Η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει μια χρονιά με υποτονικές προοπτικές ανάπτυξης και αβεβαιότητα που προέρχεται από γεωπολιτικές εντάσεις, σφιχτές χρηματοδοτικές συνθήκες και τον αποδιοργανωτικό αντίκτυπο της τεχνητής νοημοσύνης, διαπιστώθηκε από έρευνα μεταξύ κορυφαίων οικονομολόγων που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Η έρευνα αυτή μεταξύ πάνω από 60 κορυφαίων οικονομολόγων οι οποίοι επιλέγονται απ’ όλο τον κόσμο από τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, διεξάγεται κάθε χρόνο πριν από την ετήσια συνάντηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF) στο ελβετικό χιονοδρομικό κέντρο του Νταβός. Αποτελεί μια απόπειρα να σκιαγραφηθούν προτεραιότητες για τους πολιτικούς και επιχειρηματικούς ηγέτες.
Περίπου 56% των ερωτηθέντων αναμένουν ότι οι συνολικές παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες θα εξασθενήσουν φέτος, με υψηλό βαθμό περιφερειακών αποκλίσεων. Ενώ οι πλειοψηφίες βλέπουν μέτρια ή ισχυρότερη ανάπτυξη στην Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτίες, υπάρχει ευρεία συναίνεση ότι η Ευρώπη θα έχει μόνο ασθενική ή πολύ ασθενική ανάπτυξη.
Η εικόνα για τη Νότια Αφρική και την Ανατολική Ασία και Ειρηνικό είναι πιο θετική, με την πολύ μεγάλη πλειονότητα να περιμένει για τις περιφέρειες αυτές τουλάχιστον μέτρια ανάπτυξη για το 2024.
Αντανακλώντας σχόλια από τις κορυφαίες κεντρικές τράπεζες στον κόσμο, σύμφωνα με τα οποία τα επιτόκια έχουν κορυφωθεί, το 70% των ερωτηθέντων αναμένει ότι οι χρηματοδοτικές συνθήκες θα χαλαρώσουν καθώς ο πληθωρισμός υποχωρεί και η σημερινή σύσφιξη στις αγορές εργασίας χαλαρώνει.
Η τεχνητή νοημοσύνη θεωρείται πως αφήνει ένα άνισο σημάδι στην παγκόσμια οικονομία: ενώ 94% περιμένουν ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα προωθήσει σημαντικά την παραγωγικότητα στις οικονομίες υψηλού εισοδήματος κατά τα επόμενα πέντε χρόνια, μόλις 53% προβλέπουν το ίδιο για τις οικονομίες χαμηλού εισοδήματος.
Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ έδωσε επίσης στη δημοσιότητα μια μελέτη για την «ποιότητα» της οικονομικής ανάπτυξης σε 107 οικονομίες, η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι περισσότερες χώρες αναπτύσσονται με τρόπους που δεν είναι ούτε περιβαλλοντικά βιώσιμοι ούτε κοινωνικά συμπεριληπτικοί.
«Η αναζωπύρωση της παγκόσμιας ανάπτυξης θα είναι ουσιώδης για την αντιμετώπιση σημαντικών προκλήσεων, εντούτοις μόνο η ανάπτυξη δεν είναι αρκετή», λέει η Σαάντια Ζαχίντι, διευθύνουσα σύμβουλος του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ.
Το WEF ανακοίνωσε πως αρχίζει μια καμπάνια για να ορίσει μια νέα προσέγγιση στην ανάπτυξη και να βοηθήσει αυτούς που λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις να την εξισορροπήσουν με κοινωνικές, περιβαλλοντικές και άλλες προτεραιότητες.
Γερμανία: Συρρίκνωση κατά 0,3% για την οικονομία το 2023
Το γερμανικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε το 2023 κατά 0,3% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ανακοίνωσε η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία. Για «τεχνική ύφεση» κάνουν λόγο οι οικονομολόγοι και την αποδίδουν στις συνέπειες της πανδημίας, στην ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, η οποία προκάλεσε ραγδαία αύξηση των τιμών στην ενέργεια και στα τρόφιμα, αλλά και στην ανασφάλεια που προκαλεί η ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της ING Κάρστεν Μπρζέσκι, η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε για έκτο συνεχόμενο μήνα τον Νοέμβριο και βρίσκεται κατά 9% κάτω από το επίπεδο προ πανδημίας, ενώ ο ομόλογός του στην Commerzbank Γεργκ Κρέμερ εκτιμά ότι και το 2024 το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 0,3%, αξιολόγηση με την οποία συμφωνεί και το Ινστιτούτο ΙΜΚ.
«Μάλλον μέτριες» χαρακτηρίζει τις οικονομικές προοπτικές της Γερμανίας για το τρέχον έτος και ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου Κλέμενς Φούεστ.
Η Oxfam στηλιτεύει την αύξηση του πλούτου των δισεκατομμυριούχων και καλεί να φορολογηθούν περισσότερο
Εν τω μεταξύ, οι πέντε πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο είδαν τις περιουσίες τους να διπλασιάζονται (+114%) από το 2020, τονίζει σήμερα η μη κυβερνητική οργάνωση Oxfam, πριν από το ετήσιο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, καλώντας τις κυβερνήσεις να μειώσουν την επιρροή των υπερπλουσίων στη χάραξη φορολογικής πολιτικής.
Η περιουσία των πέντε πλουσιότερων ανθρώπων στον κόσμο αυξήθηκε από το 2020 ως το 2023 κατά 405 δισεκ. δολάρια, στα 869 δισεκ. δολάρια, κι αυτή των δισεκατομμυριούχων κατά 3,3 τρισεκ. δολάρια, τονίζει η ΜΚΟ σε έκθεσή της, αναφερόμενη ειδικά στον Τζεφ Μπέζος, έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον πλανήτη.
Χάρη στην απογείωση των χρηματιστηρίων, οι υπερπλούσιοι βλέπουν χρόνο τον χρόνο το οικονομικό τους βάρος να μεγαλώνει, χάρη στη συμμετοχή τους στο κεφάλαιο πολυεθνικών. Ταυτόχρονα, η περιουσία και τα έσοδα πέντε δισεκατομμυρίων ανθρώπων αθροιστικά συρρικνώθηκαν, έγιναν φτωχότεροι, επισημαίνει η Όξφαμ.
«Πιέζοντας τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες με μισθούς που αυξάνονται βραδύτερα από τον πληθωρισμό, αποφεύγοντας φόρους, ιδιωτικοποιώντας το κράτος και συμβάλλοντας σε μεγάλο βαθμό στην υπερθέρμανση του πλανήτη», οι μεγάλες εταιρείες «βαθαίνουν τις ανισότητες», τονίζει η διεθνής μη κυβερνητική οργάνωση σε έκθεσή της υπό τον τίτλο «Ανισότητα ΑΕ».
Στη σύνοδο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός θα παραβρεθούν αυτή την εβδομάδα πάνω από 800 επικεφαλής επιχειρήσεων και 60 αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων, που θα συμμετάσχουν σε συζητήσεις και άτυπες συναντήσεις.
Είναι ακριβώς αυτή η ανάμιξη δημοσίων και ιδιωτικών συμφερόντων που επικρίνει η ΜΚΟ: «οι εταιρείες και οι πλούσιοι ιδιοκτήτες τους διατηρούν επίσης τις ανισότητες διεξάγοντας συνεχή και πολύ αποτελεσματικό πόλεμο εναντίον της φορολογίας», υπογραμμίζει.
«Σε όλο τον κόσμο, στελέχη του ιδιωτικού τομέα δεν σταματούν να απαιτούν χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, περισσότερα παραθυράκια, λιγότερη διαφάνεια κι άλλα μέτρα με σκοπό οι εταιρείες να συνεισφέρουν όσο το δυνατόν λιγότερο στα κρατικά ταμεία», εξηγεί η Όξφαμ, αναφερόμενη σε «ορδές από λομπίστες» και πελώρια κέρδη που εξασφαλίζονται.
Από το 1980, η φορολογία στις εταιρίες μειώθηκε διά δύο και πλέον στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ (του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), υποχωρώντας στο 23,1% το 2022, σημειώνει η ΜΚΟ.
Πέρα από τη διάλυση ιδιωτικών μονοπωλίων και τη θέσπιση πλαφόν στις αμοιβές των προέδρων και διευθυνόντων συμβούλων, η Όξφαμ καλεί να τεθεί σε εφαρμογή φόρος περιουσίας για τους πολυεκατομμυριούχους και τους δισεκατομμυριούχους, που θα μπορούσε να εισφέρει στα ταμεία των κρατών ως ακόμη και 1,8 τρισεκ. δολάρια σε ετήσια βάση.