Η Ελλάδα είναι παγιδευμένη σε ένα αλληλοτροφοδοτούμενο υφεσιακό «σπιράλ», λόγω του υψηλού και δυσβάστακτου χρέους και της αβεβαιότητας που αυτό δημιουργεί, αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, προσθέτοντας πως για αυτό και απαιτείται σοβαρή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, ώστε παράλληλα με την συνέχιση των μεταρρυθμίσεων η χώρα να επανέλθει σε τροχιά οικονομικής ανάπτυξης.
Αυτό τονίζει, μεταξύ άλλων, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην ενδιάμεσή έκθεση του για τις επιπτώσεις του δημοσίου χρέους στην ελληνική οικονομία. Η έκθεση φέρει τον τίτλο «Η παγίδα του χρέους» και έχει εκπονηθεί από τα στελέχη του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής Ορέστη Βάθη και Δήμητρα Μήτση, ενώ δόθηκε στη δημοσιότητα από τον επικεφαλής του Γραφείου Παναγιώτη Λιαργκόβα.
Η έκθεση χαρακτηρίζει το χρέος «τεράστιο βαρίδι» για την ελληνική οικονομία και αναδεικνύει την ανάγκη της αναδιάρθωσής του, όπως και της εφαρμογής ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και της λειτουργίας του κράτους.
Σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, τις οποίες παρουσιάζει η έκθεση, το υψηλό χρέος μειώνει τον ρυθμό ανάπτυξης του κατά κεφαλήν πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα κατά περίπου 3% (σε ετήσια βάση). Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τις ίδιες μετρήσεις το πρωτογενές πλεόνασμα φαίνεται να επιδρά θετικά στην ανάπτυξη. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι αν το πρωτογενές πλεόνασμα αυξηθεί κατά 1%, ο ρυθμός ανάπτυξης του κατά κεφαλήν πραγματικού ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 0,32%. Ακόμα, σημαντικά θετική συμβολή στην αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού ΑΕΠ διαπιστώνεται ότι έχει τόσο ο συνολικός βαθμός παραγωγικότητας όσο και η συμμετοχή σε νομισματική ένωση.
Η διεθνής εμπειρία, όπως σημειώνουν οι συντάκτες της έκθεσης, αναδεικνύει δύο πτυχές για τις επιπτώσεις του χρέους που πρέπει να ληφθούν υπόψη:
α) η αναδιάρθρωση του υπερβολικού χρέους μιας χώρας καθίσταται επιτακτική όταν πλέον είναι φανερό ότι η εξυπηρέτησή του δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της δημοσιονομικής προσαρμογής ή της αναμενόμενης ανάπτυξης, ενώ και η παροχή ρευστότητας (μέσω νέων δανείων) δεν είναι αποτελεσματική λύση σε μακροχρόνιο ορίζοντα και
β) η αναβολή ή η καθυστέρηση της αναγνώρισης της αναδιάρθρωσης ως μέρος της λύσης στο χρέος, μπορεί να οδηγήσει σε χειρότερες καταστάσεις, όπως ακριβώς έχει συμβεί από το 2010 και ένθεν στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, όταν το χρέος είναι υπερβολικό και δυσβάστακτο, στο βαθμό που κάθε «κέρδος» που προκύπτει από τις μεταρρυθμίσεις (πχ. την αυξημένη φορολογία κα) ή τις επενδύσεις κατευθύνεται για την εξυπηρέτησή του (αντί να την καρπώνονται οι πολίτες της χώρας), τότε αυτό από μόνο του αποτελεί αντικίνητρο για τη χώρα για να υλοποιηθούν τα βήματα αυτά».
Σύμφωνα με την έκθεση, η παρούσα κατάσταση (της συνεχούς ανατροφοδότησης των δανείων με νέα δάνεια) οδηγεί σε αδιέξοδο, τόσο για την Ελλάδα, όσο και για τους δανειστές. Από την άλλη πλευρά, όπως σημειώνεται, μια αναδιάρθρωση χρέους χωρίς βαθιές τομές δεν θα βοηθήσει.
«Σε μερικά χρόνια η Ελλάδα θα βρίσκεται πάλι στην κόψη του ξυραφιού. Επομένως, η Ελλάδα πρέπει απαραιτήτως να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς, όπως στη δικαιοσύνη, στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, στην καλύτερη λειτουργία των μηχανισμών του κράτους και στην διακυβέρνηση. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα διασφαλιστεί ότι δεν θα ξαναφτάσει σε καταστάσεις χρεοκοπίας και αναξιοπιστίας» επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
Τα βασικά «κανάλια» μέσω των οποίων το χρέος επηρεάζει την ανάπτυξη είναι, σύμφωνα με την έκθεση, η μείωση της συσσώρευσης κεφαλαίου-επενδύσεων, των αποταμιεύσεων και της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής.
Συγκεκριμένα, όπως σημειώνεται, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, οι παράγοντες αυτοί καταγράφουν μεγάλη πτώση: οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν κατά 50% περίπου μεταξύ 2009-2014, ενώ οι ιδιωτικές επενδύσεις κατά 70% περίπου (από 49 δισ. ευρώ το 2007 σε 14 δισ. ευρώ το 2014).
Αντίστοιχα, η αποταμίευση (ετήσια) μειώθηκε περίπου στο μισό, ενώ και η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής κινήθηκε έντονα πτωτικά. Η παραγωγικότητα επηρεάστηκε, μεταξύ άλλων, τόσο από τη μείωση των επενδύσεων όσο και από την αδυναμία ολοκλήρωσης των μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών, υπηρεσιών αλλά και στη δομή και λειτουργία του κράτους. Ως αποτέλεσμα, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας μειώνεται, κάτι που επηρεάζει αρνητικά τις εξαγωγές και κατ’ επέκταση την ανάκαμψή της.