Έναν χρόνο μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο Εμανουέλ Μακρόν αναδεικνύεται σε άλλον έναν πρόεδρο που απογοητεύει την κοινή γνώμη. Όπως και οι προκάτοχοί του, βλέπει τη δημοτικότητά του να καταρρέει. Αυτός ο «Zευς», που ενσάρκωνε τη νεανικότητα, τη νεότητα και τη νεωτερικότητα, αναγκάζεται τώρα να προχωρεί σε ανασχηματισμούς και αναδιαρθρώσεις που φέρνουν στον νου παλαιού τύπου πολιτικούς ελιγμούς. Επιπλέον, παρόλο που είχε υποσχεθεί ότι θα μετατρέψει τη Γαλλία σε ένα «έθνος των start-up», οι οικονομικές επιδόσεις της Γαλλίας είναι φτωχές. Η ανάπτυξη είναι αναιμική, η ανεργία δεν μειώνεται και η φτώχεια αποκτά ρίζες. Η δυσαρέσκεια είναι ακόμη μεγαλύτερη λόγω των προσδοκιών που είχε δημιουργήσει ο Μακρόν μεταξύ εκείνων που απέρριψαν τον λαϊκισμό και στήριξαν τον υποψήφιο της κοινής λογικής.
Η εξέλιξη αυτή δεν είναι ανησυχητική μόνο για τον Μακρόν, αλλά και για όλους εκείνους του ευρωπαϊκού στρατοπέδου υπέρ της παγκοσμιοποίησης που επένδυσαν σ’αυτόν για να σταματήσει το κύμα του λαϊκισμού που σαρώνει το δυτικό ημισφαίριο. Γι’αυτούς, μετά το διπλό σοκ του Brexit και της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ, ο Μακρόν απλώς πρέπει να πετύχει. Η κατάρρευση της δημοτικότητάς του – ο Μακρόν είναι σήμερα λιγότερο δημοφιλής από τον προκάτοχό του Φρανσουά Ολάντ στην ίδια χρονική στιγμή της προεδρίας τους – αποτελεί μια πικρή προειδοποίηση προς τους υπέρμαχους της παγκοσμιοποίησης. Και σημειώνεται σε μια στιγμή που η δημοτικότητα του Τραμπ μεταξύ των ψηφοφόρων του είναι σχετικά σταθερή και η αμερικανική οικονομία αναπτύσσεται. Η τύχη του Μακρόν μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες στο πολιτικό μέλλον της Ευρώπης.
Αυτό που κάνει την αντίθεση μεταξύ των δύο προέδρων τόσο εντυπωσιακή είναι ότι έχουν πολλά κοινά σημεία. Και οι δύο πραγματοποίησαν έφοδο στο πολιτικό σκηνικό χάρις στη ρήξη με τα αντίστοιχα στρατόπεδά τους: ο Μακρόν με την Αριστερά και ο Τραμπ με το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Και οι δύο κινήθηκαν πέραν της παραδοσιακής διάκρισης μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Και οι δύο συνειδητοποίησαν ότι παρακολουθούμε την εξαφάνιση της παλιάς μεσαίας τάξης της Δύσης.
Και οι δύο κατάλαβαν ότι, για πρώτη φορά στην ιστορία, οι εργαζόμενοι που συνιστούν τη βάση των κατώτερων μεσαίων τάξεων ζουν στο μεγάλο τους μέρος σε περιοχές που δημιουργούν τις λιγότερες θέσεις εργασίας. Οι εξειδικευμένοι εργαζόμενοι, οι αγρότες χαμηλών εισοδημάτων και οι αυτοαπασχολούμενοι είναι συγκεντρωμένοι σε μικρές ή μεσαίες κοινότητες και σε εκτεταμένες περιοχές καλλιεργήσιμης γης. Εδώ θα αποφασιστεί το μέλλον της δυτικής δημοκρατίας.
Οι ομοιότητες όμως τελειώνουν εδώ. Ενώ ο Τραμπ εξελέγη από τους πολίτες που κατοικούν στην καρδιά των πρώην βιομηχανικών περιοχών, ο Μακρόν έχτισε την εκλογική του βάση στις μεγάλες παγκοσμιοποιημένες πόλεις. Ενώ ο γάλλος πρόεδρος γνωρίζει ότι οι κοινωνικοί δεσμοί εξασθενούν στην περιφέρεια, πιστεύει ότι η λύση είναι να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις ώστε η ύπαιθρος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της παγκόσμιας οικονομίας. Ο Τραμπ, αντίθετα, έβγαλε το συμπέρασμα ότι το πρόβλημα είναι η παγκοσμιοποίηση και ότι το οικονομικό μοντέλο στο οποίο στηρίζεται πρέπει να αλλάξει (μέσω του προστατευτισμού, των περιορισμών στις συμφωνίες ελευθέρου εμπορίου, του ελέγχου της μετανάστευσης και των δαπανών για μεγάλα δημόσια έργα) προκειμένου να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας στις αποβιομηχανοποιημένες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών.
Και οι δύο πρόεδροι εφαρμόζουν ουσιαστικά την πολιτική για την οποία εξελέγησαν. Ενώ όμως οι ψηφοφόροι του Τραμπ μοιάζουν ικανοποιημένοι, οι ψηφοφόροι του Μακρόν μοιάζουν δυσαρεστημένοι. Πώς εξηγείται αυτή η διαφορά; Η απάντηση έχει να κάνει τόσο με το είδος των ψηφοφόρων που εμπλέκονται όσο και με την πολιτική λειτουργία των δύο προέδρων.
Ο Τραμπ απευθύνεται σε ψηφοφόρους που αποτελούν μια συνέχεια, τη συνέχεια της παλιάς μεσαίας τάξης. Είναι ένα σώμα ψηφοφόρων με σαφή αιτήματα – τη δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά και τη διαφύλαξη του κοινωνικού και πολιτισμικού τους μοντέλου. Το πρόβλημα του Μακρόν, από την άλλη πλευρά, είναι ότι η εκλογική του βάση αποτελείται από διαφορετικά στοιχεία που είναι δύσκολο να παραμείνουν ενωμένα.
Η ιδέα ότι ο Μακρόν εξελέγη μόνο από τους κερδισμένους των μεγάλων πόλεων δεν είναι ακριβής: προσείλκυσε και αρκετούς πιο ηλικιωμένους ψηφοφόρους που δεν διάκεινται το ίδιο θετικά απέναντι στις οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που απαιτεί η επανάσταση του προέδρου. Αυτό ισχύει σε όλη την Ευρώπη. Οσοι υποστηρίζουν την παγκοσμιοποίηση τείνουν να ξεχνούν κάτι: εκείνοι που τους ψηφίζουν δεν είναι μόνο οι κερδισμένοι της παγκοσμιοποίησης ή άνθρωποι της νέας αστικής τάξης του Παρισιού, του Λονδίνου ή της Νέας Υόρκης. Είναι μια πολύ πιο ετερογενής ομάδα, πολλοί από τους οποίους έχουν τις επιφυλάξεις τους για την παγκοσμιοποίηση. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, το μεγαλύτερο μέρος των υποστηρικτών του Μακρόν προερχόταν αρχικά από τις τάξεις των συνταξιούχων και των δημοσίων υπαλλήλων που ήταν σε μεγάλο μέρος προστατευμένοι από τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης.
Οι συνταξιούχοι είναι και οι πλέον δυσαρεστημένοι από τον γάλλο πρόεδρο τους τελευταίους μήνες. Το σκάνδαλο Μπεναλά, του σωματοφύλακα του Μακρόν που επιτέθηκε σε έναν αριστερό διαδηλωτή, κηλίδωσε την εικόνα του. Η δημοτικότητα του γάλλου προέδρου επλήγη όμως περισσότερο από τον πρώτο γύρο μεταρρυθμίσεων που εφάρμοσε.
Ετσι, ενώ ο Τραμπ φαίνεται να κάνει αυτό που περιμένουν οι ψηφοφόροι του, ο Μακρόν προωθεί μέτρα που δεν είναι δημοφιλή μεταξύ των δικών του ψηφοφόρων.
Από τη Μέρκελ μέχρι τον Μακρόν, οι υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης στηρίζονται τώρα σε ψηφοφόρους που εξακολουθούν να διάκεινται θετικά σε ένα κοινωνικό μοντέλο που ήταν ισχυρό τις τρεις δεκαετίες της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης. Η αποφασιστικότητά τους, έτσι, να επιταχύνουν την προσαρμογή των δυτικών κοινωνιών στην παγκοσμιοποίηση τους καταδικάζει σε πολιτική δυσμένεια. Απομονωμένοι στις πόλεις τους, δεν βλέπουν ότι τα εκλογικά τους προγράμματα ικανοποιούν πλέον μόνο μια μικρή πλειοψηφία του πληθυσμού.
Ο Μακρόν υποσχέθηκε να ηγηθεί μιας «επανάστασης». Αυτό πρέπει να γίνει όμως σε συνεργασία με τις ξεχασμένες περιοχές της Γαλλίας.
του Christophe Guilluy (Κριστόφ Γκιγουί), συγγραφέα του βιβλίου «Το Λυκόφως των Ελίτ: Ευημερία, Περιφέρεια και το Μέλλον της Γαλλίας»
Πηγή: Guardian