Με το ΑΕΠ να αυξάνεται εφέτος κατά 6,9% και κατά 4,5% το επόμενο έτος, το 2022 αναμένεται να είναι έτος επαναφοράς της ελληνικής οικονομίας σε συνθήκες κανονικότητας. Αυτό αναφέρεται στον προϋπολογισμό που κατατέθηκε στη Βουλή και επισημαίνεται, παράλληλα, ότι στο δ’ τρίμηνο του έτους αναμένεται να έχει ανακτηθεί το σύνολο των ετήσιων απωλειών ΑΕΠ του 2020, με το επίπεδο πραγματικού ΑΕΠ στο τέλος του 2022 να υπερβαίνει το αντίστοιχο επίπεδο του 2019 κατά 1,7%.
Σύμφωνα με το κείμενο του προϋπολογισμού, τα βασικά μεγέθη της οικονομίας έχουν ως εξής:
-Το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 6,9% εφέτος και κατά 4,5% το 2022, από πτώση κατά 9% το 2020.
-Η ανάπτυξη αυτή, βασίζεται κυρίως στην κατανάλωση, τις ιδιωτικές επενδύσεις και τις εξαγωγές. Ειδικότερα, η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί εφέτος κατά 3,3% και κατά 3% το 2022, από μείωση 7,9% το 2020. Οι ιδιωτικές επενδύσεις θα κινηθούν ανοδικά κατά 11,7% εφέτος και κατά 21,9% το 2022 (λόγω και των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης), από πτώση 0,3% πέρυσι. Οι εξαγωγές θα αυξηθούν 14,1% εφέτος και 11,1% το επόμενο έτος, από πτώση 21,5% το 2020. Αυξητικά θα κινηθούν και οι εισαγωγές, αλλά με χαμηλότερο ρυθμό σε σχέση με τις εξαγωγές (+6,6% το 2021 και +8,9% το 2022, από -7,6% το 2020). Ενώ, η δημόσια κατανάλωση θα αυξηθεί εφέτος 4,1% από αύξηση 2,6% πέρυσι, για να μειωθεί κατά 2,8% το 2022 λόγω και της σταδιακής απόσυρσης των μέτρων στήριξης για την πανδημία.
-Η ανεργία προβλέπεται να αποκλιμακωθεί περαιτέρω στο 14,2% το 2022 από 15,9% εφέτος και 16,3% πέρυσι.
-Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός προβλέπεται ότι θα αυξηθεί κατά 0,8% το 2022 από αύξηση 0,6% εφέτος και μείωση 1,3% το 2020.
Αναλυτικά, όπως αναφέρεται στο κείμενο, πρωτεύοντα παράγοντα για την ώθηση της οικονομικής δραστηριότητας το 2022 αποτελεί το ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, με τις πραγματοποιούμενες δαπάνες από τον προϋπολογισμό του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Ως αποτέλεσμα, εντός του 2022 η υλοποίηση του σχεδίου αναμένεται να προσδώσει στην ελληνική οικονομία επιπλέον 2,9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, χωρίς τη συμπερίληψη της μόχλευσης, συμβάλλοντας στη μείωση του μακροχρόνιου επενδυτικού κενού και θέτοντας τις βάσεις για τη διαμόρφωση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα, μέσω της συμβολής του σκέλους των μεταρρυθμίσεων.
‘Αλλος σημαντικός παράγοντας επιτάχυνσης της ανάπτυξης έναντι του 2021, είναι η σταδιακή επιστροφή σε συνθήκες κανονικότητας από υγειονομικής άποψης στη βάση του υλοποιούμενου προγράμματος εμβολιασμών, η οποία με τη σειρά της θα επιτρέψει την πλήρη ομαλοποίηση της λειτουργίας της αγοράς, αντλώντας επιπλέον οφέλη από τα «κέρδη» της περιόδου της πανδημίας σε όρους ψηφιοποίησης και εξωστρέφειας της οικονομίας. Η επιστροφή στην κανονικότητα αναμένεται να διευκολύνει την περαιτέρω ανάκαμψη του τουριστικού κλάδου, με τις εισπράξεις από το εξωτερικό να αυξάνονται έναντι του 2021 κατά 60%, υποστηρίζοντας παράλληλα την εξομάλυνση των δημοσιονομικών μεγεθών.
Μετά τη διαμόρφωση του ελλείμματος γενικής κυβέρνησης το 2021 κοντά στο ύψος του 2020, λόγω της ακόμα εφαρμοζόμενης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, η επιστροφή σε συνθήκες ανάπτυξης το 2022 αναμένεται να περιορίσει το έλλειμμα αισθητά κατά 5,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ κατά ESA, με επαναφορά σε πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023. Ανάλογη βελτίωση εκτιμάται και για το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ, με προσέγγιση του προ κρίσης επιπέδου του.
Ακόμα, ευνοϊκός παράγοντας για τη διαμόρφωση υψηλού ρυθμού ανάπτυξης το 2022 είναι η έναρξη υλοποίησης ορισμένων αναπτυξιακών μέτρων στη λογική της βελτίωσης του επενδυτικού περιβάλλοντος και της εισοδηματικής ενίσχυσης των νοικοκυριών, όπως είχε σχεδιαστεί πριν την επέλαση της πανδημίας. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνεται η μείωση του συντελεστή φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων από το 24% στο 22%, η παροχή κινήτρων για συνενώσεις και συνεργασίες μεσαίων, μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, η θέσπιση φορολογικών κινήτρων για τη χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, η κατάργηση του φόρου γονικών παροχών και δωρεών για παροχές και δωρεές έως 800.000 ευρώ και η αύξηση του κατώτατου μισθού.
Πέραν των ανωτέρω μέτρων, τον Σεπτέμβριο εφέτος μία ακόμη δέσμη μέτρων ενσωματώθηκε στον πολιτικό σχεδιασμό, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις των παροδικών πληθωριστικών πιέσεων που καταγράφονταν διεθνώς το τρέχον διάστημα, να αποσοβηθεί ο κίνδυνος υστερήσεων στην αγορά εργασίας κατά τη μεταβατική περίοδο μετά την πανδημία και να αποφευχθούν ανισότητες πρόσβασης στην ψηφιακή μετάβαση. Μεταξύ αυτών, συγκαταλέγονται, η προσαυξημένη έκπτωση για δαπάνες που αφορούν σε πράσινη οικονομία/ενέργεια/ψηφιοποίηση, το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τη νεολαία, με την παροχή κινήτρων για ένταξη των νέων στην αγορά εργασίας (πρώτο ένσημο), η μείωση του τέλους συνδρομητών κινητής τηλεφωνίας, η κατάργηση για τους νέους έως 29 ετών και η σύσταση του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης.
Η αύξηση της πραγματικής ιδιωτικής κατανάλωσης το 2022 αναμένεται να στηριχθεί, πέρα από τη χρήση των συσσωρευμένων αποταμιεύσεων, στην αύξηση της απασχόλησης κατά 2,6% (με το 83,3% των νέων θέσεων εργασίας να αφορά θέσεις μισθωτής απασχόλησης) αλλά και στην αύξηση του ονομαστικού μέσου μισθού κατά 1,1%. Από τις εκτιμήσεις αυτές προκύπτει ώθηση των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας κατά 4,1% πάνω από το επίπεδο του 2021. Ο ρυθμός πληθωρισμού αναμένεται μετριοπαθώς θετικός στο σύνολο του 2022 (0,8%), καθώς οι πληθωριστικές τάσεις του 2021 αναμένεται να αρχίσουν να υποχωρούν κατά τη διάρκεια του β’ τριμήνου του 2022, επιτρέποντας όφελος σε όρους πραγματικού μέσου μισθού κατά 0,2% έναντι του 2021 στο σύνολο του έτους.
Η επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης των πραγματικών επενδύσεων το 2022 στηρίζεται στην υλοποίηση των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με άνω του 88% της συνολικής κατανομής επιχορηγήσεων και δανείων για το έτος να κατευθύνονται σε επενδύσεις, εκ των οποίων το 41,6% σε δημόσιες επενδύσεις με υψηλή πολλαπλασιαστική επίδραση. Από την άλλη πλευρά, ο όγκος δημόσιας κατανάλωσης αναμένεται το 2022 να προσαρμοστεί εγγύτερα στα προ πανδημίας επίπεδα, μειούμενος κατά 2,8% σε ετήσια βάση, ενώ το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου σε όρους όγκου αναμένεται να επιδεινωθεί κατά 1,8 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ, εν μέσω της αύξησης εισαγωγών εξοπλισμού στο πλαίσιο του «Ελλάδα 2.0».
Οι αβεβαιότητες
Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στο κείμενο, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας περιβάλλονται σήμερα από αυξημένους εξωτερικούς κινδύνους, δεδομένων των αβεβαιοτήτων που συναρτώνται, πρώτον με την εξέλιξη της πανδημίας (εμφάνιση μεταλλάξεων και συνθηκών υψηλότερης μετάδοσης του ιού, διατήρηση εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού), δεύτερον με τον τυχόν πιο μόνιμο χαρακτήρα των τρεχουσών πληθωριστικών πιέσεων διεθνώς και τρίτον με τις γεωπολιτικές εντάσεις και μεταναστευτικές ροές στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.
Επιπρόσθετοι εξωγενείς κίνδυνοι για την ελληνική ανάκαμψη διαμορφώνονται δυνητικά από τον κλιματικό παράγοντα. Η όλο και συχνότερη επέλαση φυσικών καταστροφών επιδρά αρνητικά στην ελληνική οικονομία τόσο βραχυπρόθεσμα (όπως το οικονομικό και δημοσιονομικό κόστος των πυρκαγιών του Αυγούστου 2021), όσο και μακροπρόθεσμα σε όρους διατηρησιμότητας των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και δυνατοτήτων ανάπτυξης του τουριστικού προϊόντος. Στο πλαίσιο αυτό, τον Σεπτέμβριο εφέτος συστάθηκε αυτόνομο υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, με αποστολή τη διαχείριση φυσικών καταστροφών και κρίσεων και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Από το 2022 έως το 2025, ο σχετικός πολιτικός σχεδιασμός προσανατολίζεται στη διαμόρφωση ενός δικτύου πρόληψης και άμεσης αντίδρασης σε φυσικές καταστροφές, με κάλυψη μέρους της χρηματοδότησης από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το ΕΣΠΑ.
Από την άλλη πλευρά, ενδογενείς κίνδυνοι για την ευόδωση των οικονομικών προοπτικών του 2022 είναι τα τυχόν εμπόδια στην έγκαιρη υλοποίηση του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, καθώς και το ενδεχόμενο εμφάνισης υστερήσεων ή «μόνιμων ουλών» από την πανδημία στον παραγωγικό ιστό της οικονομίας και στην αγορά εργασίας, μετά τη λήξη των κυβερνητικών μέτρων οικονομικής ενίσχυσης.
Το σύνολο των ως άνω (κυρίως εξωγενών) κινδύνων, δημιουργεί ένα περιβάλλον έντονων επισφαλειών για τις μακροοικονομικές και τις δημοσιονομικές προβλέψεις, καθώς κάθε μεταβολή στις συγκεκριμένες εξωτερικές υποθέσεις έχει σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της προβλεπτικής διαδικασίας.