«Η πρωτιά της ΝΔ αποτελεί πλέον παρελθόν, ενώ παράλληλα ο ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ κερδίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών και διευρύνει την επιρροή του», αναφέρει στην συνέντευξή του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και υποψήφιος Βορείου Τομέα Αθήνας, Πάνος Σκουρλέτης.
«Με την τραγωδία των Τεμπών ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας συνειδητοποίησε πως για την ακραία νεοφιλελεύθερη στρατηγική της ΝΔ προτεραιότητα έχει η συρρίκνωση του Δημοσίου και η παράδοση των στρατηγικών υποδομών, των δημόσιων-κοινών αγαθών στους ιδιώτες, άμεσα ή έμμεσα», αναφέρει ακόμη ο κ. Σκουρλέτης.
Εκτιμά ακόμη ότι οι εκλογές θα κριθούν σε σχέση με το ποια πολιτική δύναμη θα μπορέσει να διατυπώσει ένα συνεκτικό πρόγραμμα αλλαγών, που θα απαντά στα προβλήματα και θα ανοίγει μια νέα προοπτική για την κοινωνία και ιδιαίτερα για τους νέους και τις νέες.
Επιμένει ότι αντικειμενικά υπάρχουν οι προϋποθέσεις για κυβερνητική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, αν και όπως λέει θα πρέπει να ξεπεράσει τις αντιφάσεις του. Όσο για το πρόσωπο του πρωθυπουργού, ξεκαθαρίζει ότι με πρώτο κόμμα τον ΣΥΡΙΖΑ πρωθυπουργός θα είναι ο Αλέξης Τσίπρας.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Πάνου Σκουρλέτη στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων
ΕΡ: Συμφωνείτε με την εκτίμηση ότι η πολιτική ζωή του τόπου χωρίζεται σε προ Τεμπών και μετά Τεμπών εποχή, ότι το δυστύχημα αποτελεί μία τομή για τα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα;
ΑΠ: Αναμφισβήτητα η τραγωδία των Τεμπών είναι ένα σοκαριστικό γεγονός από μόνο του, ωστόσο λειτούργησε και ως ένα γεγονός που αποκάλυψε, πέρα από την τραγική κατάσταση των ελληνικών σιδηροδρόμων, τη βαθύτερη αντίληψη της ΝΔ για τις δημόσιες υποδομές, τις δημόσιες επιχειρήσεις και κατ´ επέκταση το πώς προσεγγίζει την έννοια του δημοσίου συμφέροντος και της δημόσιας ασφάλειας. Ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας συνειδητοποίησε πως για την ακραία νεοφιλελεύθερη στρατηγική της ΝΔ προτεραιότητα έχει η συρρίκνωση του Δημοσίου και η παράδοση των στρατηγικών υποδομών, των δημόσιων-κοινών αγαθών στους ιδιώτες, άμεσα ή έμμεσα. Έτσι γίνεται κατανοητό, τελικά, ότι για την κυβέρνηση ό,τι δεν ιδιωτικοποιείται αφήνεται να απαξιωθεί. Αυτή η στρατηγική προσέγγιση είναι πλέον ορατή στην υγεία, στην παιδεία, στην ενέργεια, στον ΟΣΕ, ακόμα και στο νερό.
ΕΡ: Ο πρωθυπουργός ανέπτυξε την επιχειρηματολογία του σε μία συνέντευξη την περασμένη Τρίτη. Δεν σας ικανοποίησαν οι απαντήσεις του;
ΑΠ: Πώς μπορεί να πείσει κάποιον ο πρωθυπουργός, όταν σε όλες τις κρίσιμες στιγμές της διακυβέρνησής του ακολουθεί το δόγμα του «δεν γνώριζα»; Τι να πρωτοθυμηθούμε; Την «άγνοιά» του για την μελέτη Τσιόδρα – Λύτρα την περίοδο της μεγάλης έξαρσης του Covid-19, για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων ή, τώρα, για την κατάσταση των τρένων; Τελικά είναι τόσο αδαής και επικίνδυνος ή ψεύδεται; Ο κ. Μητσοτάκης, παρά τις επικοινωνιακές συμβουλές και τους χαμηλούς τόνους, δεν ήταν καθόλου πειστικός στην πρόσφατη συνέντευξή του. Αντιθέτως, σήμερα, που πλέον κουρελιάστηκε το πέπλο του επιτελικού κράτους, αποκαλύφθηκε ο πραγματικός χαρακτήρας της πολιτικής της ΝΔ.
ΕΡ: Συμφωνείτε ότι χρειάζονται αλλαγές στον κρατικό μηχανισμό και στη διοίκηση ώστε να αντιμετωπιστεί το λεγόμενο «βαθύ κράτος»;
ΑΠ: Βεβαίως και χρειάζονται αλλαγές. Το σημερινό κράτος είτε αφήνεται να απαξιωθεί για να αιτιολογηθεί η συρρίκνωσή του και η εκχώρησή του στις δυνάμεις της αγοράς, είτε παρεμβαίνει για να στηρίξει συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα, αλλοιώνοντας τους κανόνες της αγοράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι απευθείας αναθέσεις ή, σε κάποιες περιπτώσεις, οι νομοθετικές πρωτοβουλίες που ευνοούν κατάφωρα συγκεκριμένα συμφέροντα. Έτσι, βλέπουμε να διαμορφώνεται μια κρατικοδίαιτη «ελεύθερη» αγορά. Το ζητούμενο σήμερα είναι ένα κράτος, ένας δημόσιος τομέας, που θα προτάσσει το δημόσιο συμφέρον, θα υπερασπίζεται τα δημόσια αγαθά και το περιβάλλον και, προφανώς, θα σέβεται τα δικαιώματα των πολιτών και τη δημοκρατική λειτουργία των θεσμών.
ΕΡ: Οι εκλογές θα γίνουν τον Μάιο. Νομίζετε ότι έχουν αλλάξει οι πολιτικοί συσχετισμοί μετά το δυστύχημα;
ΑΠ: Πιστεύω πως έχουμε μια επιταχυνόμενη αλλαγή των συσχετισμών. Όπως σας έλεγα και προηγουμένως, τελικά το δυστύχημα των Τεμπών λειτούργησε καταλυτικά στη συνείδηση των πολιτών και ιδιαίτερα της νεολαίας, έτσι ώστε να συνειδητοποιηθούν και να κατανοηθούν μια σειρά καταστάσεις.
ΕΡ: Οι δημοσκοπήσεις πάντως εξακολουθούν να δείχνουν την κυβέρνηση να προηγείται. Τέλος πάντων δεν είναι αισθητό ένα ρεύμα νίκης. Με όλα τα λάθη, τα «σκάνδαλα», τη διαφθορά, την ακρίβεια και την κακοδιοίκηση που εσείς αποδίδετε στην κυβέρνηση το παιχνίδι δεν θα έπρεπε να έχει κριθεί;
ΑΠ: Πιστεύω πως η πρωτιά της ΝΔ αποτελεί πλέον παρελθόν, ενώ παράλληλα ο ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ κερδίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών και διευρύνει την επιρροή του. Η κυβέρνηση απέτυχε στη διαχείριση της πανδημίας και εγκατέλειψε, αντί να στηρίξει, το δημόσιο σύστημα υγείας. Διευκόλυνε την κερδοσκοπία στον τομέα της ενέργειας, σε βάρος νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Δεν αντιμετώπισε αποτελεσματικά το κύμα ακρίβειας, την ίδια ώρα που το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας είδε να μειώνεται η αγοραστική του δύναμη. Ταυτόχρονα, στην οικονομία ανακυκλώνει όλες τις παλαιές παθογένειες του εγχώριου παραγωγικού μοντέλου.
ΕΡ: Μεγάλη συζήτηση έγινε για τον Παύλο Πολάκη και για τις απόψεις του, αλλά και γιατί τελικά ακυρώθηκε η διαδικασία αποβολής του από τα ψηφοδέλτια. Αυτό το μπρος-πίσω δεν κάνει κακό στη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ;
ΑΠ: Ο Παύλος Πολάκης έκανε μια ειλικρινή αυτοκριτική, ενώ το θέμα συζητήθηκε στην Πολιτική Γραμματεία. Οι αποφάσεις επί του θέματος είναι ήδη γνωστές και δημόσιες. Θεωρώ πως το θέμα έκλεισε τον κύκλο του.
ΕΡ: Γιατί επιμένετε ότι η κυβέρνηση ιδιωτικοποιεί το νερό, κάτι που η ίδια αρνείται;
ΑΠ: Η δημιουργία της νέας ανεξάρτητης Αρχής, σε συνδυασμό με την προώθηση συμπράξεων ανάμεσα στην ΕΥΔΑΠ και ιδιωτικές εταιρείες για την εκμετάλλευση των δικτύων ύδρευσης, αλλά και οι παρεμβάσεις στο πεδίο ευθύνης των ΔΕΥΑ, συνιστούν μια έμμεση ιδιωτικοποίηση και μετατρέπουν το νερό σε εμπόρευμα. Με αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση προσπαθεί να ξεπεράσει τις αποφάσεις του ΣτΕ που προστατεύουν το δημόσιο αγαθό του νερού.
ΕΡ: Εντέλει που θα κριθούν οι εκλογές κατά την άποψή σας;
ΑΠ: Σε όλα όσα, σε γενικές γραμμές, αναφέραμε μέχρι στιγμής. Με δυο λόγια, στο ποια πολιτική δύναμη θα μπορέσει να διατυπώσει ένα συνεκτικό πρόγραμμα αλλαγών, που θα απαντά στα προβλήματα και θα ανοίγει μια νέα προοπτική για την κοινωνία και ιδιαίτερα για τους νέους και τις νέες.
ΕΡ: Παρατηρώντας τη στάση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ τους τελευταίους μήνες θεωρείτε ότι υπάρχει περιθώριο κυβερνητικής συνεργασίας;
ΑΠ: Θεωρώ ότι αντικειμενικά υπάρχουν οι προϋποθέσεις. Αναφέρομαι πρώτα και κυρία στις προγραμματικές προϋποθέσεις, ωστόσο θέλω να επισημάνω μια σειρά αντιφάσεων στο χώρο του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ, που οφείλει κατά τη γνώμη μου να υπερβεί. Εμείς από τη μεριά μας είμαστε σαφείς, επιδιώκουμε τον σχηματισμό μιας ευρύτερης αριστερής-προοδευτικής κυβερνητικής πλειοψηφίας πάνω σε μια στέρεη προγραμματική βάση. Η πλευρά, όμως, του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ πρέπει να ξεκαθαρίσει αν θεωρεί πως το πρόγραμμά του μπορεί να το υλοποιήσει με την νεοφιλελεύθερη ΝΔ.
Όσον αφορά το πρόσωπο του επόμενου πρωθυπουργού, νομίζω πως τα πράγματα είναι σαφή και καθορίζονται εν πολλοίς από την ψήφο των πολιτών. Με τον ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ πρώτο κόμμα, δεν μπορεί να είναι άλλος από τον Αλέξη Τσίπρα.
ΕΡ: Τα γεγονότα στη Γαλλία νομίζετε ότι έχουν ευρύτερη σημασία που ξεπερνούν τα όρια της χώρας αυτής; Θα επηρεάσουν τις εξελίξεις στην Ευρώπη;
ΑΠ: Η Γαλλία έχει μια ισχυρή παράδοση λαϊκών κινητοποιήσεων και οι εξελίξεις στο εσωτερικό της έχουν μια ευρύτερη αντανάκλαση στα ευρωπαϊκά πράγματα. Ιδιαίτερα το θέμα που αποτελεί σήμερα το σημείο αιχμής, το ασφαλιστικό, αφορά σίγουρα τη συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Σας θυμίζω τις κινητοποιήσεις των «κίτρινων γιλέκων» πριν από λίγα χρόνια. Νομίζω πως στη Γαλλία σήμερα, μα και αλλού, τίθενται επί τάπητος τα μεγάλα κοινωνικά ζητήματα της Ευρώπης του αύριο. Αναμετρούνται, κατά βάση, δύο στρατηγικές. Θα έχουμε μια Ευρώπη που θα προσπαθήσει να αποκαταστήσει το κοινωνικό κράτος, την προστασία της εργασίας και θα εμβαθύνει στη δημοκρατική της λειτουργία ή θα συνεχίσουμε στο δρόμο της διεύρυνσης των ανισοτήτων, της κοινωνικής υποχώρησης και της δημοκρατικής συρρίκνωσης;