Παράθυρο για αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα από τη Moody’s

Παράθυρο για την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s άνοιξε ο Colin Ellis στέλεχος της Moody’s Investors Service, μιλώντας σήμερα στο συνέδριο του Εconomist.

Χρησιμοποιώντας προσεκτικές εκφράσεις και αποφεύγοντας να προαναγγείλει ή να δεσμευτεί για το τι θα πράξει ο διεθνής οίκος αξιολόγησης, ο οποίος σημειωτέον είναι ο μοναδικός που διατηρεί την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδος σε μη επενδυτική βαθμίδα, ανέφερε ότι «στις 13 Σεπτεμβρίου, οπότε είναι προγραμματισμένη η νέα αξιολόγηση, τα πράγματα θα είναι καλύτερα».

Μιλώντας στο ίδιο πάνελ ο Δημήτρης Τσάκωνας επικεφαλής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους επισήμανε ότι στις δύο τελευταίες δημοπρασίες 10ετών και 30ετών ομολόγων, η επενδυτική κοινότητα αντέδρασε σαν να έχουμε ήδη λάβει την επενδυτική βαθμίδα από την Moody’s. Γεγονός που αποτυπώθηκε σύμφωνα με τον ίδιο στην διεύρυνση της επενδυτικής βάσης κατά 50%. «Οι επενδυτές ψήφισαν ότι θα λάβουμε την επενδυτική βαθμίδα» ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ο ίδιος ανέφερε ότι στόχος της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Οικονομικών είναι η Ελλάδα να επανέλθει στην βαθμίδα πιστοληπτικής κατάταξης Α+ που είχε πριν από την κρίση και το περιθώριο των ελληνικών ομολόγων (έναντι των γερμανικών) να υποχωρήσει στα επίπεδα των πορτογαλικών.

Από την πλευρά του ο Declan Costello αναπληρωτής γενικός διευθυντής της DG ECFIN, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αφού αναφέρθηκε στα επιτεύγματα της ελληνικής οικονομίας παραδέχθηκε ότι έχουν παρατηρηθεί καθυστερήσεις στην απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Προσέθεσε δε ότι παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί στην ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις όπως το ιδιαίτερα χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, η μικρή συμμετοχή -ιδιαίτερα των γυναικών- στην αγορά εργασίας, καθώς και το δημογραφικό πρόβλημα το οποίο οδηγεί μαθηματικώς στη συρρίκνωση του πληθυσμού.

Ο Martin Bijsterbosch, επικεφαλής του κλιμακίου της ΕΚΤ για την Ελλάδα ανέφερε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να δεχθεί συγχαρητήρια για τα επιτεύγματα της. Προσέθεσε ωστόσο ότι η διασφάλιση μεσοπρόθεσμα ενός ικανοποιητικού ρυθμού ανάπτυξης αποτελεί πρόκληση. Επίσης υποστήριξε ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των κόκκινων δανείων καθώς μπορεί να τα έχουν ξεφορτωθεί οι τράπεζες, παραμένουν ωστόσο εντός του συστήματος καθώς τα διακρατούν οι Servicers.

Επικεφαλής των θεσμών στην Ελλάδα: Θετική πορεία της οικονομίας, αλλά πρέπει να συνεχιστεί η δημοσιονομική πειθαρχία

Προτροπή στην κυβέρνηση να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, ειδικά στον τομέα της Δικαιοσύνης και της οικονομίας, απηύθυναν από το πάνελ του 28th Annual Economist Government Roundtable, οι επικεφαλής των θεσμών στην Αθήνα. Παράλληλα, ζήτησαν να αυξηθούν οι δαπάνες για υγεία και εκπαίδευση, οι οποίες υπολείπονται σε σχέση με άλλες χώρες. Όλοι πάντως συμφώνησαν ότι το ελληνικό χρέος είναι σε καλή τροχιά και θεωρούν ότι αυτό μπορεί να συνεχιστεί, αλλά η Ελλάδα δεν αλλάξει ρότα.

Ο επικεφαλής του ΣΟΕ, Μιχάλης Αργυρού, σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι η Ελλάδα έχει κάνει άλματα τα τελευταία χρόνια, κάτι που φαίνεται και από τον όγκο των επενδύσεων που έχουν έρθει στη χώρα. «Η Ελλάδα έχει σημειώσει πολύ σημαντική πρόοδο το 2020 όσον αφορά τα δημοσιονομικά της. Έχουμε πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τόσο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια όσο και σε σχέση με τους ομολόγους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχουμε σταθερά και υγιή πλεονάσματα τα τελευταία χρόνια. Με βάση τα στοιχεία, έχουμε τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης τα τελευταία πέντε χρόνια, με τον όγκο των επενδύσεων να έχει αυξηθεί κατά 40% τα τελευταία πέντε χρόνια» ανέφερε.

Όπως χαρακτηριστικά τόνισε η Julia Lendvai, mission chief for Greece στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, φαίνεται ότι η πορεία της ελληνικής οικονομίας αποτελεί κίνητρο για τις επενδύσεις που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, σημείωσε ότι θα πρέπει πλέον να υπάρξει μεγαλύτερη τόλμη από την κυβέρνηση προκειμένου να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις, ειδικά στην ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης αλλά και στον οικονομικό τομέα.

Στάθηκε επίσης στην ανάγκη για δημιουργία νέων μόνιμων θέσεων εργασίας, οι οποίες θα μπορέσουν να αντικαταστήσουν τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Κράτησε πάντως αποστάσεις από τα όσα συμβαίνουν στο διεθνές περιβάλλον, σημειώνοντας ότι θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη.

Ο Joong Shik Kang, mission chief for Greece στο ΔΝΤ, σημείωσε ότι το ΑΕΠ στην Ελλάδα έχει αυξηθεί πάνω από 16%, και σε αυτό έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο η δημοσιονομική προσαρμογή. Βασική επιδίωξη, τόνισε, είναι «να πετύχουμε υψηλή ανάπτυξη με βιώσιμο τρόπο. Στόχος είναι να έχουμε δημοσιονομική ανάπτυξη με φιλικό τρόπο». Ανέφερε επίσης ότι «η εκτίμησή μας είναι ότι η δημοσιονομική προσαρμογή δεν θα εκτροχιαστεί». Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη τόνωσης των δαπανών για υγεία και εκπαίδευση, αναφέροντας ότι «οι δαπάνες στην υγεία και στην εκπαίδευση είναι χαμηλότερες από τους ομόλογούς της και πρέπει να διευρυνθούν ή τουλάχιστον να παραμείνουν στα ίδια επίπεδα».

Από την πλευρά του, ο Paolo Fioretti, mission chief for Greece στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, είπε ότι «ένας ενάρετος κύκλος ξεκίνησε να αποδίδει τον τελευταίο χρόνο και υπό προϋποθέσεις μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στη μείωση του δημοσίου χρέους» και μεταξύ άλλων ανέφερε: «Καθοριστικός είναι ο ρόλος των τραπεζών σε αυτόν τον ενάρετο κύκλο. Πέρα από την ανάπτυξη, η Ελλάδα ήταν συνεπής στη δημοσιονομική της πειθαρχία. Η οικονομία αναπτύσσεται και οι τράπεζες έχουν πολύ καλές επιδόσεις. Ξεκλειδώνει η ανάπτυξη για τα επόμενα χρόνια».

Χαρδούβελης: Την τελευταία δεκαετία οι ελληνικές τράπεζες έχουν γυρίσει οριστικά σελίδα

Για τη σημερινή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών και τη μεγάλη απόσταση που έχουν διανύσει τα τελευταία χρόνια στο απαιτητικό και γεμάτο προκλήσεις εγχώριο και παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, μίλησε σήμερα ο Πρόεδρος του ΔΣ της Εθνικής Τράπεζας κ. Γκίκας Χαρδούβελης, στο 28o Ετήσιο Συνέδριο του Economist, στην Ελλάδα.

Ο κ. Χαρδούβελης ανέφερε ότι την τελευταία δεκαετία οι ελληνικές τράπεζες έχουν γυρίσει οριστικά σελίδα. Έχουν βελτιώσει σημαντικά τη θέση τους και τα χρηματοοικονομικά τους μεγέθη, με οδηγό την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, αν και ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έχει συρρικνωθεί σημαντικά σε μονοψήφιο ποσοστό, ωστόσο πρέπει να υπάρξει περαιτέρω βελτίωση προς τον μέσο όρο της Ευρώπης. Επιπλέον, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας είναι ισχυροί και πολύ κοντά στον αντίστοιχο Ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ οι δείκτες ρευστότητας υπερβαίνουν κατά πολύ τα ελάχιστα απαιτούμενα.

Στα τελευταία stress tests του 2023, οι 4 ελληνικές συστημικές τράπεζες αναδείχτηκαν στην 5η, 12η, 13η, και 19η θέση ανάμεσα σε 109 συστημικές τράπεζες, γεγονός που κατατάσσει τη χώρα μας ως την 4η καλύτερη χώρα από πλευράς σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος στην ΕΕ-27 και την 1η στη Νότια Ευρώπη.

Ο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας τόνισε ότι μετά πολλά χρόνια συρρίκνωσης και αναδιάρθρωσης που κληροδότησε η δεκαετής κρίση, εδώ και δύο χρόνια, οι ελληνικές τράπεζες έχουν σταθεροποιηθεί και καταγράφουν ισχυρή θετική κερδοφορία. Φέτος, μετά από 16 χρόνια, οι ελληνικές τράπεζες θα διανείμουν ξανά μέρισμα στους μετόχους τους, σηματοδοτώντας την απόλυτη επάνοδο του εγχώριου τραπεζικού συστήματος στην κανονικότητα.
Σύμφωνα με τον κ. Χαρδούβελη, το ερώτημα είναι αν θα συνεχίσουν οι τράπεζες να παρουσιάζουν ισχυρή κερδοφορία, χωρίς την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων. Στο ερώτημα αυτό, ήδη από το 2023 τα χρηματιστήρια έχουν θετική άποψη. Παρά την αναμενόμενη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, η κερδοφορία αναμένεται να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα λόγω της αύξησης των εργασιών τους σε μια οικονομία που συνεχίζει να αναπτύσσεται.
Οι κίνδυνοι των ελληνικών τραπεζών προέρχονται κυρίως από διεθνείς παράγοντες. Πολλοί από τους παράγοντες είναι κοινοί για όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Ενδεικτικά,

1)Το ερώτημα που αιωρείται είναι αν η ψηφιοποίηση του τραπεζικού τομέα στην Ευρώπη εξελίσσεται με ρυθμό ικανό, ώστε να μπορούν οι τράπεζες να παραμένουν ανταγωνιστικές απέναντι σε εταιρείες Fintech, ή ακόμα και Big tech. Σε σύγκριση με την Ευρώπη, οι ΗΠΑ είναι περισσότερο προηγμένες σε θέματα ψηφιακού μετασχηματισμού, έχουν ένα πιο ευέλικτο και λιγότερο κατακερματισμένο εποπτικό-ρυθμιστικό σύστημα, μια κουλτούρα φιλική προς την καινοτομία, μεγαλύτερη πρόσβαση σε αγορές καινοτόμων κεφαλαίων. Επίσης, το μέγεθος της αγοράς των ΗΠΑ είναι σαφώς μεγαλύτερο, ενώ οι καταναλωτές κατά μέσο όρο υιοθετούν πρόθυμα τις νέες τεχνολογίες.
2)Ένα ανταγωνιστικό μειονέκτημα των παραδοσιακών τραπεζών απέναντι στους νέους παίκτες και απέναντι στις αμερικανικές τράπεζες είναι το πολύ αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο στην Ευρώπη. Ο κίνδυνος πηγάζει από τη διατήρηση ή και αύξηση της εποπτικής αυστηρότητας.
3)Μεγάλη αβεβαιότητα υπάρχει, επίσης, σχετικά με την αναπτυξιακή πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας, που προέρχεται από:
-Τη γεωπολιτική αντιπαλότητα των υπερδυνάμεων και των πολεμικών συγκρούσεων στη γειτονιά μας.
-Το γεγονός ότι η ΕΕ δεν είναι ακόμα οικονομικά πλήρως ολοκληρωμένη ώστε να έχει αποκτήσει τη δική της βιομηχανική πολιτική και να μπορεί να ανταγωνίζεται με ευελιξία τις άλλες υπερδυνάμεις.
-Από το αυξημένο οικονομικό κόστος της Πράσινης Μετάβασης, την επιμονή της Ευρώπης να ηγηθεί στην απανθρακοποίηση, και το συνεπαγόμενο κόστος για τις τράπεζες.
Στο θέμα της ψηφιοποίησης οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιδοθεί σε προγράμματα μετασχηματισμού, ενώ συνεργάζονται και με εταιρείες Fintech. Ο κ. Χαρδούβελης τόνισε ότι έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο σε θέματα ψηφιακού μετασχηματισμού, έχοντας καλύψει σε μεγάλο βαθμό την απόσταση που τις χώριζε από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Το μέγεθος των ελληνικών τραπεζών, σε συνδυασμό με το συγκριτικό πλεονέκτημα της δυνατότητας διασύνδεσής τους με την ψηφιακή πύλη ηλεκτρονικής διακυβέρνησης (gov.gr) που πρωτοπορεί σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, τις τοποθετεί σε πλεονεκτική θέση σε θέματα ψηφιακού μετασχηματισμού. Οι υπόλοιποι κίνδυνοι είναι εξωγενείς για τις τράπεζες.
Στο ίδιο πάνελ η Elizabeth McCaul, μέλος του εποπτικού συμβουλίου, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανέφερε ότι η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και η ένωση των κεφαλαιαγορών είναι μια αναγκαιότητα.

Όπως είπε, καταφέραμε πολλά με τον SSM μιλώντας μεταξύ άλλων για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Πρόσθεσε ότι πρέπει να τρέξουμε πολύ γρήγορα ενόψει των νέων προκλήσεων, από τις εξελίξεις στην τεχνολογία, την κλιματική κρίση, το δημογραφικό μέχρι τις γεωπολιτικές εξελίξεις. Σημείωσε ότι πρέπει να αναπτύξουμε εργαλεία για να μπορέσουν οι αγορές να αντιμετωπίσουν τους αναδυόμενους κινδύνους ,κάνοντας λόγο για ένα δίχτυ ασφαλείας για τις καταθέσεις σε όλη την Ευρώπη.

Μεταξύ, των προϋποθέσεων, σύμφωνα με την κ.McCaul, είναι η δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς και η ενοποίηση των αγορών κεφαλαίου. Εξήγησε ότι απαιτείται εύρος και βάθος για να μετριαστούν οι κίνδυνοι και σημείωσε ως παράδειγμα τον τρόπο που αποτυπώνονται στους ισολογισμούς των τραπεζών τα περιουσιακά στοιχεία σε Ευρώπη και ΗΠΑ, ενώ υπενθύμισε αστοχίες που διαπιστώθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, με τις περιφερειακές τράπεζες και την Credit Suisse αντίστοιχα. Μιλώντας για την Ελλάδα, σημείωσε ότι είναι σε καλή συγκυρία και πως ο τραπεζικός τομέας είναι ανθεκτικός, σταθερός και σε καλή κατάσταση μετά από τις προκλήσεις των τελευταίων 2,5 ετών. Η ΕΚΤ είναι εδώ για να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση προκλήσεων, υπογράμμισε κλείνοντας.

Ο Nicolas Véron, ανώτερος ερευνητής στο Bruegel και στο Peterson Institute for International Economics ανέφερε ότι ο μηχανισμός τραπεζικής εποπτείας είναι μια μεγάλη επιτυχία αν σκεφτούμε που βρισκόμασταν πριν δέκα χρόνια,

Αναφέρθηκε στην συγκέντρωση της εποπτικής διαδικασίας στην ΕΚΤ, επίτευγμα που όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ‘πρέπει να εορταστεί’. Πρόσθεσε ότι όλα πήγαν σύμφωνα με το πλάνο, με τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο να επανέρχεται στην ασφάλεια και την ΕΚΤ να μπορεί να πει ότι η αποστολή επετεύχθη. Πάντα όμως υπάρχει το ενδεχόμενο ο κίνδυνος να επανέλθει, σύμφωνα με τον κ. Véron, που αναφέρθηκε επίσης στην τραπεζική ένωση. Όπως είπε, δεν αρκεί η ολοκλήρωση της ένωσης του τραπεζικού τομέα στην ΕΕ, αλλά απαιτείται κι ένα θεσμικό πλαίσιο που θα την πλαισιώνει, σημειώνοντας ότι αυτή είναι μια προσπάθεια που έχει εμποδιστεί από συμφέροντα, αν και είναι προς όφελος όλων. Υπογράμμισε την δουλειά που πρέπει να γίνει – και μάλιστα με τον χαρακτήρα του “κατεπείγοντος”.

Σημείωσε ότι έχει γίνει σημαντική πρόοδος, κάτι που αποδεικνύουν συμφωνίες όπως η επένδυση της Unicredit στην Alpha Bank και της Eurobank στην Ελληνική Τράπεζα, είπε. Κατέληξε ότι θέλουμε έναν τραπεζικό τομέα ανθεκτικό που θα υποστηρίζει την ανάπτυξη και αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την τραπεζική ένωση, ενώ προς αυτήν την κατεύθυνση μπορεί να πιέσει η Ελλάδα.