Το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση ακύρωσης των εκπαιδευτικών κατά της προκήρυξης του ΑΣΕΠ για την πλήρωση κενών θέσεων

Συμβούλιο της Επικρατείας

Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση ακύρωσης των εκπαιδευτικών κατά της προκήρυξης του ΑΣΕΠ για την πρόσληψη εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας Γενικής Εκπαίδευσης.

Αναλυτικότερα, η 7μελής σύνθεσης του Γ΄ Τμήματος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Δημήτρης Σκαλτσούνης και εισηγητής ο πάρεδρος Βασίλειος Γκέρτσος), με την υπ΄ αριθμ. 1866/2020 απόφασή της -σύμφωνα με ανακοίνωσή του ΣτΕ- απέρριψε με πλειοψηφία 3-2 την αίτηση ακυρώσεως που είχαν καταθέσει υποψήφιοι για την πλήρωση κενών οργανικών θέσεων εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας Γενικής Εκπαίδευσης κατά της 2ΓΕ/2019 προκήρυξης του Α.Σ.Ε.Π., που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του ν. 4589/2019.

Υπενθυμίζεται ότι με το νόμο 4589/2019 θεσπίσθηκε νέο σύστημα διορισμού και προσλήψεων των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με επιλογή βάσει σειράς προτεραιότητας που καθορίζεται από τη βαθμολόγηση των υποψηφίων σε ορισμένα κριτήρια (ακαδημαϊκά προσόντα, εκπαιδευτική προϋπηρεσία, κοινωνικά κριτήρια).

Το ΣτΕ με την εν λόγω απόφασή του απέρριψε τον ισχυρισμό των εκπαιδευτικών περί αντισυνταγματικότητας του συστήματος αυτού, λόγω του ότι ο νομοθέτης δεν θέσπισε ως τρόπο επιλογής των υποψηφίων τον γραπτό διαγωνισμό. Και αυτό γιατί κρίθηκε ότι το Σύνταγμα στο άρθρο 103 παρ. 7 προβλέπει, εναλλακτικά, τον διαγωνισμό ή την επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια, ως ισοδύναμους τρόπους στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης, αφήνοντας στον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να προκρίνει τον πλέον κατάλληλο για την πρόσληψη του προσωπικού του εκάστοτε φορέα.

Ακόμη, κατά πλειοψηφία το ΣτΕ απέρριψε το επιχείρημα των εκπαιδευτικών ότι παραβιάζονται οι συνταγματικές αρχές της ισότητας, αξιοκρατίας και αναλογικότητας (άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), καθώς και το άρθρο 103 παρ. 7 του Συντάγματος, με την προβλεπόμενη στον νόμο 4589/2019 (άρθρο 57) προσμέτρηση της εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας με 120 μονάδες κατ’ ανώτατο όριο (1 μονάδα για κάθε μήνα πραγματικής προϋπηρεσίας), καθώς έχει ως τελικό αποτέλεσμα να ανάγεται η προϋπηρεσία αυτή σε κυρίαρχο κριτήριο διορισμού και να ευνοούνται ιδιαιτέρως οι υποψήφιοι που έχουν προσληφθεί, κατά τα τελευταία έτη, ως προσωρινοί αναπληρωτές στην Δημόσια, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια, εκπαίδευση έναντι των υποψηφίων, οι οποίοι, δεν κατείχαν καμία προϋπηρεσία, όπως είναι οι εκείνοι που έχουν προσφύγει στο ΣτΕ.

Από την πλευρά της η μειοψηφία δύο συμβούλων Επικρατείας, εξέφρασε την άποψη, ότι είναι βάσιμος ο ισχυρισμός των εκπαιδευτικών ότι η πρόβλεψη του νόμου 4589/2019, περί δυνατότητας προσμέτρησης 120 μονάδων στους κατέχοντες εκπαιδευτική προϋπηρεσία 120 μηνών, ευνοεί αδικαιολόγητα και άνευ απόχρωντος λόγου δημοσίου συμφέροντος, ιδιαίτερα τους υποψηφίους που υπηρέτησαν, ιδίως την τελευταία δεκαετία, ως αναπληρωτές εκπαιδευτικοί σε διάφορους ετερόκλητους φορείς του ευρύτερου χώρου της Δημόσιας εκπαίδευσης και, ως εκ τούτου, δύνανται να λάβουν το σύνολο των 120 μονάδων στο κριτήριο αυτό.