Υπάρχει βαθμιαία αύξηση στον κίνδυνο λοίμωξης Covid-19 μετά την 90ή ημέρα από τη χορήγηση της δεύτερης δόσης του εμβολίου Pfizer/BioNTech, σύμφωνα με νέα ισραηλινή μελέτη, η οποία επιβεβαιώνει ότι η προστασία εξασθενεί σταδιακά, γι’ αυτό είναι αναγκαία η τρίτη δόση.
Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Ερευνών Υγείας Lumit Health Services, με επικεφαλής τον δρα Άριελ Ίσραελ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «British Medical Journal» (BMJ), ανέλυσαν στοιχεία για 80.057 ενήλικες με μέση ηλικία 44 ετών, που είχαν κάνει μοριακό τεστ τουλάχιστον τρεις εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου, κανένας δεν είχε κάνει τρίτη δόση και κανένας δεν είχε προηγούμενη λοίμωξη Covid-19. Από αυτούς, σχεδόν ο ένας στους δέκα (9,6%) βρέθηκε θετικός στον κορονοϊό μετά τον εμβολιασμό του.
Διαπιστώθηκε ότι η πιθανότητα λοίμωξης Covid-19 στους εμβολιασμένους αυξανόταν όσο περνούσε ο χρόνος μετά τη δεύτερη δόση. Έτσι, σε όλες τις ηλικιακές ομάδες το 1,3% των ατόμων είχε διαγνωστεί με κορονοϊό 21-89 ημέρες μετά τη δεύτερη δόση, το 2,4% 90-119 ημέρες μετά, το 4,6% 120-149 ημέρες μετά, το 10,3% 150-179 ημέρες μετά και το 15,5% μετά από περισσότερες από 180 μέρες.
Τα στοιχεία, σύμφωνα με τους ερευνητές, δείχνουν ότι το εμβόλιο παρέχει εξαιρετική προστασία τις πρώτες εβδομάδες μετά τον πλήρη εμβολιασμό (δύο δόσεις), αλλά στη συνέχεια η προστασία τείνει να φθίνει. Σε σχέση με τις αρχικές 90 μέρες (τρεις μήνες) μετά τη δεύτερη δόση, ο κίνδυνος λοίμωξης από κορονοϊό ανεξαρτήτως ηλικίας ήταν 2,37 φορές μεγαλύτερος μετά τις 90-119 μέρες, 2,66 φορές μεγαλύτερος μετά τις 120-149 μέρες, 2,82 φορές μεγαλύτερος μετά τις 150-179 μέρες και επίσης 2,82 φορές μεγαλύτερος μετά τις 180 μέρες, δηλαδή σχεδόν τριπλάσιος μετά τους έξι μήνες σε σχέση με τους πρώτους τρεις μήνες.
Τα εμβόλια δεν φαίνεται να μειώνουν τον κίνδυνο “μακράς Covid-19”
Τα εμβόλια Covid-19 είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά στην προστασία έναντι σοβαρής νόσησης και θανάτου, όμως δεν φαίνεται να προστατεύουν από αρκετά πολύμηνα συμπτώματα της “μακράς Covid-19”, σε περίπτωση που κάποιος εμβολιασμένος, ιδίως αν είναι άνω των 60 ετών, μολυνθεί από κορονοϊό (οι λεγόμενες λοιμώξεις breakthrough), σύμφωνα με μια νέα βρετανο-αμερικανική μελέτη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Μαξίμ Τακέτ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική προδημοσίευση στο medRxiv, σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερς, ανέλυσαν σε βάθος εξαμήνου στοιχεία για 10.024 εμβολιασμένους ανθρώπους διαγνωσμένους στη συνέχεια με Covid-19, καθώς και 9.479 ανεμβολίαστους επίσης διαγνωσμένους με κορονοϊό.
Σε σχέση με τους ανεμβολίαστους, οι εμβολιασμένοι που είχαν μολυνθεί από τον κορονοϊό, είχαν πολύ μικρότερο κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών της Covid-19, ανάγκης υποστήριξης της αναπνοής τους, εμφάνισης θρόμβωσης, διασωλήνωσης και εισαγωγής τους σε ΜΕΘ. Από την άλλη, η πιθανότητα μακρόχρονων συμπτωμάτων Covid-19 φάνηκε να είναι παρόμοια σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους.
Επίσης, στους εμβολιασμένους ασθενείς άνω των 60 ετών με κατοπινή Covid-19, τα εμβόλια φάνηκε να προστατεύουν πολύ λιγότερο έναντι των σοβαρών επιπλοκών σε σχέση με τους νεότερους (κάτι που δικαιολογεί την ανάγκη χορήγησης τρίτης αναμνηστικής δόσης στην ηλικιακή ομάδα άνω των 60).
Επίμαχο ζήτημα
Πάντως το κατά πόσο ο εμβολιασμός μειώνει την πιθανότητα μακράς Covid-19, παραμένει θέμα προς συζήτηση, σύμφωνα με το “Nature”, καθώς οι έως τώρα μελέτες μάλλον δεν δίνουν μια συνεκτική οριστική απάντηση. Η γενική εντύπωση είναι ότι στους εμβολιασμένους η επίμονη Covid-19 είναι λιγότερο συχνή αλλά σίγουρα συμβαίνει.
Τα εμβόλια μειώνουν την πιθανότητα μακράς Covid-19, επειδή απλούστατα μειώνουν τον κίνδυνο λοίμωξης Covid. Όμως για όσους μολύνονται από τον κορονοϊό παρά τον πλήρη εμβολιασμό τους, οι έως τώρα έρευνες εμφανίζουν μια απόκλιση: από το ότι ο εμβολιασμός μπορεί να μειώσει περίπου στο μισό, δηλαδή κατά 50%, τον κίνδυνο μακράς Covid-9 (σύμφωνα με βρετανική μελέτη με επικεφαλής τη δρα Κλερ Στιβς του Βασιλικού Κολλεγίου του Λονδίνου) μέχρι το ότι δεν έχει καμία θετική επίπτωση (σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ανωτέρω βρετανο-αμερικανική μελέτη).
Η συχνότητα μακράς Covid-19 μεταξύ των εμβολιασμένων είναι ένα ζήτημα σημαντικό από άποψη δημόσιας υγείας. Προς το παρόν οι ανά τον κόσμο υγειονομικές αρχές βαδίζουν μάλλον στα τυφλά αναφορικά με τη σχέση εμβολιασμών-μακράς Covid-19. Ορισμένοι ειδικοί δεν αποκλείουν ότι ακόμη και χώρες με υψηλά ποσοστά εμβολιασμών μπορεί να καταλήξουν με πολλές περιπτώσεις μακράς Covid-19.
“Το πόσο πιθανό είναι αυτό, είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Πρέπει να δούμε πόσο συχνή τελικά είναι η Covid-19 και πόσο διαρκεί μετά τον εμβολιασμό”, σύμφωνα με την αναπληρώτρια καθηγήτρια δημόσιας υγείας Νισρίν Αλγουάν του βρετανικού Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον
Η μακρά Covid-19 μπορεί να εμφανιστεί ακόμη και μετά από ήπια ή ασυμπτωματική λοίμωξη, όπως αυτή που συχνότερα εμφανίζουν οι εμβολιασμένοι. Πολλοί εμβολιασμένοι με τέτοιες πολύ ήπιες λοιμώξεις breakthrough πιθανότατα δεν κάνουν μοριακό τεστ για Covid-19, κάτι που δυσκολεύει τους επιστήμονες να προσδιορίσουν πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος μακράς Covid-19 μετά από εμβολιασμό και πόσο μπορεί να διαρκέσει (σε σχέση με την μακρά Covid-19 στους ανεμβολίαστους).
“Οποιαδήποτε εκτίμηση για το πόσοι άνθρωποι αναπτύσσουν μακροχρόνια συμπτώματα Covid-19 μετά τον εμβολιασμό τους, πρόκειται να είναι κάτι απίστευτα δύσκολο”, ανέφερε ο ανοσολόγος Πέτερ Μπροντίν του ιατρικού Ινστιτούτου Καρολίνσκα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης.
Περισσότερα δεδομένα αναμένεται να προκύψουν στην πορεία, καθώς αυξάνονται οι εμβολιασμοί και με τρίτη δόση στις περισσότερες χώρες και όσο περισσότερο χρηματοδοτείται η έρευνα πάνω στην μακρά Covid-19, δεδομένου ότι μπορεί μεν για αρκετούς ανθρώπους τα συμπτώματα επί μήνες να είναι γενικά ήπια, αλλά για άλλους μπορεί να αλλάξουν σοβαρά τη ζωή τους προς το χειρότερο σε σωματικό και ψυχικό επίπεδο.
Η αιτία της μακράς Covid-19 παραμένει εξίσου ασαφής με τον ορισμό της. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι ένα τμήμα του κορονοϊού, μετά την οξεία λοίμωξη, συνεχίζει να κρύβεται σε διάφορους ιστούς του σώματος (έντερο, ήπαρ, εγκέφαλο κ.α.), συνεχίζοντας έτσι να προκαλεί βλάβες. Μια άλλη πιθανότητα είναι ότι το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς, παρά την αποδρομή της οξείας φάσης, συνεχίζει να εμφανίζει αντιδράσεις εναντίον των ίδιων των ιστών του σώματος του.
Το κατά πόσο ο εμβολιασμός μπορεί να αντιμετωπίσει και τις δύο παραπάνω πιθανές αιτίες, είναι προς διερεύνηση. Οι έως τώρα ενδείξεις είναι ότι η εμβολιαστική προστασία έναντι της μακράς Covid-19 είναι μερική στην καλύτερη περίπτωση.
Η διακεκριμένη καθηγήτρια ανοσολογίας Ακίκο Ιβασάκι του αμερικανικού Πανεπιστημίου Γιέηλ δήλωσε απογοητευμένη, καθώς όπως είπε, “ειλικρινά πίστευα ότι το εμβόλιο θα προστάτευε περισσότερο έναντι της μακράς Covid-19”. Εκτίμησε ότι γι’ αυτό φταίει πρωτίστως η επικράτηση της παραλλαγής Δέλτα που μεταδίδει υψηλότερο ιικό φορτίο και φαίνεται να έχει εξασθενήσει την προστασία που παρέχουν τα εμβόλια.
Από την άλλη, σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις από αρχικές μελέτες, οι επιστήμονες ευελπιστούν ότι τα εμβόλια μπορεί να μειώνουν τα συμπτώματα και να συντομεύουν τη διάρκεια της μακράς Covid-19 σε όσους ήδη την έχουν και εμβολιάζονται εκ των υστέρων.