Στο 1,6% από 2,5% κατέβασε για το 2017 τον πήχη ανάπτυξης η Τράπεζα της Ελλάδος. Στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική που δόθηκε στη δημοσιότητα η ΤτΕ επισημαίνει ότι η ανοδική τάση του β’ και γ’ τριμήνου του 2016 ανακόπηκε το δ’ τρίμηνο. Το αρνητικό μεταφερόμενο αποτέλεσμα από το τελευταίο τρίμηνο του 2016 αποδυναμώνει την πρόβλεψη ανάπτυξης για το 2017 από 2,5% σε 1,6%.
Σύμφωνα με την τράπεζα, οι λόγοι της υποχώρησης της αναπτυξιακής δυναμικής θα πρέπει να αναζητηθούν στη μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και στη συνακόλουθη έξαρση της αβεβαιότητας, η οποία προκάλεσε σημαντική μείωση των επενδύσεων. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, αποδυνάμωσε την αρχική πρόβλεψη. Παρά τη χειροτέρευση των προβλέψεων για το 2017, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την ανάπτυξη παραμένουν ευοίωνες, εφόσον όμως συνεχιστεί απρόσκοπτα η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Παράλληλα, σημαντικό ρόλο στην ανάκαμψη διαδραματίζουν και οι θετικές οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Η πρόοδος που έχει έως τώρα συντελεστεί αποτελεί βάση για τη μετάβαση στην ανάπτυξη
Το 2016 ολοκληρώθηκε μια μακρά περίοδος δημοσιονομικής προσαρμογής: το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης εμφανίζεται πλεονασματικό κατά 0,7% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), σε σύγκριση με έλλειμμα άνω του 15% του ΑΕΠ το 2009. Η βελτίωση ήταν εντυπωσιακή και σε όρους πρωτογενούς αποτελέσματος, το οποίο από έλλειμμα 10% του ΑΕΠ το 2009 κατέληξε σε πλεόνασμα 4,2% του ΑΕΠ το 2016, βάσει του ορισμού του προγράμματος. Πρακτικά, το αποτέλεσμα αυτό καλύπτει σχεδόν το σύνολο της απαιτούμενης προσαρμογής έως το τέλος του τρέχοντος προγράμματος το 2018.
Η θετική αυτή εξέλιξη δεν θα ήταν εφικτή αν η δημοσιονομική πολιτική δεν είχε εμμείνει στη εξάλειψη της κυριότερης αιτίας που οδήγησε στην κρίση, δηλαδή των υπερβολικά υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η πολιτική αυτή εφαρμόστηκε − με αυξομειούμενη ένταση − από όλες τις κυβερνήσεις της περιόδου 2010-2017, αν και με διαφορετικό μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής. Η σύμπλευση στον ίδιο στόχο καταδεικνύει ότι όντως δεν υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις και ότι η δημοσιονομική προσαρμογή ήταν όρος sine qua non για την έξοδο από την κρίση. Γι’ αυτό διαδοχικές κυβερνήσεις και πολιτικά κόμματα στήριξαν με την ψήφο τους μέτρα για τη δημοσιονομική εξυγίανση με βαρύ κοινωνικό κόστος. Η εκ των πραγμάτων σύγκλιση της δημοσιονομικής πολιτικής και η υπαγωγή της στο μείζονα στόχο της παραμονής στο ευρώ περιορίζει τις αβεβαιότητες και τους κινδύνους και διασφαλίζει τη συνέχεια στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που θα στηρίξουν την ανάπτυξη. Με αυτά τα δεδομένα, είναι βάσιμο να προβλεφθεί ότι στο μέλλον δεν είναι εύκολη η διολίσθηση σε πολιτικές του παρελθόντος που διόγκωσαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και έφεραν τη χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Άλλωστε, οι δεσμεύσεις που ισχύουν από το πρόγραμμα στήριξης δεν αφήνουν περιθώρια για τέτοιου είδους παρεκκλίσεις. Όπως προκύπτει εξάλλου και από το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ), που ψηφίστηκε πρόσφατα, η δημοσιονομική πολιτική θα παραμείνει στην ίδια κατεύθυνση όχι μόνο μέχρι το τέλος του προγράμματος το 2018, αλλά και τα επόμενα χρόνια.
Από την αρχή της κρίσης, σημαντική πρόοδος καταγράφεται και σε άλλους καίριους τομείς
Εκτός από τη δημοσιονομική εξισορρόπηση, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια αντιμετώπισαν με επιτυχία χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες και στρεβλώσεις. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Τα δύο τελευταία χρόνια το ισοζύγιο παραμένει ουσιαστικά ισοσκελισμένο. Ανακτήθηκε πλήρως η απώλεια ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας. Η ανταγωνιστικότητα τιμών έχει επανέλθει στο επίπεδο του 2002 και θα συνεχίσει να βελτιώνεται με την εφαρμογή περαιτέρω μεταρρυθμίσεων που θα εξασφαλίσουν πιο ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών.
Παράλληλα, έχουν θεσπιστεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς, όπως στο ασφαλιστικό σύστημα, στο σύστημα υγείας, στις αγορές εργασίας και προϊόντων, στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, στο φορολογικό σύστημα και στους φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη και ένα ευρύ πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων.
Το τραπεζικό σύστημα, με την ανακεφαλαιοποίηση και την αναδιάταξή του, έχει αρχίσει να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τους κινδύνους της αυξημένης αβεβαιότητας και είναι καλύτερα εξοπλισμένο για να αντιμετωπίσει το μεγάλο βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η πορεία ανασύνταξης συνεχίζεται με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2018-2021
Η προσπάθεια ανασύνταξης της οικονομίας συνεχίζεται με την πρόσφατη υπερψήφιση του ν. 4472/17, στον οποίο, εκτός από το ΜΠΔΣ 2018-2021, περιλαμβάνονται:
α) συμπληρωματική δέσμη μέτρων για την επίτευξη των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων έως το τέλος του 2018,
β) λήψη μέτρων για τη μεσοπρόθεσμη περίοδο 2019-2021, που αφορούν τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος με μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και την αναμόρφωση της φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων με μείωση του αφορολόγητου, και
γ) υιοθέτηση εξισορροπητικών παρεμβάσεων το 2019 και το 2020, υπό την προϋπόθεση επίτευξης των στόχων του προγράμματος με σκοπό τη μεταβολή του δημοσιονομικού μίγματος προς στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες, δημόσιες επενδύσεις και φορολογικές ελαφρύνσεις.
Ο νόμος κατ’ αρχάς επιτρέπει την πραγματοποίηση των δημοσιονομικών στόχων που έχουν τεθεί. Είναι όμως εξίσου σημαντικό ότι περιλαμβάνει και μεταρρυθμίσεις οι οποίες εκκρεμούν. Αν συνεπώς εφαρμοστεί χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις και με ισχυρή βούληση, θα συμβάλει στη βελτίωση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων, στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης και στην τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας.
Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης στις 15 Ιουνίου επιβεβαιώνει την πρόοδο που έχει συντελεστεί
Oι παρεμβάσεις που προβλέπονται από το νόμο 4472/2017 και τα πρόσθετα μέτρα που ψηφίστηκαν στις 12 Ιουνίου ικανοποιούν τα προαπαιτούμενα της συμφωνίας με τους εταίρους και επέτρεψαν την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Με την απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου:
1ον Εκφράζεται σαφώς η θετική εκτίμηση των εταίρων για την πορεία εφαρμογής του προγράμματος και αναγνωρίζεται ρητά ότι η ελληνική πλευρά έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμφωνία.
2ον Συνεχίζεται η ροή της χρηματοδότησης που είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστούν οι άμεσες δανειακές υποχρεώσεις της χώρας και για να εξοφληθεί τμήμα των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα. Η εξόφληση των οφειλών του κράτους θα βελτιώσει τις συνθήκες ρευστότητας του ιδιωτικού τομέα και θα έχει πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στην πραγματική οικονομία.
3ον Επαναλαμβάνεται με πιο σαφή τρόπο η κατεύθυνση για αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους μετά το τέλος του προγράμματος το 2018.
4ον Αναγνωρίζεται η δυνατότητα μείωσης του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων σε επίπεδο ίσο προς ή λίγο πάνω από 2% του ΑΕΠ μετά το 2022.
Βελτιώνονται έτσι οι προϋποθέσεις για επιτυχή έξοδο στις αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος με τη στήριξη των εταίρων.
Εξελίξεις – Προοπτικές
Μετά την ήπια ύφεση του 2015, το ΑΕΠ παρέμεινε αμετάβλητο το 2016. Η ανοδική τάση του β΄ και γ΄ τριμήνου του 2016 ανακόπηκε το δ΄ τρίμηνο. Το αρνητικό μεταφερόμενο αποτέλεσμα από το τελευταίο τρίμηνο του 2016 αποδυναμώνει την πρόβλεψη ανάπτυξης για το 2017 από 2,5% σε 1,6%. Οι λόγοι της υποχώρησης της αναπτυξιακής δυναμικής θα πρέπει να αναζητηθούν στη μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και στη συνακόλουθη έξαρση της αβεβαιότητας, η οποία προκάλεσε σημαντική μείωση των επενδύσεων. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, αποδυνάμωσε την αρχική πρόβλεψη. Παρά τη χειροτέρευση των προβλέψεων για το 2017, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την ανάπτυξη παραμένουν ευοίωνες, εφόσον όμως συνεχιστεί απρόσκοπτα η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Παράλληλα, σημαντικό ρόλο στην ανάκαμψη διαδραματίζουν και οι θετικές οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Το τραπεζικό σύστημα σε πορεία σταθεροποίησης
H σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης το 2016 μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης και οι βελτιωτικές τροποποιήσεις των κεφαλαιακών περιορισμών συνέβαλαν στην καταγραφή εισροών καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, ιδίως εκ μέρους των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Συνολικά, την περίοδο μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, δηλαδή μεταξύ Ιουνίου 2016 και Απριλίου 2017, οι καταθέσεις του εγχώριου ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά 3,5 δισεκ. ευρώ, με αποτέλεσμα το αντίστοιχο υπόλοιπο να διαμορφωθεί τον Απρίλιο του 2017 σε 119 δισεκ. ευρώ. Ωστόσο, τους πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους πραγματοποιήθηκαν εκροές καταθέσεων, λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας που σχετίζεται με την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Η πιστωτική συστολή φαίνεται να φθάνει στο τέλος της όσον αφορά την τραπεζική χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, ενώ και ο ετήσιος ρυθμός μείωσης της χρηματοδότησης προς τα νοικοκυριά κοντεύει να μηδενιστεί.
Συνολικά, οι εξελίξεις όσον αφορά τα αποτελέσματα και την εν γένει ευρωστία των τραπεζών υπήρξαν ευνοϊκές. Το 2016 οι εγχώριες τράπεζες κατέγραψαν κέρδη προ φόρων, σε σύγκριση με ζημίες κατά τις αμέσως προηγούμενες χρονιές, ενώ μειώθηκε ελαφρώς το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η κεφαλαιακή επάρκεια και η ρευστότητα των τραπεζών ενισχύθηκαν.
Μικρή υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων
Η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων του συνόλου των τραπεζών εμφάνισε σταθεροποιητικές τάσεις, καθώς υπήρξαν σχετικά δείγματα βελτίωσης μετά το α΄ τρίμηνο του 2016. Στο τέλος Δεκεμβρίου 2016 το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ανήλθε, σε επίπεδο τραπεζών, σε περίπου 106 δισεκ. ευρώ (2015: 108 δισεκ. ευρώ). Η βελτίωση αυτή ήταν αποτέλεσμα αφενός διαγραφών δανείων και αφετέρου του γεγονότος ότι κάποιες πιστώσεις που είχαν παρουσιάσει καθυστέρηση άρχισαν και πάλι, μετά από αναδιάρθρωση της οφειλής, να εξυπηρετούνται, αντισταθμίζοντας έτσι, σε συνδυασμό με τις αποπληρωμές δανείων και τις εισπράξεις από ρευστοποιήσεις, τη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017 καταγράφηκε περαιτέρω υποχώρηση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, κυρίως λόγω διαγραφών δανείων (ιδιαίτερα στο επιχειρηματικό και καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο), τα οποία διαμορφώθηκαν σε 105,1 δισεκ. ευρώ ή 45,2% των συνολικών ανοιγμάτων. Ανά κατηγορία δανείων, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώθηκε σε 42,2% για τα στεγαστικά δάνεια, 45,0% για τα επιχειρηματικά και 54,2% για τα καταναλωτικά δάνεια. Ειδικά για τα επιχειρηματικά δάνεια, όπου υπάρχει μεγαλύτερη ανάλυση, την καλύτερη εικόνα εμφανίζουν τα δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις (25,9%) και τη χειρότερη τα δάνεια προς πολύ μικρές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες (68,3%) και τα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (60,7%).
Ειδικότερα όσον αφορά τις ενέργειες εκ μέρους των τραπεζών για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, διαπιστώνεται διεύρυνση της προσφυγής σε λύσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα (για παράδειγμα, επιμήκυνση της αποπληρωμής ή/και μείωση του επιτοκίου) και γενικότερα οι τράπεζες σημειώνουν πρόοδο προς την εκπλήρωση των τεθέντων επιχειρησιακών στόχων, ιδίως για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα στο χαρτοφυλάκιο των επιχειρηματικών δανείων. Ανησυχητικό είναι ωστόσο το γεγονός ότι σημαντικό ποσοστό δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης (ιδίως βραχυπρόθεσμου τύπου) εμφανίζει εκ νέου καθυστέρηση. Το πρώτο τρίμηνο του 2017, ο τριμηνιαίος δείκτης αθέτησης (default rate) παρουσίασε περαιτέρω επιβράδυνση, παραμένοντας όμως σε επίπεδα άνω του 2% και υψηλότερος από το ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate). Η διαφορά ανάμεσα στο ρυθμό αθέτησης και στο ρυθμό αποκατάστασης είναι υψηλότερη στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο. Εντούτοις, σε αντίθεση με την τάση που παρατηρήθηκε τα προηγούμενα τρίμηνα, οι τράπεζες ανέφεραν σημαντικές εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο στεγαστικό τους χαρτοφυλάκιο.
Η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος έχει μειωθεί οριακά, φθάνοντας στο 49,1% το Μάρτιο του 2017, από 49,7% το Δεκέμβριο του 2016. Εφόσον όμως προστεθεί στις προβλέψεις και η αποτίμηση των εμπράγματων εξασφαλίσεων, το ποσοστό κάλυψης προσεγγίζει το 100%.
Συνολικά, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών παραμένει πολύ υψηλό και εξακολουθεί να δρα, μέσω ποικίλων διαύλων, ανασχετικά για την πιστοδοτική τους δραστηριότητα. Από την άλλη πλευρά, ενισχυτικά για τη δυνατότητα των τραπεζών να δανειοδοτήσουν την πραγματική οικονομία λειτουργεί το γεγονός ότι οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειάς τους διατηρούνται υψηλοί. Ειδικότερα, το Δεκέμβριο του 2016 ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1), σε ενοποιημένη βάση, ανήλθε σε 16,9% (Δεκέμβριος 2015: 16,2%) και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 17% (Δεκέμβριος 2015: 16,3%).
Άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων
Οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων επιβλήθηκαν το 2015 για να ανακόψουν τις ισχυρές τάσεις φυγής κεφαλαίων, λόγω της αβεβαιότητας που επικρατούσε τότε. Ήταν ένα αναγκαίο μέτρο άμεσης παρέμβασης για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Έκτοτε, και στο βαθμό που περιοριζόταν η αβεβαιότητα, χαλάρωσαν σταδιακά για να διευκολύνουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων. Οι περιορισμοί είχαν σημαντικές επιπτώσεις στην επιχειρηματική δραστηριότητα, οι οποίες πρέπει να αποτιμηθούν. Η Τράπεζα της Ελλάδος, στο πλαίσιο της συμφωνίας με τους εταίρους, έχει αναλάβει τη δέσμευση να εκτιμήσει τις επιπτώσεις αυτές και η σχετική μελέτη είναι υπό εκπόνηση.
Σήμερα, οι εναπομείναντες περιορισμοί είναι μεν σαφώς χαλαρότεροι, δεν παύουν όμως να δημιουργούν προβλήματα. Η ύπαρξη και μόνο πολιτικών κατά παράβαση της βασικής ευρωπαϊκής αρχής της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων αποτελεί εστία αβεβαιότητας που επηρεάζει αρνητικά τις επενδυτικές αποφάσεις.
Είναι συνεπώς απαραίτητο να συνεχιστεί η διαδικασία που θα καταλήξει στην άρση όλων των περιορισμών. Οι κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συντονίζονται με τις βελτιώσεις του κλίματος και τη βαθμιαία αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα.
Προϋποθέσεις για τη μετάβαση στην ανάπτυξη
Παρά τις θετικές αλλαγές που έχουν επισημανθεί, η μεγάλη και παρατεταμένη ύφεση των τελευταίων ετών και η μείωση των επενδύσεων έχουν κληροδοτήσει στην ελληνική οικονομία τρία μείζονα προβλήματα: α) την υψηλή ανεργία, β) το μεγάλο όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και γ) το υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών θα πρέπει να είναι τώρα άμεση προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής για να επανέλθει η οικονομία σε διατηρήσιμη τροχιά ανάπτυξης.
Συγκεκριμένα:
1. Η ανάπτυξη είναι η μόνη απάντηση στο πρόβλημα της ανεργίας. Για να αλλάξει η ελληνική οικονομία και να προσανατολιστεί σε ένα νέο εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης που θα δημιουργεί νέες βιώσιμες θέσεις εργασίας, είναι αναγκαία μία σταθερή και συνεπής αναπτυξιακή πολιτική με τα εξής κύρια στοιχεία:
• Άμεση εφαρμογή ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι περισσότερο φιλικό προς την ανάπτυξη. Η αυξημένη έμφαση στη φορολογία μέσω υψηλών φορολογικών συντελεστών πρέπει να μετριαστεί υπέρ πολιτικών οι οποίες επικεντρώνονται στη συγκράτηση και αναδιάρθρωση των μη παραγωγικών δαπανών και στη βελτίωση της εισπραξιμότητας των φόρων και των εισφορών.
• Επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων που έχουν ήδη αποφασιστεί και καθυστερούν, καθώς και επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων με χρήση του θεσμού των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα.
• Ταχεία αξιοποίηση της μεγάλης αργούσας περιουσίας του Δημοσίου, ιδιαίτερα της ακίνητης, μέσω της κατάλληλης νομοθεσίας για τις χρήσεις γης.
• Δραστικός περιορισμός των μεγάλων καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης και των γραφειοκρατικών δυσκαμψιών στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, οι οποίες συνιστούν από τα μεγαλύτερα προσκόμματα για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
• Μεταρρυθμίσεις στις αγορές ενέργειας, προϊόντων και υπηρεσιών, και άνοιγμα των επαγγελμάτων που παραμένουν κλειστά, με άμεσο στόχο τη βελτίωση της παραγωγικότητας.
• Ειδικότερα για την απασχόληση, απαιτούνται πολιτικές και μεταρρυθμίσεις που θα διευκολύνουν τη διάχυση της τεχνολογίας και θα ενθαρρύνουν τη νέα επιχειρηματικότητα. Προς το σκοπό αυτό, απαιτείται η ενθάρρυνση και παροχή κινήτρων για συνεργασία του ιδιωτικού τομέα με πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα ώστε να προωθηθεί η καινοτομία, προϋπόθεση για τη μετάβαση στην οικονομία της γνώσης.
2. Η αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι η σοβαρότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και η ελληνική οικονομία. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Πολιτεία, στη διάρκεια των τελευταίων δύο χρόνων, έχουν λάβει σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση των παραγόντων που χρόνια τώρα εμποδίζουν τις προσπάθειες των τραπεζών να επιλύσουν το πρόβλημα. Παράλληλα, προσφάτως ολοκληρώθηκε η αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου, εξέλιξη που αναμένεται να διευκολύνει τη δραστική υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μέχρι το τέλος του 2019. Συγκεκριμένα, νομοθετήθηκε η εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών, προκειμένου να διευκολυνθεί ο συντονισμός μεταξύ τραπεζών και άλλων πιστωτών, συμπεριλαμβανομένων του Δημοσίου και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης. Θεσπίστηκε η νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και δημόσιων φορέων που ενεργούν με καλή πίστη κατά τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, και παράλληλα η εφαρμογή ηλεκτρονικής πλατφόρμας πλειστηριασμών.
Ειδικότερα, η ενεργοποίηση του μηχανισμού για την εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών εκτιμάται ότι θα έχει καθοριστικό ρόλο, καθώς συγκεντρώνει ορισμένα σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως π.χ. η καθολική αντιμετώπιση των οφειλών στην κατεύθυνση της εξεύρεσης μιας συνολικής λύσης, η οικειοθελής προσέλευση της υπερχρεωμένης επιχείρησης, το συνεκτικό χρονοδιάγραμμα επίλυσης του προβλήματος, η ηλεκτρονική πλατφόρμα διαχείρισης κ.λπ. Τα πλεονεκτήματα αυτά θα συμβάλουν στην ταχεία, αποτελεσματική και διαφανή συνολική ρύθμιση των χρεών επιχειρήσεων προς ιδιώτες και φορείς του Δημοσίου (π.χ. εφορία, ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.), ενώ οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από πλευράς πληροφόρησης και στοιχείων, για τη συμμετοχή στο μηχανισμό, κάνουν δύσκολη την αξιοποίησή του από στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Παράλληλα, θετικά εκτιμάται ότι θα συμβάλει και η ανάπτυξη εφαρμογής για τη διενέργεια ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων, σε συνδυασμό με την τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου αναφορικά με τις εταιρίες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων με γνώμονα τη διευκόλυνση της εισόδου περισσοτέρων εταιριών στην αγορά. Υπενθυμίζεται ότι μέχρι στιγμής έχουν λάβει άδεια λειτουργίας τέσσερις εταιρίες.
Στο αμέσως προσεχές διάστημα πρέπει οι τράπεζες από την πλευρά τους να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες οφείλουν να εντοπίσουν τις επιχειρήσεις με προοπτικές βιωσιμότητας και να ενθαρρύνουν και να στηρίξουν έμπρακτα επενδύσεις σε καινοτόμες δραστηριότητες και στρατηγικούς κλάδους της οικονομίας, ιδίως με εξαγωγικό προσανατολισμό, αξιοποιώντας τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της χώρας. Για τις περιπτώσεις αυτές, οι τράπεζες θα πρέπει να εφαρμόσουν μακροπρόθεσμες λύσεις, επιβραβεύοντας έτσι την υπεύθυνη επιχειρηματικότητα. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να γίνουν αυστηρές με τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, καθώς και να προωθήσουν οριστικές λύσεις για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις οι οποίες διατηρούνται τεχνητά στη ζωή.
3. Η ελάφρυνση του δημόσιου χρέους θα διευκολύνει την έξοδο της χώρας στις αγορές με βιώσιμους όρους. Στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου αναγνωρίστηκε ότι η Ελλάδα έχει ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της συμφωνίας και δόθηκε μια πιο σαφής κατεύθυνση για την αναδιάρθρωση του χρέους μετά το τέλος του προγράμματος (μετάθεση τοκοχρεολυσίων από 0 έως 15 χρόνια). Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει κατ’ επανάληψη τονίσει ότι τα μέτρα αυτά, με βάση τις σημερινές εκτιμήσεις και προβλέψεις, είναι αναγκαία για να καταστεί το χρέος διαχειρίσιμο. Επομένως, οι κατευθύνσεις που δόθηκαν στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη βιωσιμότητα το χρέους εφόσον τελικά υιοθετηθεί όριο μετάθεσης των τοκοχρεολυσίων πάνω από 8,5 χρόνια.
***
Τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν τα τελευταία επτά χρόνια αντιμετώπισαν με επιτυχία χρόνιες υστερήσεις και στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας. Η διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δημιουργούν ευοίωνες προοπτικές για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας. Ωστόσο, έχοντας διορθώσει τις γενεσιουργές αιτίες της κρίσης, η Ελλάδα καλείται άμεσα να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ταχείας οικονομικής ανόδου για να αντιμετωπίσει τα βασικά προβλήματα που κληροδότησε η οικονομική κρίση, δηλαδή το υψηλό ποσοστό ανεργίας, το μεγάλο δημόσιο χρέος και το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Γι’ αυτό η οικονομική πολιτική πρέπει πλέον να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη και ειδικότερα στη συνεπή και αποφασιστική υλοποίηση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, στη δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και στη μείωση των φορολογικών συντελεστών μέσω της υιοθέτησης μέτρων που θα βελτιώνουν την εισπραξιμότητα των φόρων και των εισφορών, καθώς και με την περαιτέρω μείωση των μη παραγωγικών δαπανών του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Η επιστροφή της οικονομίας σε διατηρήσιμη αναπτυξιακή τροχιά θα μειώσει σταδιακά την ανεργία, θα επιτρέψει στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να αποπληρώσουν τα χρέη τους και θα δημιουργήσει τα κεφάλαια για την εξυπηρέτηση και σταδιακή μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ.
Ωστόσο, η ελληνική οικονομία χρειάζεται συνδρομή για να μειώσει το υψηλό δημόσιο χρέος. Συνεπώς, θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί η δέσμευση των εταίρων για τη διατύπωση μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα διασφαλίζουν τη μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και τα οποία θα τεθούν σε ισχύ με τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος. Κάτι τέτοιο θα βελτιώσει το οικονομικό κλίμα και θα διευκολύνει την έξοδο στις αγορές το καλοκαίρι του 2018, ή και νωρίτερα. Η παράταση της εκκρεμότητας εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους και προοιωνίζεται την ανάγκη νέας χρηματοδοτικής συνδρομής μετά το 2018, κάτι που απεύχονται τόσο η Ελλάδα όσο και οι εταίροι.
Η συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και η συνακόλουθη βελτίωση των όρων χρηματοδότησης θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των αγορών στην ελληνική οικονομία και θα διευκολύνουν τη διατηρήσιμη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές.
Όλα τα παραπάνω, εφόσον πραγματοποιηθούν εγκαίρως, θα επιταχύνουν την επάνοδο στη χρηματοπιστωτική κανονικότητα και θα σηματοδοτήσουν την έξοδο από την κρίση.
Το πλήρες κείμενο της Έκθεσης είναι διαθέσιμο εδώ.