Ν. Βέττας – ΙΟΒΕ και Μ. Μασουράκης – ΣΕΒ για την ανάπτυξη της οικονομίας

Ο γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανιων Ερευνών (ΙΟΒΕ) Νικος Βέττας και ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΣΕΒ Μιχάλης Μασουράκης μιλούν για ένα νέο κεφάλαιο στην Ελλάδα με οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη.

Συνέχεια της ανόδου των προηγούμενων μηνών αποτελεί η αύξηση κατά 5,4% που σημείωσε η βιομηχανική παραγωγή στη χώρα τον Μάιο, σύμφωνα με τον Γενικό Διευθυντή του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών. Όπως επισημαίνει ο κ. Βέττας σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων “η άνοδος της βιομηχανικής παραγωγής τον Μάιο σε ένα βαθμό οφείλεται στο ότι η σύγκριση γίνεται με μια χαμηλή βάση, μετά από πολλά χρόνια ύφεσης. Ακόμη και μια σχετικά μικρή απόλυτη άνοδος είναι υψηλή ως ποσοστό”.

Σύμφωνα με τον κ. Βέττα, το 2016 ήταν το πρώτο έτος στο οποίο το προϊόν της βιομηχανίας επέδειξε τάση ανόδου, αν και όχι ιδιαίτερα ισχυρή (+2,4%). “Είναι θετικό πως έχει σταματήσει η πτώση και το πρόσημο είναι ανοδικό” υπογραμμίζει στο ΑΠΕ- ΜΠΕ ο κ.Βέττας. Αναφερόμενος στην πορεία της ελληνικής οικονομίας ο κ. Βέττας  τονίζει  ότι “η οικονομία ανακάμπτει καθώς απομακρυνόμαστε από την ακραία αβεβαιότητα του καλοκαιριού του 2015 αλλά η αναπτυξιακή της δυναμική παραμένει ασθενής”.

Ωστόσο, προσθέτει ότι “τρεις παράγοντες εμποδίζουν την οικονομία να τρέξει πιο γρήγορα φέτος. Η καθυστέρηση στη δεύτερη αξιολόγηση, στην πρόσβαση στην ποσοτική χαλάρωση και συνακόλουθα την έλλειψη ισχυρής επενδυτικής δυναμικής. Το μείγμα φορολογικών και ασφαλιστικών συντελεστών που επιβαρύνουν υπερβολικά την εργασία και την παραγωγή. Και κάτι περισσότερο δομικό, ότι όσο αυξάνεται η κατανάλωση προκαλείται σημαντική άνοδος και των εισαγωγών. Έτσι, καθώς και οι εξαγωγές ανεβαίνουν, αλλά όχι με τον ρυθμό που θα έπρεπε, λόγω της καθυστερημένης εφαρμογής ορισμένων μεταρρυθμίσεων που θα προσέλκυαν μακροπρόθεσμες επενδύσεις, οι ρυθμοί ανάπτυξης επίσης κινούνται συνολικά σε χαμηλό επίπεδο”.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του γενικού διευθυντή του ΙΟΒΕ Νίκου Βέττα:

Ερ: Πού αποδίδετε την αύξηση κατά 5,4% που σημείωσε η βιομηχανική παραγωγή τον Μάιο σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ;

Απ: Η άνοδος της βιομηχανικής παραγωγής τον Μάιο αποτελεί συνέχεια της ανόδου των προηγούμενων μηνών. Όπως και προηγούμενα, σε ένα βαθμό οφείλεται στο ότι η σύγκριση γίνεται με μια χαμηλή βάση, μετά από πολλά χρόνια ύφεσης. Ακόμη και μια σχετικά μικρή απόλυτη άνοδος είναι υψηλή ως ποσοστό. Το 2016 ήταν το πρώτο έτος στο οποίο το προϊόν της βιομηχανίας επέδειξε τάση ανόδου, αν και όχι ιδιαίτερα ισχυρή (+2,4%). Συνεπώς, ξεκινάμε από σχετικά χαμηλό επίπεδο (-28,4% στην περίοδο 2008 – 2015) και δεν είναι δύσκολο να βρεθούμε λίγο ψηλότερα. Φυσικά, όμως είναι θετικό πως έχει σταματήσει η πτώση και το πρόσημο είναι ανοδικό.
Ερ: Υπάρχει ειδικός λόγος βελτίωσης των μεγεθών της μεταποίησης;

Απ: Παρότι η βάση σύγκρισης, το σημείο εκκίνησης βρίσκεται χαμηλά για τους περισσότερους μεταποιητικούς κλάδους, δεν εμφανίζουν όλοι παραπλήσια δυναμική. Στην περίοδο Ιανουαρίου-Μαΐου, οι κλάδοι των Βασικών μετάλλων, των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και των Φαρμάκων πρωτοστατούν σε ρυθμό ανόδου, ενώ έχουν και αυξημένη βαρύτητα στην εγχώρια μεταποιητική παραγωγή. Η ώθηση στη δραστηριότητα των συγκεκριμένων κλάδων έρχεται σε μεγάλο βαθμό από την σημαντική διεύρυνση των εξαγωγών τους πέρυσι, η οποία συνεχίζεται και φέτος, όπως προκύπτει από τα σχετικά στοιχεία. Αντίστοιχα παρατηρεί κανείς πως μεμονωμένες επιχειρήσεις σε διάφορους κλάδους καταγράφουν καλά αποτελέσματα που είναι ευθέως ανάλογα με την καινοτομικότητα και την εξωστρέφειά τους. Συνολικά, η εξωστρέφεια συμβάλει κατά κύριο λόγο στην ενίσχυση του προϊόντος της Μεταποίησης, εφόσον η εγχώρια ζήτηση παραμένει ασθενής.
Ερ: Πρόσφατα το ΙΟΒΕ αναθεώρησε τις προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας θέτοντας τον πήχη της ανάπτυξης στο 1,5%. Εμμένετε σε αυτή την πρόβλεψη;

Απ: Εδώ και αρκετούς μήνες εκτιμούσαμε ότι οι επίσημες προβλέψεις για την ανάπτυξη φέτος ήταν υπερβολικά φιλόδοξες δεδομένων των εξελίξεων στην οικονομική πολιτική. Πλέον, και αυτές συγκλίνουν προς τη δική μας εκτίμηση. Τρεις παράγοντες εμποδίζουν την οικονομία να τρέξει πιο γρήγορα φέτος. Η καθυστέρηση στη δεύτερη αξιολόγηση, στην πρόσβαση στην ποσοτική χαλάρωση και συνακόλουθα την έλλειψη ισχυρής επενδυτικής δυναμικής. Το μείγμα φορολογικών και ασφαλιστικών συντελεστών που επιβαρύνουν υπερβολικά την εργασία και την παραγωγή. Και κάτι περισσότερο δομικό, ότι όσο αυξάνεται η κατανάλωση προκαλείται σημαντική άνοδος και των εισαγωγών. Έτσι, καθώς και οι εξαγωγές ανεβαίνουν, αλλά όχι με τον ρυθμό που θα έπρεπε, λόγω της καθυστερημένης εφαρμογής ορισμένων μεταρρυθμίσεων που θα προσέλκυαν μακροπρόθεσμες επενδύσεις, οι ρυθμοί ανάπτυξης επίσης κινούνται συνολικά σε χαμηλό επίπεδο. Η οικονομία ανακάμπτει καθώς απομακρυνόμαστε από την ακραία αβεβαιότητα του καλοκαιριού του 2015 αλλά η αναπτυξιακή της δυναμική παραμένει ασθενής.
Ερ: Μετά το τέλος της δεύτερης αξιολόγησης και την άρση της αβεβαιότητας που επικρατούσε στην οικονομία εκτιμάται ότι ενισχύονται οι δυνατότητες ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Συμμερίζεστε την συγκεκριμένη άποψη;

ΑΠ: Κάθε τι που επαναφέρει την οικονομία προς μια κανονικότητα και μειώνει την πιθανότητα εκτροχιασμού του προγράμματος ενισχύει την τρέχουσα ανάκαμψη.  Όμως, εκκρεμούν ακόμη οι προϋποθέσεις για μεσοπρόθεσμα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτοί είναι αδύνατο να επιτευχθούν χωρίς σημαντική εισροή επενδύσεων από το εξωτερικό. Εξέλιξη για την οποία δεν έχουν ακόμη δημιουργηθεί οι συνθήκες σε επαρκή βαθμό. Υπάρχει σαφέστατα περιθώριο για πολύ υψηλούς ρυθμούς τα επόμενα χρόνια, καθώς άλλωστε η οικονομία βγαίνει από βαθιά ύφεση. Υπάρχουν όμως δυο συνθήκες. Να περιοριστεί σχεδόν στο μηδέν η αβεβαιότητα για την μεσοπρόθεσμη στόχευση της οικονομικής πολιτικής, με άλλα λόγια να μην ανεβαίνει ξανά ο κίνδυνος σε κάθε επόμενη στροφή – ως προς αυτό, ο χειρισμός της τρίτης αξιολόγησης θα είναι κρίσιμος. Και να υπάρξει συνειδητοποίηση ότι η υψηλή εξάρτηση της οικονομίας από το κράτος και ο εσωστρεφής προσανατολισμός της δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της λύσης της κρίσης, ακόμη και αν παροδικά μπορεί να φέρνουν οφέλη σε τμήματά της. Δεν θα βγούμε από την κρίση εφαρμόζοντας την πολιτική που οδήγησε στην κρίση!  Χρειάζεται νέος προσανατολισμός.
Ερ: Κυοφορείται ένα σχέδιο βιομηχανικής ανασυγκρότησης. Είστε γνώστης του σχεδίου αυτού και σε τι βαθμό συνάδει με τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας;

Απ: Σε πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ επισημαίνεται ακριβώς η διαχρονική τάση αποβιομηχάνισης και ταυτόχρονα η κρίσιμη σημασία της μεταποιητικής βιομηχανίας για την ανάκαμψη της χώρας. Αυτή αποτελεί τον φυσικό χώρο για μακροπρόθεσμες παραγωγικές επενδύσεις, έχει υψηλή διασύνδεση με άλλους τομείς της οικονομίας και δυνατότητα για εκμετάλλευση του επιστημονικού προσωπικού και γενικότερα του ανθρώπινου κεφαλαίου στη χώρα. Όσο όμως δεν βελτιώνεται η κατάσταση στο κόστος ενέργειας και στα οριζόντια ζητήματα που δυσχεραίνουν τις επενδύσεις, η δυναμική που μπορεί να προσφέρει ο κλάδος θα παραμένει απλώς στο χώρο του επιθυμητού.

Μασουράκης: Όλα είναι θέμα προσδοκιών και εμπιστοσύνης

«Είχαμε σημάδια ανάκαμψης τους τελευταίους 18 μήνες, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν καθυστερήσεις στην αξιολόγηση. Φανταστείτε τι θα γίνει όταν αρχίσουν να βγαίνουν καλά νέα για την ελληνική οικονομία». Με τις φράσεις αυτές ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΣΕΒ, Μιχάλης Μασουράκης περιγράφει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, τις προσδοκίες για την οικονομία, τονίζοντας ακόμη ότι «από τη στιγμή που θα αρχίσει να δημιουργείται στη διεθνή επενδυτική κοινότητα η εντύπωση ότι υπάρχουν καλές προοπτικές για επενδύσεις στην Ελλάδα, όλη αυτή η διαδικασία μπορεί να επιταχυνθεί. Όλα είναι θέμα προσδοκιών και εμπιστοσύνης».

Ο ίδιος αποδίδει τη μεταστροφή κυρίως στις διαρθρωτικές αλλαγές ενώ θέτει ως προϋπόθεση για τη συνέχεια, την τήρηση των συμφωνηθέντων με τους εταίρους. «Με τα μνημόνια έχουν γίνει σοβαρές  προσαρμογές, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και έχουν αντιμετωπιστεί οι μακροοικονομικές ανισορροπίες. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι μία θρυαλλίδα εμπιστοσύνης, και βεβαίως να τηρήσουμε την εφαρμογή των συμφωνηθέντων που περιλαμβάνει το τρίτο μνημόνιο. Η ανάκαμψη της οικονομίας έχει ξεκινήσει από το 2014 – 2015 και αποκτά μεγαλύτερη δυναμική όσο περνούν οι μήνες και απομακρύνεται η αβεβαιότητα», προσθέτει ο κ. Μασουράκης.

Ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΣΕΒ υπογραμμίζει ωστόσο την αντινομία, ότι ενώ η ανάκαμψη φαίνεται ήδη στον δείκτη οικονομικού κλίματος, που καταγράφει τις προσδοκίες των επιχειρήσεων, δεν φαίνεται στον δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης. «Οι καταναλωτές, αν και δεν φοβούνται πλέον για την απασχόληση όσο φοβόντουσαν πριν από ένα ή δύο χρόνια, όμως δεν βλέπουν να βελτιώνεται η καθημερινότητά τους. Όταν θα αρχίσουν να βρίσκουν δουλειές με καλύτερες αποδοχές και όχι με αδήλωτη εργασία, τότε και η καταναλωτική εμπιστοσύνη θα αρχίσει να κάνει άλματα», εκτιμά ο κ. Μασουράκης. Συγκεκριμένα, ο δείκτης οικονομικού κλίματος σημείωσε μικρή βελτίωση, (στις 94 μονάδες από 93,2 τον προηγούμενο μήνα), ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης των επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία και τις κατασκευές, καθώς και στη θετική τάση που διαμορφώνεται στις υπηρεσίες. Παράλληλα, η βελτίωση των προσδοκιών των νοικοκυριών για την εξέλιξη της ανεργίας συνέβαλε στην οριακή άνοδο του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης (στις -68,8 μονάδες από -69,7 τον προηγούμενο μήνα).

Επί της ουσίας ο ΣΕΒ καταγράφει μια σειρά εξελίξεων στους οικονομικούς δείκτες που υποδηλώνουν την ανάκαμψη της οικονομίας.

Αναλυτικά:

-Η παραγωγή στη μεταποίηση πλην πετρελαιοειδών επέστρεψε σε θετικό έδαφος τον Μάιο του 2017 (+4,3%), έπειτα από την υποχώρηση του Απριλίου (-1,6%). Στο πρώτο πεντάμηνο, η παραγωγή στη μεταποίηση χωρίς τα πετρελαιοειδή σημείωσε άνοδο (+3,3%), με τους περισσότερους κλάδους να κινούνται ανοδικά, ιδίως τα βασικά μέταλλα (+29,3%), τα φάρμακα (+12,9%) και την κατασκευή Η/Υ (26,6%).

-Οι εξαγωγές χωρίς πετρελαιοειδή παρουσίασαν θεαματική άνοδο τον Μάιο του 2017 (+19,8%, έναντι υποχώρησης -5,8% τον Μάιο του 2016) ανακτώντας τη δυναμική τους, έπειτα από την εξασθένιση του Απριλίου (-5,1%). Συνολικά, κατά το διάστημα Ιανουάριος – Μάιος 2017 οι εξαγωγές χωρίς καύσιμα εμφανίζουν άνοδο +6,6%, με τις περισσότερες μεγάλες κατηγορίες προϊόντων να κινούνται ανοδικά, εκτός από τα ποτά/καπνό (-13,6%), το λάδι (-17,4%) και τα μηχανήματα (-2%).

-Ο όγκος λιανικών πωλήσεων πλην καυσίμων, έπειτα από άνοδο +2,4% το 1ο τρίμηνο του 2017, συνέχισε να κινείται σε θετικό έδαφος και τον Απρίλιο του 2017 (+2,6%), γεγονός στο οποίο συνέβαλαν και οι εορτές του Πάσχα, με τις πωλήσεις στις περισσότερες κατηγορίες καταστημάτων να σημειώνουν αύξηση, ιδίως τα σούπερ-μάρκετ (+3,3%) και γενικότερα τα καταστήματα ειδών διατροφής (+2,7%).

-Οι θετικές προσδοκίες για τον τουρισμό επιβεβαιώνονται καθώς πλησιάζει η κορύφωση της τουριστική περιόδου, με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος να δείχνουν άνοδο των αφίξεων και των εισπράξεων τον Απρίλιο του 2017 (+12% και +11,3% αντίστοιχα). Θετικά είναι επίσης τα μηνύματα για την τουριστική κίνηση τον Μάιο του 2017, καθώς σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΤΕ οι διεθνείς αφίξεις στο σύνολο των αεροδρομίων της χώρας αυξήθηκαν κατά +6,6%.

-Κατά το 1ο τρίμηνο του 2017, ο δείκτης παραγωγής στις κατασκευές παρουσίασε αύξηση (+8,6%, έναντι μείωσης -8,1% το 1ο τρίμηνο του 2016), για 4ο συνεχόμενο τρίμηνο, ενώ ταυτόχρονα ο κύκλος εργασιών στους περισσότερους κλάδους υπηρεσιών ενισχύθηκε.

-Το ποσοστό ανεργίας συνέχισε να υποχωρεί τον Απρίλιο του 2017 (21,7% από 22% τον προηγούμενο μήνα και 23,6% τον Απρίλιο του 2016). Παράλληλα οι κενές θέσεις εργασίας αυξήθηκαν σε ετήσια βάση κατά +21,5% και ανήλθαν σε 18,6 χιλ. το 1ο τρίμηνο του 2017, ενώ τον Μάιο του 2017 ο αριθμός των εγγεγραμμένων ανέργων μειώθηκε στους 913,5 χιλ. από 970,3 χιλ. τον προηγούμενο μήνα. Επιπρόσθετα, τα στοιχεία του ΕΡΓΑΝΗ δείχνουν ένα αξιοσημείωτο ισοζύγιο καθαρών θέσεων εργασίας το 1ο εξάμηνο του 2017 (+256 χιλ. θέσεις), αν και ένας μεγάλος αριθμός των νέων συμβάσεων εξακολουθεί να αφορά σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης.

Ο ΣΕΒ υπογραμμίζει ωστόσο και αρνητικές εξελίξεις τις οποίες αποδίδει στη γενικότερη αβεβαιότητα και τη δημοσιονομική συμπίεση των εισοδημάτων. Αναφέρεται συγκεκριμένα:
-Στην προσθήκη νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο ύψους 717 εκατ. ευρώ τον Μάιο του 2017, με θετική ωστόσο εξέλιξη τη σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης σε σύγκριση με τον Μάιο του 2016 (1,3 δισ.).
-Στο υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων («κόκκινα δάνεια»), το ύψος των οποίων, υποχώρησε μεν κατά το 1ο τρίμηνο του 2017 (στα 105,1 δισ. ή 45,2% των συνολικών ανοιγμάτων, από 106 δισ. περίπου στο τέλος του 2016), ωστόσο η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως σε διαγραφές δανείων.