Στον… πάγο μπήκαν τα σχέδια των Ελλήνων εξαγωγέων για επέκταση της δραστηριότητάς τους στην αγορά της Αλγερίας, εξαιτίας της απόφασης της κυβέρνησής της για αύξηση των τελωνειακών δασμών σε 129 προϊόντα και προσωρινό περιορισμό εισαγωγής για 851 ακόμη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα περισσότερα φρούτα και λαχανικά. Στόχος της αλγερινής κυβέρνησης είναι η μείωση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδας (ΣΕΒΕ), Κυριάκος Λουφάκης, χαρακτήρισε «εξαιρετικά αρνητικό το γεγονός» της αύξησης των τελωνειακών δασμών από την αλγερινή κυβέρνηση. «Η αγορά της Αλγερίας βρισκόταν στο στόχαστρο των Ελλήνων εξαγωγέων. Παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για την εξαγωγή ελληνικών προϊόντων, λόγω και του μεγέθους της. Μάλιστα, είχε αποφασιστεί και η διοργάνωση ελληνικών επιχειρηματικών αποστολών. Όλα τα σχέδιά μας όμως, μπήκαν στο πάγο» είπε.
Ο ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων, Λαχανικών και Χυμών «Incofruit Hellas», Γιώργος Πολυχρονάκης, δήλωσε: «Η απόφαση της κυβέρνησης της Αλγερίας, υπογραμμίζει τη δυσκολία πρόσβασης και εδραίωσης νέων αγορών για εξαγωγές οπωροκηπευτικών, με το μέχρι σήμερα το ισοζύγιο των οπωροκηπευτικών μας προϊόντων το 11μηνο του 2017 να ανέρχεται σε 1,794 εκατ. ευρώ αποτελώντας το 27,01% του συνόλου του διμερούς εμπορίου των αγροτικών προϊόντων».
Στις 30 Αυγούστου του 2017, το γραφείο Οικονομικών Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της Ελλάδας στην Αλγερία είχε τοποθετηθεί επί του θέματος. Σε κείμενο που είχε αναρτηθεί στην ιστοστελίδα του υπουργείου Εξωτερικών (www.agora.mfa.gr), τονιζόταν ότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των αλγερινών τελωνείων, το πρώτο εξάμηνο του 2017, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου κατέγραφε μείωση σε ποσοστό 54%, στα 4,84 δισ. δολ., έναντι 10,57 δισ. δολ το αντίστοιχο διάστημα του 2016. «Η μείωση αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση των εξαγωγών κατά 36%, σε 18,1 δισ.δολ στο πρώτο εξάμηνο του 2017, έναντι των 13,3 δισ. δολ, το αντίστοιχο διάστημα του 2016» υπογράμμιζε.
Μεταξύ άλλων, τονιζόταν ότι χάρη στη ανάκαμψη της μέσης τιμής τους στις διεθνείς αγορές, το τελευταίο οκτάμηνο του 2017 οι εξαγωγές υδρογονανθράκων, που αντιπροσωπεύουν το 94,7% των συνολικών εξαγωγών της Αλγερίας, αυξήθηκαν στο πρώτο εξάμηνο πέρυσι κατά 38,3% και διαμορφώνονταν σε 17,2 δισ. δολ, από 12,4 δισ. δολ, το αντίστοιχο διάστημα του 2016, ενώ οι εκτός υδρογονανθράκων εξαγωγές έτρεξαν με ρυθμό +6,2%, στα 952 εκατ. δολάρια, από 896 εκατ. το αντίστοιχο εξάμηνο του 2016.
Στον αντίποδα, σύμφωνα με το γραφείο ΟΕΥ της Ελλάδας στην Αλγερία, «παρά τη σκλήρυνση της πολιτικής περιορισμού και υποκατάστασης των εισαγωγών, που έχει αναχθεί στο σημαντικότερο διακύβευμα και κεντρικό άξονα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, και ιδιαίτερα παρά την επιβολή καθεστώτος αδειών εισαγωγής σε 24 κατηγορίες προϊόντων, οι εισαγωγές κατέγραψαν πτώση κατά 3,8%, στα 22,98 δισ. δολάρια στο πρώτο 6μηνο του 2017, έναντι των 23,89 δισ. δολ, την αντίστοιχη περίοδο του 2016».
Σύμφωνα με το γραφείο ΟΕΥ της Ελλάδας στην Αλγερία, το 2016 οι εισαγωγές της Αλγερίας μειώθηκαν κατά 9,6%, στα 46,7 δισ. δολ, από 51,7 δισ. δολ. Το 2015, έναντι στόχου μείωσής τους κατά 15%, ενώ το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου ανήλθε σε 17,8 δισ. δολάρια.Στόχος της αλγερινής κυβέρνησης για το 2017, η διαμόρφωση της εισαγωγής στη χώρα, στο ποσό των 35 δισ. δολαρίων και η σταδιακή υποκατάστασή τους με εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα.
Ανησυχίες στην ΕΕ
Με βάση το κείμενο του γραφείου ΟΕΥ της Ελλάδας στο Αλγέρι, ανησυχία και προβληματισμό προκαλεί στους εκπροσώπους της ΕΕ και των κρατών-μελών της το γεγονός ότι «ενώ στο σύνολό τους οι αλγερινές εισαγωγές μειώθηκαν κατά 3,,8%, οι εισαγωγές από χώρες της Ε.Ε κατέγραψαν στο πρώτο εξάμηνο του 2017 πτώση κατά 21%, περιοριζόμενες σε 9,2 δισ. δολάρια έναντι 11,7 δισ. δολ. το αντίστοιχο εξάμηνο του 2016, ενώ οι αλγερινές εξαγωγές προς την ΕΕ σημείωσαν την ίδια περίοδο άλμα κατά 44,3%».
Στον αντίποδα, οι εισαγωγές από την Κίνα, παρά τα μέτρα περιορισμού, εμφάνισαν στο πρώτο εξάμηνο του 2017 αύξηση κατά 8,8%. «Η Κίνα, εδραιώνει την πρώτη θέση μεταξύ των προμηθευτών της Αλγερίας στο πρώτο εξάμηνο του 2017, διευρύνοντας το μερίδιο της στο 20% επί των συνολικών εισαγωγών, ακολουθούμενη από τη Γαλλία με 8,5%, την Ιταλία με 7,1%, τη Γερμανία με 6,8% και την Ισπανία με 6,5%».
Στο πλαίσιο αυτό, από το γραφείο ΟΕΥ της Ελλάδας στο Αλγέρι τονιζόταν στις 30/8/2017 ότι «παρά τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις των αλγερινών επισήμων, ότι η Αλγερία σέβεται απόλυτα τους όρους της Συμφωνίας Σύνδεσης Ε.Ε. – Αλγερίας και ότι τα μέτρα περιορισμού των εισαγωγών δεν θίγουν τα προϊόντα ευρωπαϊκής προέλευσης, αλλά αντίθετα λαμβάνουν μέριμνα για τη διασφάλιση της ποιότητας των εισαγομένων προιόντων, από τα εν λόγω επίσημα στοιχεία προκύπτει σαφώς ότι τα προστατευτικού χαρακτήρα μέτρα της αλγερινής κυβέρνησης οδήγησαν σε εκτροπή εμπορίου, πλήττοντας υπέρμετρα και δυσανάλογα τις χώρες της Ε.Ε., προς όφελος των εισαγωγών φθηνότερων και χαμηλής ποιότητας προϊόντων από τρίτες χώρες».
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών (ΙΕΕΣ) του Συνδέσμου Εξαγωγέων Β. Ελλάδας (ΣΕΒΕ), η Αλγερία αποτελεί για την Ελλάδα τον 30ο εξαγωγικό προορισμό, με μερίδιο αγοράς 1%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, τα οποία επεξεργάστηκε το ΙΕΕΣ του ΣΕΒΕ, το 11μηνο του 2017 οι ελληνικές εξαγωγές προς την Αλγερία κατέγραψαν μείωση σε ποσοστό 36%, έναντι του αντίστοιχου διαστήματος του 2016 και διαμορφώθηκαν σε 114.659.930 εκατ. ευρώ, από 179.354.096 εκατ. ευρώ το 11μηνο του 2016. Παρόλο που στις περισσότερες επιμέρους κατηγορίες εξαγωγής ελληνικών προϊόντων καταγράφηκε μείωση στο 11μηνο του 2017 έναντι την αντίστοιχη περίοδο του 2016, ωστόσο άνοδο +259% εμφάνισαν τα αιθέρια έλαια και καλλυντικά, +962 τα μεταχειρισμένα ενδύματα και +159% ο κλάδος των αυτοκινήτων/οχημάτων.
Υπογραμμίζεται δε, σύμφωνα με το ΙΕΕΣ του ΣΕΒΕ ότι από το 2012 οι ελληνικές εξαγωγές προς την Αλγερία παρουσιάζουν φθίνουσα πορεία. Χαρακτηριστικά το 2012 διαμορφωνόταν σε 394.657.194 εκατ. ευρώ, το 2013 σε 352.441.366 εκατ. ευρώ, το 2014 σε 281.118.300 εκατ. ευρώ, το 2015 σε 196.717.273 και το 2016 ενισχύθηκαν ελαφρά και διαμορφώθηκαν σε 202.735.335 εκατ. ευρώ.