«Δεν τη σκότωσα, πέθανε από υπερβολική δόση. Φοβήθηκα ότι θα κατηγορηθώ για το θάνατό της και δεν απευθύνθηκα στις Αρχές. Την τεμάχισα και την έκαψα στη σόμπα. Ήταν επιθυμία της να αποτεφρωθεί μετά το θάνατό της». Αυτά φέρεται να είπε, απολογούμενος στην ανακρίτρια, ο 38χρονος κατηγορούμενος για τη δολοφονία της 40χρονης τοξικομανούς φίλης του, τα ίχνη της οποίας είχαν χαθεί τον Δεκέμβριο του 2018. Με τη σύμφωνη γνώμη ανακρίτριας και εισαγγελέα κρίθηκε προσωρινά κρατούμενος και οδηγήθηκε στις φυλακές.
Ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι παρακολουθούσαν μαζί με την άτυχη γυναίκα πρόγραμμα απεξάρτησης. Ο ίδιος αρνήθηκε την κατηγορία της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως που τού καταλογίζεται, λέγοντας ότι η 40χρονη πέθανε από «υπερβολική δόση ναρκωτικών».
«Εκείνη τη στιγμή τα έχασα. Δεν ανακοίνωσα τον θάνατό της στην Αστυνομία, επειδή φοβήθηκα ότι θα κατηγορηθώ. Ήταν λάθος μου. Σκέφτηκα στη συνέχεια να ικανοποιήσω την επιθυμία της, να την αποτεφρώσω όταν πεθάνει», είπε και περιέγραψε με ανατριχιαστικό τρόπο πώς έκοψε με κοπίδι τα άκρα της και τα έκαψε μαζί με το σώμα της στη σόμπα.
Τα ίχνη της 40χρονης χάθηκαν τον Δεκέμβριο του 2018 από τη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης, όπου διέμενε μόνη της και αρχικά θεωρήθηκε ότι έχασε τη ζωή της από ναρκωτικά. Τα στοιχεία, όμως, που συνέλεξαν οι διωκτικές αρχές φαίνεται πως οδήγησαν στην εκδοχή του εγκλήματος, ενώ ύστερα από άρση των τηλεφωνικών επικοινωνιών της γυναίκας, αλλά και της χρήσης των τραπεζικών καρτών της -που συνέχιζαν να «κινούνται» ενώ ήταν εξαφανισμένη- βρέθηκε στο «κάδρο» των Αρχών.
Σύμφωνα με ανακοίνωση που εξέδωσε σήμερα η Αστυνομία, ο 38χρονος επιχείρησε να σκηνοθετήσει υποτιθέμενη φυγή της 40χρονης στο εξωτερικό, ενώ ταυτόχρονα κατηγορείται ότι αφαιρούσε όσα χρήματα έβρισκε στις τραπεζικές της κάρτες, κάτι που δεν αμφισβήτησε απολογούμενος στην ανακρίτρια.