Σε μείωση του βασικού της επιτοκίου κατά 0,25% προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με αποτέλεσμα το επιτόκιο καταθέσεων (βασικό επιτόκιο) να διαμορφωθεί στο 3,5%.
Όπως ανακοίνωσε πριν από λίγο η ΕΚΤ, η απόφασή της αυτή στηρίζεται στην επικαιροποιημένη αξιολόγηση του Διοικητικού Συμβουλίου σχετικά με τις προοπτικές του πληθωρισμού, τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και την ισχύ της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής, και έκρινε ότι είναι πλέον σκόπιμο να γίνει ένα ακόμη βήμα για τη συγκράτηση του βαθμού περιορισμού της νομισματικής πολιτικής.
Επίσης η ΕΚΤ μειώνει το επιτόκιο για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης στο 3,65% και της οριακής αναχρηματοδότησης στο 3,9%.
Παράλληλα η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι σταματάει πλέον να επανεπενδύει τα ομόλογα που έχει αποκτήσει στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, μετά τη λήξη τους.
Λαγκάρντ: Δεν είναι προαποφασισμένη η επόμενη μείωση επιτοκίων της ΕΚΤ
Σχολιάζοντας τη σημερινή απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ η επικεφαλής της, Κριστίν Λαγκάρντ, υπογράμμισε ότι η ΕΚΤ είναι αποφασισμένη να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Στο πλαίσιο αυτό η ΕΚΤ θα διατηρήσει τα επιτόκια πολιτικής επαρκώς περιοριστικά για όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο για την επίτευξη αυτού του στόχου.
«Θα συνεχίσουμε να ακολουθούμε μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα δεδομένα και από συνεδρίαση σε συνεδρίαση για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και της διάρκειας του περιορισμού. Ειδικότερα, οι αποφάσεις μας για τα επιτόκια θα βασίζονται στην εκτίμησή μας για τις προοπτικές του πληθωρισμού υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών δεδομένων, της δυναμικής του υποκείμενου πληθωρισμού και της ισχύος της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Δεν δεσμευόμαστε εκ των προτέρων σε μια συγκεκριμένη πορεία επιτοκίων.
Σε κάθε περίπτωση, είμαστε έτοιμοι να προσαρμόσουμε όλα τα μέσα που διαθέτουμε στο πλαίσιο της εντολής μας για να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στον μεσοπρόθεσμο στόχο μας και να διατηρήσουμε την ομαλή λειτουργία της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ κράτησε κλειστά τα χαρτιά της για τις επόμενες κινήσεις στο μέτωπο των επιτοκίων στην επομένη συνεδρίαση του Δ.Σ τον Οκτώβριο, κατά την οποία θα κληθεί να λάβει τη σχετική απόφαση. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι δεν υπάρχει καμία δέσμευση εκ των πρότερων για μείωση των επιτοκίων ούτε και συγκεκριμένος οδικός χάρτης για την αποκλιμάκωση τους.
Ερωτηθείσα για την Έκθεση του προκατόχου της Μάριο Ντράγκι, ανέφερε ότι η ευθύνη για τις διαρθρωτικές αλλαγές που προτείνονται σε αυτήν ανήκει στις εθνικές κυβερνήσεις, προσθέτοντας ωστόσο ότι θα πρέπει να ληφθούν μέτρα προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Απαντώντας σε ερώτηση για την εξαγορά από την ιταλική UniCredit του 4,5% της γερμανικής Commerzbank, με αποτέλεσμα να γίνει ο δεύτερος μεγαλύτερος μέτοχος της τράπεζας μετά το γερμανικό κράτος, η Kριστίν Λαγκάρντ παρέπεμψε στον εποπτικό βραχίονα της ΕΚΤ, τον SSM, επισημαίνοντας ότι είναι αρμόδιος προκειμένου να εξετάσει κατά πόσο η εξέλιξη αυτή επηρεάζει τους βασικούς εποπτικούς δείκτες των δύο τραπεζών, και υπενθύμισε ότι η ΕΚΤ κατά πάγια τακτική δεν σχολιάζει επιχειρηματικές κινήσεις μεταξύ ιδιωτικών πιστωτικών ιδρυμάτων.
Έως σήμερα το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων (το οποίο πλέον χαρακτηρίζεται ως βασικό επιτόκιο και είναι αυτό το οποίο σε μεγάλο βαθμό καθορίζει και τα επιτόκια της διατραπεζικής αγοράς) βρισκόταν στο 3,75%, ενώ το επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης (με το οποίο δανείζονται οι τράπεζες από την ΕΚΤ) στο 4,25% και εκείνο της οριακής αναχρηματοδότησης στο 4,5%.
Με άλλα λόγια τα δύο πρώτα επιτόκια διαφέρουν μεταξύ τους κατά 0,5%, ενώ πρόθεση της ΕΚΤ είναι η διαφορά αυτή να περιοριστεί σταθερά στο 0,15%.
Επομένως, μετά τη σημερινή μείωση, το επιτόκιο καταθέσεων (βασικό επιτόκιο) διαμορφώνεται στο 3,5% , το επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης στο 3,65% (δηλαδή η μείωση είναι μεγαλύτερη – της τάξεως του 0,6%) ενώ το επιτόκιο οριακής αναχρηματοδότησης θα διαμορφωθεί στο 3,9%. Η εξέλιξη αυτή σε χώρες της Ευρωζώνης όπου επικρατούν πιο ανταγωνιστικές συνθήκες στην τραπεζική αγορά, είναι πολύ πιθανόν να ωφεληθούν οι δανειολήπτες . Και τούτο διότι η μείωση του κόστους άντλησης ρευστότητας από τις τράπεζες (μετά την μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση του επιτοκίου αναχρηματοδότησης) μπορεί να περάσει και στα επιτόκια χορηγήσεων.
Η τεχνική αυτή αναπροσαρμογή όπως επισημαίνουν στελέχη της ΕΚΤ κρίνεται αναγκαία καθώς όσο θα περιορίζεται η ρευστότητα που προσφέρει η ΕΚΤ με τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης που εισήγαγε την περίοδο της κρίσης – κατά βάση μέσω της αγοράς ομολόγων και της επανεπένδυσης των ομολόγων που ήδη κατέχει η Κεντρική Τράπεζα στο χαρτοφυλάκιο της – , οι τράπεζες θα οδηγηθούν σταδιακά στην «παραδοσιακή πηγή» άντλησης ρευστότητας. Δηλαδή στη ρευστότητα που προσφέρει η ΕΚΤ στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης με επιτόκιο που όπως προαναφέραμε θα είναι πλέον χαμηλότερο, και πλησίον του επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων.
Πάντως τα τελευταία στοιχεία για την εξέλιξη του πληθωρισμού, παρά την μικρή αύξηση του τον Ιούλιο, και την οικονομική ανάπτυξη της οικονομίας της ευρωζώνης, ενισχύουν τα επιχειρήματα όσων εκτιμούν ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει φέτος σε δύο ακόμη μειώσεις επιτοκίων . Υπενθυμίζεται ότι ο ετήσιος πληθωρισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν 2,8% τον Ιούλιο του 2024, από 2,6% τον Ιούνιο. Ένα χρόνο νωρίτερα, το ποσοστό ήταν 6,1%. Τον Ιούλιο του 2024, την υψηλότερη συμβολή στον ετήσιο ρυθμό πληθωρισμού της ζώνης του ευρώ είχαν οι υπηρεσίες (+1,82 εκατοστιαίες μονάδες, π.μ.), ακολουθούμενες από τα τρόφιμα, το αλκοόλ και τον καπνό (+0,45 π.μ.), τα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά (+0,19 π.μ.) και την ενέργεια (+0,12 π.μ.).
Από την άλλη πλευρά η ευρωπαϊκή οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με αδύναμους ρυθμούς και το β΄τρίμηνο, με την εικόνα να είναι βελτιωμένη από το τέλος του 2023, όταν εμφάνιζε μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Ειδικότερα, το β’ τρίμηνο του 2024, το εποχικά προσαρμοσμένο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,3% τόσο στη ζώνη του ευρώ όσο και στην Ε.Ε. σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, Το α’ τρίμηνο του 2024, το ΑΕΠ είχε επίσης αυξηθεί κατά 0,3% και στις δύο ζώνες, ενώ τα δύο προηγούμενα τρίμηνα είχε καταγράψει μηδενική ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ. Σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, το εποχικά προσαρμοσμένο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,6% στη ζώνη του ευρώ και κατά 0,8% στην ΕΕ το β’ τρίμηνο του 2024, μετά από αύξηση 0,5% στη ζώνη του ευρώ και 0,6% στην Ε.Ε. το προηγούμενο τρίμηνο.