Ένα τεστ αίματος -το πρώτο του είδους του- που προβλέπει αν μια γυναίκα άνω των 47 ετών θα έχει την τελευταία περίοδο της σε ένα έως δύο χρόνια και θα εισέλθει πλέον σε εμμηνόπαυση, έχουν αναπτύξει Αμερικανοί επιστήμονες.
Το τεστ MenoCheck, το οποίο έχει αναπτυχθεί από την εταιρεία Ansh Labs, μετρά τα επίπεδα μιας ορμόνης (ΑΜΗ) που είναι κρίσιμη για την ανάπτυξη ενός μωρού και η οποία επίσης αποτελεί βιοδείκτη για το πόσα ωάρια έχουν απομείνει σε μια γυναίκα, συνεπώς το επίπεδο της μειώνεται, όσο η εμμηνόπαυση πλησιάζει. Μέχρι σήμερα υπάρχουν μόνο ανακριβείς μέθοδοι για να προβλέψει κανείς πότε περίπου θα σταματήσει η έμμηνος ρύση, όπως η ακανόνιστη έλευση της περιόδου, τα προβλήματα ύπνου, οι συχνές μεταβολές της διάθεσης, η νυχτερινή εφίδρωση, η απώλεια της σεξουαλικής επιθυμίας κ.α.
Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Κολοράντο, με επικεφαλής την καθηγήτρια Νανέτ Σαντόρο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό κλινικής ενδοκρινολογίας «Journal of Clinical Endocrinology and Metabolism», σύμφωνα με τη βρετανική «Τέλεγκραφ» και το «New Scientist», διαπίστωσαν ότι η ΑΜΗ, η οποία παράγεται από κύτταρα που περιβάλλουν τα ωάρια, είναι καλός δείκτης για τον αριθμό των τελευταίων.
«Η εύρεση ενός τρόπου να προσδιοριστεί ο χρόνος έως την τελευταία περίοδο αποτελεί εδώ και καιρό το “ιερό δισκοπότηρο” της έρευνας πάνω στην εμμηνόπαυση. Μέχρι σήμερα έχει καταστεί δυνατό να προβλεφθεί ο μελλοντικός χρόνος έως την εμμηνόπαυση σε ένα χρονικό “παράθυρο” τεσσάρων ετών, κάτι που δεν είναι κλινικά χρήσιμο. Οι γυναίκες θα μπορούν να πάρουν καλύτερες ιατρικές αποφάσεις με την πιο ολοκληρωμένη πληροφόρηση που τους παρέχει το νέο τεστ μετρήσεων της ορμόνης ΑΜΗ», δήλωσε η Σαντόρο.
Μικρότερος ο κίνδυνος πρόωρης εμμηνόπαυσης για τις γυναίκες που έχουν κάνει παιδί
Οι γυναίκες που έχουν κάνει τουλάχιστον ένα παιδί και κυρίως όσες το είχαν θηλάσει για αρκετούς μήνες, κινδυνεύουν λιγότερο να έχουν εμμηνόπαυση πρόωρα αργότερα στη ζωή τους, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Ελίζαμπεθ Μπερτόνε-Λάνγκτον της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης-Άμχερστ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «JAMA Network Open», ανέλυσαν στοιχεία για περισσότερες από 108.000 γυναίκες σε βάθος 26 ετών.
Διαπιστώθηκε ότι η εγκυμοσύνη και ο θηλασμός (ιδίως ο αποκλειστικός επί έξι έως 12 μήνες)είναι δύο παράγοντες που σχετίζονται με μειωμένο κίνδυνο πρόωρης εμμηνόπαυσης πριν την ηλικία των 45 ετών. Η πρόωρη εμμηνόπαυση σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά προβλήματα, γνωστική-νοητική έκπτωση, οστεοπόρωση κ.α. Αποκλειστικός θηλασμός σημαίνει ότι το μωρό δεν λαμβάνει άλλη υγρή ή στερεά τροφή πέρα από το γάλα της μητέρας του.
«Η μελέτη μας έδειξε ότι γυναίκες με περισσότερες από τρεις κυήσεις, οι οποίες είχαν θηλάσει αποκλειστικά για επτά έως 12 μήνες, είχαν περίπου 32% μειωμένο κίνδυνο για πρόωρη εμμηνόπαυση, σε σχέση με τις γυναίκες με ίδιο αριθμό κυήσεων, που όμως είχαν θηλάσει για λιγότερο από ένα μήνα. Γυναίκες με δύο κυήσεις είχαν 16% μικρότερο κίνδυνο, ενώ εκείνες με τρεις κυήσεις είχαν μείωση κινδύνου κατά 22%», δήλωσε η δρ Λάνγκτον.