Οι αυξήσεις των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχουν μόλις αρχίσει να επηρεάζουν την οικονομία, αλλά ο αντίκτυπός τους μπορεί να γίνει ισχυρότερος ως αποτέλεσμα της τραπεζικής αναταραχής, δήλωσε σήμερα η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ.
Οι επενδυτές διερωτώνται αν η ΕΚΤ θα μπορεί να συνεχίσει τις αυξήσεις των επιτοκίων για την καταπολέμηση του υψηλού πληθωρισμού παρά την αναταραχή στον τραπεζικό τομέα που εκδηλώθηκε με τη χρεοκοπία δύο αμερικανικών τραπεζών και τη διάσωση της Credit Suisse την τελευταία στιγμή.
Οι κινήσεις της ΕΚΤ, είπε η Λαγκάρντ, για την αύξηση των επιτοκίων μπορεί να έχουν μεγαλύτερο αποτέλεσμα, αν οι τράπεζες γίνουν πιο επιφυλακτικές στην ανάληψη κινδύνων και αρχίσουν να ζητούν υψηλότερα επιτόκια για τα δάνεια που δίνουν, κάτι που πιθανόν υπονοεί ότι η ΕΚΤ θα χρειαστεί να αυξήσει λιγότερο τα επιτόκιά της.
«Αν, για παράδειγμα, οι τράπεζες αρχίσουν να εφαρμόζουν ένα υψηλότερο “περιθώριο διαμεσολάβησης” -κάτι που σημαίνει ότι για κάθε επίπεδο των βασικών επιτοκίων ζητούν μεγαλύτερη αποζημίωση για τον κίνδυνο που παίρνουν με τον δανεισμό-, τότε η μετάδοση θα είναι ισχυρότερη», είπε.
Η Λαγκάρντ επιβεβαίωσε την αποφασιστικότητα της ΕΚΤ να μειώσει τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης στο 2% από 8,5% τον Φεβρουάριο.
«Για να μειωθούν οι πληθωριστικές πιέσεις, είναι σημαντικό η νομισματική πολιτική μας να κινείται ισχυρά προς περιοριστική κατεύθυνση… Και αυτή η διαδικασία μόλις έχει αρχίσει να υλοποιείται», πρόσθεσε.
Η ΕΚΤ αύξησε τα βασικό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων κατά 350 μονάδες βάσης (3,5 ποσοστιαίες μονάδες) στο 3% από τον περασμένο Ιούλιο, ενώ οι αγορές αναμένουν να φθάσει στο 3,5% φέτος.