Το έλλειμμα του προϋπολογισμού της Ρωσίας μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το προβλεπόμενο 2% του ΑΕΠ το 2023 καθώς το πλαφόν στην τιμή του πετρελαίου συρρικνώνει τα έσοδα από τις εξαγωγές, δήλωσε σήμερα ο υπουργός Οικονομικών Αντόν Σιλουάνοφ, δημιουργώντας ένα επιπλέον δημοσιονομικό εμπόδιο για τη Μόσχα καθώς δαπανά μεγάλα ποσά για τις στρατιωτικές δραστηριότητές της στην Ουκρανία.
Τα σχόλιά του αντιπροσωπεύουν την πιο σαφή μέχρι σήμερα παραδοχή εκ μέρους της Μόσχας πως το πλαφόν των 60 δολαρίων το βαρέλι στην τιμή του πετρελαίου, που επέβαλαν στις 5 Δεκεμβρίου η Ομάδα των Επτά (G7), η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Αυστραλία με σκοπό να περιορίσουν την ικανότητα της Ρωσίας να χρηματοδοτεί τη στρατιωτική εκστρατεία, μπορεί πράγματι να πλήξει τα δημόσια οικονομικά.
Η Ρωσία δήλωσε την περασμένη εβδομάδα πως τα πλαφόν τιμής στο ρωσικό αργό και τα πετρελαϊκά προϊόντα μπορεί να την οδηγήσουν να μειώσει την παραγωγή πετρελαίου κατά 5%-7% στις αρχές της επόμενης χρονιάς. Όμως, ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλες θα είναι οι μειώσεις της παραγωγής, ο Σιλουάνοφ είπε πως οι δεσμεύσεις για δαπάνες θα τηρηθούν.
“Είναι πιθανό ένα μεγαλύτερο έλλειμμα στον προϋπολογισμό; Είναι πιθανό, αν τα έσοδα είναι χαμηλότερα από τα προβλεπόμενα. Ποιοι είναι οι κίνδυνοι το επόμενο έτος; Οι κίνδυνοι των τιμών και οι περιορισμοί”, δήλωσε ο Σιλουάνοφ στους δημοσιογράφους σε σχόλια που δημοσιοποιήθηκαν σήμερα.
Ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν είχε αποκαλέσει στις 9 Δεκεμβρίου το πλαφόν “ανόητο”, λέγοντας πως η οροφή των 60 δολαρίων το βαρέλι ανταποκρίνεται στην τιμή στην οποία πουλά ήδη η Ρωσία, και προσθέτοντας: “Μην ανησυχείτε για τον προϋπολογισμό”.
Ο Σιλουάνοφ είπε πως μια μείωση του όγκου των εξαγωγών ενέργειας είναι πιθανή, καθώς ορισμένες χώρες αποφεύγουν τη Ρωσία και η Μόσχα επιδιώκει να αναπτύξει νέες αγορές.
“(Το πλαφόν) είναι σημαντικό στον βαθμό που σε εκείνες χώρες που έχουν θέσει το πλαφόν δεν θα υπάρξουν προμήθειες”, είπε ο υπουργός. “Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξουν άλλες χώρες. Ναι, τα εφοδιαστικά κόστη θα αυξηθούν. Οι εκπτώσεις μπορεί να αλλάξουν ως αποτέλεσμα.”
Αν οι ποσότητες συρρικνωθούν, είπε ο Σιλουάνοφ, η Ρωσία έχει δύο πηγές επιπρόσθετης χρηματοδότησης: το Ταμείο Εθνικού Πλούτου (NWF), το οποίο συγκεντρώνει κρατικά αποθέματα, και τα δάνεια.
Η κυβέρνηση έχει δανειστεί πολύ αυτό το τρίμηνο έπειτα από αρκετούς άγονους μήνες μετά την απόφαση της Μόσχας να στείλει δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες στην Ουκρανία για αυτό που αποκαλεί “ειδική στρατιωτική επιχείρηση.
Η Ρωσία περιμένει τώρα ότι θα χρησιμοποιήσει λίγο πάνω από 2 τρισεκ. ρούβλια (29 δισεκ. δολάρια) από το NWF το 2022 καθώς οι συνολικές δαπάνες υπερβαίνουν τα 30 τρισεκ. ρούβλια, περισσότερα από όσα προέβλεπε το αρχικό σχέδιο.
“Αφότου ξεκίνησε η ειδική στρατιωτική επιχείρηση, οι μακροοικονομικές συνθήκες άλλαξαν, ο πληθωρισμός αυξήθηκε και ένας μεγάλος όγκος πόρων απαιτείται προκειμένου να υποστηριχθούν οι οικογένειες”, είπε ο Σιλουάνοφ.
Οι δαπάνες του NWF τον Δεκέμβριο μπορεί να φθάσουν το 1,5 τρισεκ. ρούβλια. Μέχρι την 1η Δεκεμβρίου, τα ρευστά περιουσιακά στοιχεία στο NWF ανέρχονταν συνολικά στα 7,6 τρισεκ. ρούβλια ή το 5,7% του ΑΕΠ της Ρωσίας.
Η Ρωσία εκτρέπει κονδύλια κατευθύνοντάς τα στην εσωτερική ασφάλεια και άμυνα, κάτι που αναμένεται να οδηγήσει σε περικοπές της χρηματοδότησης για τα σχολεία και τα νοσοκομεία το επόμενο έτος, και δανείζεται πολύ για αυτό τον σκοπό.
Το υπουργείο Οικονομικών έχει αντλήσει πάνω από 3 τρισεκ. ρούβλια από δημοπρασίες κυβερνητικού χρέους μόνο αυτό το τρίμηνο.
Έχει χαλαρώσει τους περιορισμούς στην έκδοση ομολόγων με κουπόνια κυμαινόμενου επιτοκίου, αλλά δεν έχει συγκεκριμένο στόχο για το μερίδιό τους, που βρίσκεται τώρα στο 38%, στο χαρτοφυλάκιο χρέους.
“Δεν έχουμε έναν αυστηρό στόχο ως προς το πόσο πρέπει να είναι — 40%, 45% ή 50%”, είπε ο Σιλουάνοφ. “Είναι σαφές πως σήμερα μπορούμε να δανειστούμε μόνο μεγάλους όγκους με κυμαινόμενα επιτόκια”.
Τα επιτόκια της Ρωσίας μειώνονται σταθερά έπειτα από μια επείγουσα αύξηση των επιτοκίων στο 20% τον Φεβρουάριο, όμως ο μεγαλύτερος από τον στόχο πληθωρισμός μπορεί να μειώσει τον διαθέσιμο χώρο για περαιτέρω μειώσεις την επόμενη χρονιά.
Οποιεσδήποτε αυξήσεις, οι οποίες μπορεί να χρειαστούν σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα αν οι παράγοντες που επηρεάζουν τον πληθωρισμό έχουν σημαντική επίπτωση, θα σήμαιναν ότι το υπουργείο Οικονομικών μπορεί να μετανιώσει για την απόφασή του να πάρει το ρίσκο του επιτοκίου.
“Βλέπουμε πως ο πληθωρισμός πέφτει και αναμφίβολα θα είναι σε χαμηλό επίπεδο το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους”, είπε ο Σιλουάνοφ. “Το ζήτημα εδώ είναι το ακόλουθο: πιστεύουμε πως ο πληθωρισμός και τα επιτόκια θα πέσουν, ή όχι; Οι ενέργειές μας το δείχνουν”, είπε.