Η απερχόμενη καγκελάριος της Γερμανίας, η Άγγελα Μέρκελ, τάχθηκε χθες Δευτέρα υπέρ της τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, την οποία χαρακτήρισε αποτελεσματικό εργαλείο για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής, κατά τη διάρκεια της ομιλίας της στην πρώτη ημέρα της κρίσιμης συνόδου του ΟΗΕ για το κλίμα.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση εφαρμόζει ήδη αυτό το μοντέλο τιμολόγησης στον βιομηχανικό τομέα. Άλλοι, για παράδειγμα η Κίνα, το θεσπίζουν τώρα», ανέφερε η κυρία Μέρκελ αναφερόμενη στη συγκεκριμένη πολιτική, δυνάμει της οποίας επιβάλλονται τέλη στην εκπομπή CO2 προκειμένου να δοθεί κίνητρο για επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια.
Η επικεφαλής της γερμανικής κυβέρνησης κάλεσε να συζητηθεί το θέμα περαιτέρω και να ληφθούν αποφάσεις στην COP26.
Προσκεκλημένοι των Ηνωμένων Εθνών, αρχηγοί και αντιπρόσωποι κυβερνήσεων από περίπου διακόσιες χώρες θα περάσουν τις επόμενες δύο εβδομάδες συζητώντας το πώς η ανθρωπότητα μπορεί να περιορίσει την υπερθέρμανση του πλανήτη.
«Όταν το CO2 τιμολογείται, οι ιδιώτες επενδυτές ξέρουν σε ποια κατεύθυνση να επενδύσουν», επισήμανε η κυρία Μέρκελ, για την οποία είναι ανάγκη να μη χρησιμοποιηθούν μόνο χρήματα φορολογουμένων αλλά και εργαλεία που έχουν «οικονομική λογική» στον αγώνα εναντίον της κλιματικής αλλαγής.
Θα χρειαστούν μεγάλες επενδύσεις για να εκπληρωθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί. Η γερμανίδα καγκελάριος αναφέρθηκε στην εκτίμηση του πρώην Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, του Μπαν Γκι Μουν, ότι θα απαιτηθεί χρηματοδότηση 800 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ετήσια βάση.
Στην ομιλία της η κυρία Μέρκελ αναφέρθηκε σε νέα συνεργασία της Γερμανίας με τη Νότια Αφρική στο πλαίσιο της προσπάθειας να εγκαταλειφθεί η παραγωγή ηλεκτρισμού με την καύση άνθρακα. Έκανε λόγο για σημαντικό «πιλοτικό έργο για πολλές αφρικανικές χώρες», χωρίς να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες. Εξήρε επίσης τη συνεργασία με την Κολομβία, τη Νορβηγία και τη Βρετανία για την προστασία των δασών.
Η κυβέρνηση συνασπισμού της απερχόμενης καγκελαρίου έχει δεσμευθεί πως τα εργοστάσια που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια με την καύση άνθρακα θα έχουν κλείσει όλα ως το 2038.
Επαίνεσε ακόμη την G20 διότι συμφώνησε να διακόψει τη χρηματοδότηση για την κατασκευή ή τη λειτουργία τέτοιων εργοστασίων σε άλλες χώρες στη σύνοδό της αμέσως πριν από την έναρξη της COP26.
Αντίθετα με τη γερμανίδα καγκελάριο, η οποία είδε θετικά τη σύνοδο αυτή, ακτιβιστές και άλλοι ηγέτες εξέφρασαν απογοήτευση διότι τα είκοσι πιο ανεπτυγμένα βιομηχανικά κράτη του κόσμου δεν κατέληξαν σε συμφωνία ούτε για την ημερομηνία-στόχο ώστε να επιτευχθεί η λεγόμενη κλιματική ουδετερότητα, ούτε για την ημερομηνία-στόχο για να τερματιστεί η ηλεκτροπαραγωγή με την καύση άνθρακα.
Η κυρία Μέρκελ εξέφρασε την αισιοδοξία της πως μπορεί ακόμη να αποφευχθούν οι καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο για αυτό «πρέπει – και επίσης θα έλεγα πως μπορούμε – να εφαρμόσουμε τη συμφωνία του Παρισιού», δήλωσε.
Πάντως αναγνώρισε πως «δεν θα φθάσουμε τα 100 δισεκ. δολάρια ως το 2023», αναφερόμενη στον στόχο οι βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες να προσφέρουν το ποσό αυτό σε ετήσια βάση στις αναπτυσσόμενες για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στον αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής.
Ο στόχος αυτός υποτίθεται ότι θα επιτυγχανόταν το 2020, δυνάμει συμφωνίας η οποία είχε συναφθεί το 2009. Δεν εκπληρώθηκε ποτέ.
Εν μέσω COP26, η Κίνα αυξάνει την παραγωγή άνθρακα
Η Κίνα αύξησε κατά ένα εκατομμύριο τόνους και πλέον την ημερήσια παραγωγή άνθρακα, με φόντο τα προβλήματα στην ηλεκτροδότηση, την ώρα που οι ηγέτες του κόσμου διαπραγματεύονται σκληρά στην COP26 για να καταλήξουν σε συμφωνία ώστε να σωθεί ο πλανήτης από την «καταστροφική» υπερθέρμανση.
Με την παγκόσμια οικονομία να ανακάμπτει, η Κίνα υφίσταται πλήγμα από την απογείωση του κόστους των πρώτων υλών, ιδίως του άνθρακα, που συνεισφέρει το 60% στο ενεργειακό μείγμα της χώρας.
Η κατάσταση αυτή ανάγκασε πολλούς ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς να λειτουργούν στο ρελαντί, παρά τη μεγάλη ζήτηση, αναγκάζοντας να προχωρήσουν σε ελεγχόμενες διακοπές της ηλεκτροδότησης και ανεβάζοντας αλματωδώς το κόστος παραγωγής για τις επιχειρήσεις.
Για να ανακουφίσουν την πίεση, οι αρχές ενέκριναν την τελευταία εβδομάδα να ανοίξουν ξανά ορυχεία άνθρακα. Η κίνηση αυτή καταγράφεται με φόντο την υπόσχεση του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα αρχίσουν να μειώνονται από τη χώρα του πριν από το 2030.
Από τα μέσα Οκτωβρίου, η ημερήσια παραγωγή άνθρακα ξεπέρασε τους 11,5 εκατ. τόνους, ανέφερε την Κυριακή η ισχυρή υπηρεσία κεντρικού σχεδιασμού, η NDRC. Πρόκειται για αύξησή της κατά 1,1 εκατ. τόνους από τα τέλη Σεπτεμβρίου.
Τον περασμένο μήνα, η NDRC δεν απέκλεισε το να παρέμβει για να μειωθεί η τιμή του άνθρακα.
Η υπηρεσία «θα καταφύγει σε όλα τα απαραίτητα μέσα (…) να επανέλθουν οι τιμές του άνθρακα σε λογικό φάσμα», ανέφερε, χωρίς να διευκρινίσει πάντως ποια μέτρα εξέταζε.
Την ίδια ώρα, στην COP26 διεξάγονται συνομιλίες με σκοπό να συμφωνηθούν πιο φιλόδοξοι στόχοι ως προς τη μείωση των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Ο Κινέζος πρόεδρος είναι ανάμεσα στους μεγάλους απόντες του διεθνούς ραντεβού αυτού, στο οποίο περιορίστηκε να στείλει απλά μια γραπτή τοποθέτηση.
Είναι η χώρα του τόσο αυτή που εξορύσσει τη μεγαλύτερη ποσότητα άνθρακα στον κόσμο, όσο και αυτή που κάνει τις μεγαλύτερες εκπομπές διοξειδίου άνθρακα στον πλανήτη. Ωστόσο, η Κίνα είναι επίσης η χώρα που κάνει τις πιο μεγάλες επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια τα τελευταία χρόνια.