Κατά 1,4% αυξήθηκε το ΑΕΠ πέρυσι, σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ, και ανήλθε σε 187,1 δισ. ευρώ από 184,6 δισ. ευρώ το 2016. Να σημειωθεί ότι η αρχική εκτίμηση της κυβέρνησης ήταν 2,7%, ενώ η «αυστηρή» νεότερη πρόβλεψη της Κομισιόν προ λίγων μηνών, την οποία υιοθέτησε και η Ελληνική κυβέρνηση, έκανε λόγο για 1,6%.
Η εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ έχει υπολογιστεί από το άθροισμα των αντίστοιχων αποτελεσμάτων των τριμήνων του 2017 (μη εποχικά διορθωμένων) όπως έχουν προκύψει μετά την ενσωμάτωση ενημερωμένων στοιχείων.
Σε τρέχουσες τιμές, το ΑΕΠ ανήλθε πέρυσι σε 177,7 δισ. ευρώ έναντι 174,2 δισ. ευρώ το 2016, παρουσιάζοντας αύξηση 2%.
Σημειώνεται ότι προβλέπεται και 2η εκτίμηση, η οποία είναι προγραμματισμένη να ανακοινωθεί στις 17 Οκτωβρίου. Η δεύτερη εκτίμηση γίνεται με τη χρήση ετήσιων στοιχείων από τις πηγές (όπως Έρευνα Διάρθρωσης Επιχειρήσεων, εκτιμήσεις για την τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών με βάση τα αποτελέσματα της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών, ετήσια στοιχεία Ισοζυγίου Πληρωμών και Εξωτερικού Εμπορίου, ετήσια στοιχεία Γενικής Κυβέρνησης κ.λπ.) και με τη μέθοδο των πινάκων Προσφοράς και Χρήσεων ανά προϊόν.
Όσον αφορά στο δ’ τρίμηνο πέρυσι, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,9% σε σχέση με το δ’ τρίμηνο του 2016 και κατά 0,1% σε σχέση με το γ’ τρίμηνο 2017.
Η εξέλιξη αυτή προήλθε από τις εξής ετήσιες μεταβολές των επιμέρους στοιχείων που μετέχουν στη διαμόρφωση του ΑΕΠ:
*Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη παρουσίασε μείωση 0,3%, ενώ ειδικά αυτή των νοικοκυριών μειώθηκε 1% και της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε 2,1%.
*Μεγάλη αύξηση κατά 28,9% σημείωσαν οι ιδιωτικές επενδύσεις (ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου).
*Αύξηση 5,3% παρουσίασαν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 7,1%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 2,9%).
*Αύξηση 4,9% παρουσίασαν οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 3,9% και οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 9,7%).
Με βάση τα μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία, το ΑΕΠ παρουσίασε αύξηση 1,8% το δ’ τρίμηνο 2017 σε σχέση με το δ’ τρίμηνο 2016.