Επίθεση κατά του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία και του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής εξαπέλυσε ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος, σε τηλεοπτική συνέντευξή του, στο “One Channel”. Παίρνοντας αφορμή, ειδικότερα, από τοποθετήσεις των κ.κ. Τσίπρα, Δραγασάκη και Τσακαλώτου έκανε λόγο για αποκαλυπτήρια των πραγματικών διαθέσεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης. «Ζητούν μια κυβέρνηση ηττημένων, η οποία όμως θα οδηγήσει σε μια ηττημένη Ελλάδα», επισήμανε. Ενώ για το κόμμα του κ. Ανδρουλάκη υποστήριξε ότι «η ψήφος στο ΠΑΣΟΚ ουσιαστικά οδηγεί σε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ».
Η συνέντευξη ξεκίνησε, όμως, από το πολιτικό κλίμα, με τον υπουργό Επικρατείας να σημειώνει πως «τους υψηλούς τόνους τούς επιζητούν εκείνοι που δεν έχουν προγραμματικές θέσεις και προτάσεις για το παρόν και το μέλλον της χώρας. Εμείς δεν επιζητούμε υψηλούς τόνους, εμείς θέλουμε έναν προεκλογικό διάλογο, ο οποίος θα χαρακτηρίζεται από πολιτικό πολιτισμό, μετριοπάθεια, σύγκριση -και όχι σύγκρουση». Και αυτό γιατί, όπως επιχειρηματολόγησε, «τα στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι η χώρα μας έχει κάνει βήματα μπροστά από το 2019 είναι ατράνταχτα. Δεν χωρούν αμφισβήτηση και όσοι επιδιώκουν τη σύγκρουση, δεν θέλουν να φανούν αυτά τα στοιχεία». Παράθεσε, μάλιστα, δείκτες, όπως η αύξηση του ΑΕΠ κατά 25 δισ. από το 2019 ως σήμερα, η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 130 ευρώ, ο διπλάσιος ρυθμός ανάπτυξης από την υπόλοιπη Ευρώπη, το ρεκόρ ξένων επενδύσεων, το ρεκόρ εξαγωγών.
Επιτεύγματα, επέμεινε, που συνέβησαν «χάρη στη συνετή οικονομική πολιτική που έχουμε εφαρμόσει, τις σημαντικές φοροελαφρύνσεις» κ.ά. Όμως, συνέχισε, «έχουν γίνει βήματα μπροστά όχι μόνο στην οικονομία». Και, έφερε ως παραδείγματα την ψηφιοποίηση του κράτους, την απόδοση από τον ΕΦΚΑ των συντάξεων σε δύο μήνες. Στο σημείο αυτό, τόνισε εξάλλου ότι «αυτό το μοντέλο λειτουργίας του σύγχρονου ΕΦΚΑ θέλουμε να επεκτείνουμε σε όλο το Δημόσιο. Γιατί το ελληνικό κράτος έχει ακόμη πολλές νησίδες καθυστερήσεων, γραφειοκρατίας και αστοχιών, οι οποίες δημιουργούν πολλά προβλήματα στην καθημερινότητα των πολιτών».
Για το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών είπε πως είναι «μια τομή στον χρόνο, στη συνείδηση και τη μνήμη όλων μας, και δεν πρέπει να ξεχαστεί ποτέ. Είναι μια έκφανση του βαθέος και αναχρονιστικού κράτους […] έχουμε αναλάβει πλήρως την ιδιοκτησία τής ευθύνης για αυτό που συνέβη, εμείς δεν θέλουμε να παίξουμε το μπαλάκι των ευθυνών με προηγούμενες κυβερνήσεις. Ο κόσμος έχει καταλάβει τι έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση, τι έχουμε κάνει εμείς. Δεν πρόκειται να υπάρξει καμία συγκάλυψη, η Δικαιοσύνη πρέπει να τρέξει με ταχύτατους ρυθμούς, να αποδώσει ευθύνες εκεί που πρέπει, όπου πρέπει». Ενώ εν κατακλείδι διαβεβαίωσε πως οι σιδηρόδρομοι «έχουν επανέλθει σε λειτουργία με πρόσθετες δικλίδες ασφαλείας».
Επιστρέφοντας στο θέμα των αμοιβών, ο υπουργός Επικρατείας αναγνώρισε ότι «η Ελλάδα όντως απέχει σημαντικά από τα ευρωπαϊκά εισοδήματα» σημειώνοντας πως «για να καλύψουμε αυτό το έδαφος πρέπει η οικονομία να συνεχίσει να αναπτύσσεται με ταχύτερους ρυθμούς από την υπόλοιπη Ευρώπη». Διαπίστωση που συνέδεσε με την εξαγγελία του πρωθυπουργού από την Κέρκυρα, ο οποίος «έθεσε ένα φιλόδοξο αλλά ρεαλιστικό στόχο: τα εισοδήματα, ο κατώτατος και ο μέσος μισθός, μέσα στην επόμενη τετραετία, να αυξηθούν σωρευτικά κατά 25%». «Αυτό θα κλείσει, όντως, την ψαλίδα μεταξύ των ελληνικών και ευρωπαϊκών εισοδημάτων. Για να μην λέμε μόνο, “μείναμε Ευρώπη” αλλά και να λέμε, “επιτέλους γίναμε Ευρώπη”», δήλωσε ο Ά. Σκέρτσος, με την ταυτόχρονη, όμως, διευκρίνιση: «Αυτό δεν θα μπορέσει να γίνει με μια κυβέρνηση που μισεί την επιχειρηματικότητα, βάζει συνεχώς τρικλοποδιές και γραφειοκρατικές αγκυλώσεις στο να έρθουν επενδύσεις […] αυτό είχαμε δει τα προηγούμενα χρόνια. Εμείς λέμε ότι πιστεύουμε αυθεντικά στην επιχειρηματικότητα, στηρίζουμε την υγιή επιχειρηματικότητα, γι’ αυτό έρχονται επενδύσεις».
Στον αντίποδα, ανέφερε, «ο ΣΥΡΙΖΑ έχει παρουσιάσει ένα πρόγραμμα, το οποίο με το “καλημέρα σας”, αν εφαρμοσθεί, δημιουργεί ένα έλλειμμα στην τετραετία, 45 δισ. ευρώ». «Αυτό μας βάζει, αυτομάτως, σε πλαίσιο, ξανά, ενισχυμένης επιτήρησης, εποπτείας και, ενδεχομένως, και μνημονίων. Δεν είναι καταστροφολογικό, είναι η πραγματικότητα. Υπάρχει η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όλες οι χώρες οφείλουν να έχουν πλέον πλεονάσματα […] η Ελλάδα έχει πετύχει από το 2022 τον στόχο μηδενισμού του ελλείμματος», σημείωσε παραπέμποντας και στη σχετική ανακοίνωση του υπουργού Οικονομικών προ ολίγων ημερών.
Και, σε επόμενο σημείο της συνέντευξης, ανέπτυξε το ντόμινο θετικών ειδήσεων που θα προκαλέσει η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Όπως δήλωσε, «η επενδυτική βαθμίδα είναι πολύ σημαντικός εθνικός στόχος, που θα υποστηριχθεί μόνο από μια σταθερή κυβέρνηση. Θα μπούμε στο ραντάρ περισσότερων ξένων επενδυτών, άρα θα έχουμε περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας. Θα απελευθερωθούν πόροι για να εξυπηρετούμε το χρέος μας με χαμηλότερο κόστος. Άρα, θα μπορέσουμε να δώσουμε περισσότερα χρήματα σε κοινωνικές πολιτικές και οι τράπεζες θα μπορούν να δανείζονται και στη συνέχεια να δανείζουν με χαμηλότερο επιτόκιο νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ο πολίτης, το νοικοκυριό θα δει βελτίωση στην καθημερινότητά του από την επενδυτική βαθμίδα. Για αυτό είναι σημαντικός ο στόχος».
Εξάλλου, προσέθεσε, «έχουμε εμπειρία, αυτογνωσία και ειλικρίνεια σε σχέση με το τι έχει πάει καλά και τι όχι. Δεν κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, γνωρίζουμε ποια είναι τα λάθη μας. Ο πρωθυπουργός πρώτος έχει μιλήσει και έχει αναλάβει ευθύνες, και όταν είχαμε το θέμα των παράνομων παρακολουθήσεων και υποκλοπών, και με το ζήτημα των Τεμπών, και παλαιότερα με τις πυρκαγιές. Όποτε έχει προκύψει πρόβλημα, σκύβουμε πάνω από το πρόβλημα και το διορθώνουμε. Αυτή είναι η διαφορά μας σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη δύναμη από το χώρο της αντιπολίτευσης, που δεν αναγνωρίζει κανένα λάθος». Κατηγόρησε δε, τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ότι δεν έκανε «καμία αυτοκριτική για τα πεπραγμένα 2015-2019, τα οποία, ομολογουμένως, μας πήγαν πίσω και μας καθήλωσαν ως χώρα. Σχεδόν μας έθεσαν εκτός ευρωζώνης».
Αναπτύσσοντας, επίσης, την πρόταση του κυβερνώντος κόμματος, δήλωσε: «Θέτουμε στην κρίση του λαού μια πρόταση αυτοδυναμίας, που δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι συνθήκη και παράγοντας σταθερότητας για να μπορέσει η Ελλάδα -όπως τα τελευταία τέσσερα χρόνια κατάφερε να αντιμετωπίσει πολύ δύσκολες διεθνείς κρίσεις- με την ίδια αποτελεσματικότητα να αντιμετωπίσουμε ξανά πολύ δύσκολο και δυσμενές διεθνές περιβάλλον […] καταθέτουμε μια πρόταση οραματική που στοχεύει να πάει η χώρα μπροστά με ταχύτερα βήματα».
Η συνέντευξη του υπουργού Επικρατείας κατέληξε με την κριτική που άσκησε σε ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής. Για το τελευταίο, ειδικότερα, είπε πως «χαρακτηρίζεται από μια προγραμματική αμφιλεγόμενη στάση απέναντι σε κρίσιμες μεταρρυθμίσεις. Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ έχει πει ότι δεν συνεργάζεται με Μητσοτάκη πρωθυπουργό, άρα δεν επιθυμεί αυτή τη συνεργασία […] είναι παράλογο και δεν εφαρμόζεται πουθενά στην Ευρώπη αυτό που εισηγείται ο κ. Ανδρουλάκης. Σε πολλές κρίσιμες μεταρρυθμίσεις κατά την τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο, οι οποίες είναι ζητούμενο όλου του ελληνικού λαού, και των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, το ΠΑΣΟΚ στάθηκε απέναντι. Για παράδειγμα καταψήφισε την αναδιάρθρωση των Ναυπηγείων Ελευσίνας. Αν θέλουμε να κάνουμε άλματα μπροστά, δεν μπορούμε να συζητάμε τα αυτονόητα και να μαλώνουμε μεταξύ μας ενδοκυβερνητικά για το πώς θα πάμε τη χώρα και την οικονομία μπροστά, Θα χάσουμε χρόνο και η Ελλάδα έχει χάσει πολλά χρόνια σε καθήλωση. Τα προηγούμενα δέκα χρόνια, τη δεκαετία 2010-2020, ήταν δέκα χαμένα χρόνια. Θα μπορούσαμε να είχαμε τρέξει πολύ πιο γρήγορα, να έχουμε ολοκληρώσει κρίσιμες μεταρρυθμίσεις», αντέτεινε. Και στο «δια ταύτα» της κριτικής του, «το ΠΑΣΟΚ δεν διακατέχεται αυτή τη στιγμή από κάποια ειλικρινή διάθεση συνεργασίας με την ΝΔ. Η ψήφος στο ΠΑΣΟΚ ουσιαστικά οδηγεί σε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ».
Εστιάζοντας, τέλος, τα βέλη του στο κόμμα τής μείζονος αντιπολίτευσης, σημείωσε: «Αποκαλύπτονται, μέσα από τις τοποθετήσεις του κ. Τσίπρα, του κ. Δραγασάκη χθες, και του κ. Τσακαλώτου επίσης χθες, οι πραγματικές διαθέσεις. Ζητούν μια κυβέρνηση ηττημένων, η οποία όμως θα οδηγήσει σε μια ηττημένη Ελλάδα. Άρα, θέλουν να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και Βαρουφάκη, ΜέΡΑ25. Γνωρίζουμε πολύ καλά τι αποτελέσματα έφερε στο τραπεζικό σύστημα, την οικονομία η ανερμάτιστη πολιτική του κ. Βαρουφάκη. Ουσιαστικά, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν το στόχο του να μην βρίσκεται στο τιμόνι μια αυτοδύναμη κυβέρνηση υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, έχουν θέσει ως στόχο μια κυβέρνηση ηττημένων. Αυτό πρέπει να ξέρει ο κόσμος και γι’ αυτό είναι πολύ κρίσιμη η ψήφος και η κάλπη της 21ης Μαΐου. Δεν μπορούμε να πάμε με μια χαλαρή διάθεση στις κάλπες αυτές», ήταν το καταληκτικό μήνυμά του.