Την παραίτησή του από τη θέση του κυβερνητικού εκπροσώπου για οικογενειακούς λόγους γνωστοποίησε με επιστολή του στον Κυριάκο Μητσοτάκη ο Χρήστος Ταραντίλης. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού χρέη κυβερνητικού εκπροσώπου θα εκπληρώνει η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος, Αριστοτελία Πελώνη.
Σύμφωνα με πληροφορίες ο κ. Ταραντίλης οδηγήθηκε σε παραίτηση εξαιτίας του κακού χειρισμού του στην παραίτηση Λιγνάδη. Υπενθυμίζεται ότι στις 15 Φεβρουαρίου μιλούσε για παραίτηση που οφειλόταν σε «προσωπικούς λόγους» και διαβεβαίωνε ότι ουδέποτε τού ζητήθηκε να αφήσει το τιμόνι του Εθνικού.
Ακολουθεί η επιστολή του Χρήστου Ταραντίλη στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη
«Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,
Θέλω να σας ευχαριστήσω ειλικρινά για τη μεγάλη τιμή να με ορίσετε Υφυπουργό και Κυβερνητικό Εκπρόσωπο.
Οικογενειακοί λόγοι που προέκυψαν έκτοτε δεν μου επιτρέπουν να συνεχίσω να ασκώ αυτά τα καθήκοντα.
Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι από τα βουλευτικά έδρανα θα συνεχίσω να είμαι στην πρώτη γραμμή της προσπάθειάς μας για μεγάλες μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν τη χώρα, τιμώντας πάντοτε την εμπιστοσύνη που μου δείξατε.
Με τιμή,
Χρήστος Ταραντίλης»
Ταραντίλης: Η παραίτησή μου δεν οφείλεται σε πολιτικούς λόγους
Ο Χρήστος Ταραντίλης με ανάρτησή του στο λογαριασμό του στο facebook, ξεκαθαρίζει για δεύτερη φορά ότι η παραίτησή του δεν οφείλεται σε πολιτικούς λόγους.
«Μένω πιστός στις αρχές της Ν.Δ. και στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, συνεχίζοντας, άλλωστε, να υπηρετώ την παράταξη και τον πρόεδρο ως βουλευτής επικρατείας και να εργάζομαι για το μεταρρυθμιστικό μας πρόγραμμα» αναφέρει.
Μιλά για αυθαίρετη ερμηνεία της ανακοίνωσης παραίτησης του, εκ μέρους της αντιπολίτευσης, η οποία, όπως σημειώνει, επιχειρεί να την εκμεταλλευτεί πολιτικά.
Επαναλαμβάνει ότι θέλησε να παραιτηθεί από τη θέση του κυβερνητικού εκπροσώπου αποκλειστικά για οικογενειακούς λόγους. «Παρακαλώ όλους να σεβαστούν τους λόγους αυτούς» τονίζει ο κ. Ταραντίλης και προσθέτει: «Είναι καλό κάποτε όλοι να αντιληφθούμε ότι η πολιτική δράση εξελίσσεται ταυτόχρονα και παράλληλα με την οικογενειακή μας ζωή. Και συχνά, οι δυσκολίες στο ένα πεδίο επηρεάζουν δυσμενώς το άλλο. Η διαχείριση τέτοιων ευαίσθητων ζητημάτων εναπόκειται στις επιλογές κάθε ατόμου, οι οποίες όμως οφείλουν να γίνονται σεβαστές απ’ τους υπολοίπους. Γιατί, διαφορετικά, η πολιτική μετατρέπεται σε ισοπεδωτικό εισβολέα στον ιδιωτικό χώρο κάθε πολίτη. Και αυτό δεν συνάδει με τον πολιτικό πολιτισμό που έχουμε χρέος να οικοδομούμε ημέρα με την ημέρα».