει σε δήλωσή του ο ΣΥΡΙΖΑ και καλεί τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να δώσει εξήγησεις. Στην ανακοινωσή του το γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει: “Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν μπορεί να κρύβεται άλλο. Η λίστα που έδωσε στη δημοσιότητα επιβεβαιώνει πως στόχος της κυβέρνησης ήταν ο οικονομικός στραγγαλισμός όσων τους ασκούν κριτική. Επιπλέον, είναι ολοφάνερο ότι τα χρήματα δόθηκαν χωρίς κανένα ουσιαστικό κριτήριο: ούτε βάσει επισκεψιμότητας/αναγνωσιμότητας, ούτε βάσει του αριθμού των εργαζομένων. Μοναδικό κριτήριο ήταν το πώς θα πάρουν όσο το δυνατόν περισσότερα από τα 20 εκατ. ευρώ Μέσα που λιβανίζουν τη ΝΔ και επιτίθενται σε καθημερινή βάση στον ΣΥΡΙΖΑ”.
Ακολούθως καλεί “τον κ. Μητσοτάκη σήμερα κιόλας να δημοσιοποιήσει:
“- Τις αρχικές εντολές καταχώρησης διαφημίσεων που είχε στείλει η Initiative και τις αρχικές τιμολογήσεις. Αν αρνηθεί, αυτό συνιστά ομολογία «μαγειρέματος» της λίστας.
– Τους τιμοκαταλόγους του κάθε Μέσου, και κυρίως της κάθε ιστοσελίδας, βάσει των οποίων έγινε η χρέωση για την εκάστοτε διαφημιστική καταχώρηση που έλαβε. Μήπως πλήρωσε ο Έλληνας φορολογούμενος υπερκοστολογημένες διαφημίσεις σε Μέσα που στην ελεύθερη διαφημιστική αγορά δεν θα μπορούσαν ούτε σε έναν χρόνο να απορροφήσουν; Μήπως η έκτακτη ανάγκη της πανδημίας μετατράπηκε σε έκτακτη ευκαιρία για υπερκοστολογήσεις;”
Ο ΣΥΡΙΖΑ συμπεραίνει ότι “αν δεν δώσει τους τιμοκαταλόγους στη δημοσιότητα, η κυβέρνηση επιβεβαιώνει αθέμιτες πρακτικές σε βάρος πολλών Μέσων. Ότι δηλαδή σε άλλη ιστοσελίδα χρέωνε 2 ευρώ τις χίλιες εμφανίσεις της διαφήμισης και σε άλλες 50 ή 100 ευρώ τις 1.000 εμφανίσεις, διότι πολύ απλά έχουν μηδαμινή επισκεψιμότητα και έπρεπε κάπως να δικαιολογηθούν τα ιλιγγιώδη ποσά που έλαβαν”.
Κλείνοντας υποστηρίζει: “Ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του έχουν δύο επιλογές: Είτε να δώσουν άμεσα όλα αυτά τα στοιχεία στη δημοσιότητα, είτε να τα αποσιωπήσουν, ομολογώντας ουσιαστικά το «μαγείρεμα» της λίστας για να καλυφθούν τυχόν ποινικές ευθύνες των υπουργών που έβαλαν τις υπογραφές τους στη διασπάθιση δημοσίου χρήματος”. Προειδοποιεί δε “να είναι σίγουροι, ωστόσο, πως θα διερευνηθούν όλες οι πτυχές αυτής της υπόθεσης”.