Τα μέλη υψηλόβαθμης αμερικανικής αντιπροσωπείας συζήτησαν στην Κίνα με τους Κινέζους ομολόγους τους τρόπους βελτίωσης των διμερών σχέσεων των δύο χωρών, όπως και το “ευαίσθητο” ζήτημα της Ταϊβάν, ανακοίνωσε σήμερα το Πεκίνο.
Η αποστολή της αντιπροσωπείας αυτής στην Κίνα έχει παράλληλα ως στόχο να προετοιμάσει την επίσημη επίσκεψη στην ασιατική χώρα του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν, η οποία προβλέπεται για τις αρχές του 2023.
Επίσης συνιστά την πρώτη επίσημη επίσκεψη Αμερικανών αξιωματούχων μετά την δέσμευση που ανέλαβαν τον Νοέμβριο στην σύνοδο κορυφής της G20 στο Μπαλί οι πρόεδροι της Κίνας Σι Τζινπίνγκ και των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν να αναθερμανθούν οι σχέσεις μεταξύ του Πεκίνου και της Ουάσινγκτον, οι οποίες δεν είναι καλές εδώ και χρόνια.
Η αντιπροσωπεία αυτή αποτελείται από τον υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ αρμόδιο για την Ανατολική Ασία και τον Ειρηνικό Ντάνιελ Κρίτενμπρινκ και την διευθύντρια του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ για την Κίνα και την Ταϊβάν Λόρα Ρόζενμπεργκερ.
Οι συνομιλίες ανάμεσα στους Αμερικανούς αξιωματούχους και τον υφυπουργό Εξωτερικών της Κίνας Σίε Φενγκ διεξήχθησαν χθες, Κυριακή, και σήμερα στην πόλη Λανγκφάνγκ, στις πύλες του Πεκίνου, σύμφωνα με την κινεζική διπλωματία.
“Οι δύο πλευρές είχαν συνομιλίες σε βάθος για την υλοποίηση της συναίνεσης που επετεύχθη ανάμεσα στους δύο προέδρους στη διάρκεια της συνόδου κορυφής του Μπαλί”, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου ο Ουάνγκ Ουενμπίν, εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών.
Το θέμα της Ταϊβάν, νήσου 24 εκατομμυρίων κατοίκων, την οποία το Πεκίνο θεωρεί αναπόσπαστο τμήμα της κινεζικής επικράτειας, αλλά χαίρει της στρατιωτικής υποστήριξης των ΗΠΑ, συζητήθηκε επίσης, μεταξύ άλλων “ευαίσθητων ζητημάτων”, πρόσθεσε.
Οι Σίε Φενγκ, Ντάνιελ Κρίτενμπρινκ και Λόρα Ρόζενμπεργκερ, συζήτησαν για την “ενίσχυση των συναλλαγών σε όλα τα επίπεδα” κατά τις “ειλικρινείς, σε βάθος και εποικοδομητικές” συνομιλίες τους και συμφώνησαν “να συνεχίσουν την επικοινωνία”, σημείωσε επίσης ο Ουάνγκ Ουενμπίν.
Οι σχέσεις ανάμεσα στο Πεκίνο και την Ουάσινγκτον είχαν ψυχρανθεί τα τελευταία χρόνια λόγω διαφωνιών σε διάφορα θέματα: την ανισορροπία του εμπορικού ισοζυγίου, το θέμα των Ουιγούρων ή ακόμη την αντιπαλότητα στον κλάδο υψηλής τεχνολογίας.